ΓΚΙΕΡΓΚ ΕΛΕΖ ΑΛΙΑ
[Η Ομάδα μας αφιερώνει στον Γεώργιο Καστριώτη, τον γενναίο των γενναίων!]
Γενναιότερος επί γενναίων εκείνος ο Γκιέργκ Ελέζ Αλία!
Επί εννιά χρόνια κείτονταν! Στο κορμί του εννιά πληγές. Μονάχα η αδελφή του, στο προσκεφάλι νυχθημερόν φυλά. Του πλένει τις πληγές με ύδατα εννιάχρονης πηγής. Μ’ εκείνα τα δάκρυα των ματιών, τις πληγές του γιατρεύει. Το αίμα, του στεγνώνει με του μετώπου της τα μαλλιά. Το κορμί, του το σφίγγει με της μητέρας υφαντά. Με ρούχα του πατέρα το κορμί του ομορφαίνει και του αραδιάζει τ’ άρματα πάνω απ’ το κεφάλι! Όσες φορές η αδελφή τον αλλάζει, τον πόνο των πληγών ο αδελφός ξεχνά. Μόνο το βάσανο της αδελφής, νεκρό τον ρίχνει καταγής.
Ήρθε φωνή από μακρυά κι απλώθηκε σ’ όλη τη γη, πως ένας μαύρος Μπαλόζ* από τη θάλασσα, βγήκε! Κι από την χώρα απαιτεί τίμημα βαρύ! Από κάθε στάνη ένα κριάρι! Από κάθε εστία, μια κόρη! Μέρα προς μέρα έναν ατρόμητο κόβει. Από βδομάδα σε βδομάδα μια επαρχία πυρπολεί! Και ήρθε η σειρά του Γκιέργκ.
Αρχίζει η αδελφή τα ουρλιαχτά και πάνω στο πρόσωπο του Γκιέργκ στάζουν τα δάκρυά της:
- Μα πως ωρ’ αδελφέ ο Χάρος εμάς ξέχασε; Μάνα, πατέρας στον τάφο σαπίζουν και μέσα στον πύργο θαμμένος εσύ. Κι εγώ στον μαύρο Μπαλόζ; Πώς δεν γκρεμίζεται ο πύργος να μας πλακώσει; Από την ντροπή η μαύρη μάνα μας να γλιτώσει;
Το αγόρι με κομματιασμένη την καρδιά, ρίχνει το βλέμμα του στα δυο της μάτια. Δυο γραμμές δακρύων στα μάγουλά της κυλούσαν. Κι ο Γκιέργκ τον πύργο καταριέται:
- Χέι, που να μαυρίσεις ω πύργε εσύ, με βρύα να σκεπαστείς από κάτω ως πάνω και να’χεις γι’αδέρφια, φίδια. Τις σταγόνες της βροχής στην κλίνη πώς μου τις έριξες τόσο νωρίς;
- Όχι αδελφέ, να σε χαρώ, η αρρώστια τόσο σε κατέβαλε που δεν κατέχεις τι λες. Διότι έξω δεν βρέχει. Τα μάτια της αδελφής, σε βρέχουν μωρ΄αδελφέ.
Τότε το αγόρι το χέρι της παίρνει, μες’ στα δικά του χέρια τρυφερά το χαϊδέυει. Την θωρεί με μάτια νοσταλγικά και ποτέ δεν της μίλησε πιο θερμά.
- Μωρ’ αδελφή μου γιατί κλαις και την καρδιά στα δυο μου σκίζεις; Εδώ κι’ εννιά χρόνια που το κορμί μου σαπίζει, ο Γκιέργκ σου ποτέ δεν εβρήκε γαλήνη μα σαν το φύλλο της οξιάς στην πεδιάδα θροϊζει. Μη δεν είχες να φάς; Μη δεν είχες να πιείς; Μη σ’ άφησε εσένα ο αδελφός άσχημα ρούχα να φοράς; Μη με λόγια σε βάρυνα καμιά φορά και με βαρέθηκες αδελφή; Και θες να με εγκαταλείψεις, σε άντρα να πας, να παντρευτείς;
Αυτή, το χέρι του στο μέτωπό της βάζει. Η αδελφή στον αδελφό, τι όμορφα απαντά:
- Αλίμονο, μα τόσο δυνατά η ασθένεια σε έσφιξε; Ζωντανή στο χώμα να χωθώ αν είναι να παντρευτώ. Αρκετά είχα ω αδελφέ να τρώω και να πίνω. Αρκετά και να ντύνομαι. Απ’ ό,τι σήμερα πιο βαριά ποτέ δεν μου μίλησες. Άλλο πατέρα δεν έχω, ούτε άλλη μάνα. Συγχώρα μ’ αδελφέ που για έναν καημό, σήμερα θρηνώ. Μα πώς δεν συνήλθε αυτό το κορμί σ’ αυτά τα εννιά χρόνια; Πώς δεν σηκώθηκες να βγεις μέχρι την πόρτα; Πώς δεν ξεράθηκα εγώ η δόλια; Πώς εγώ να πέσω στα χέρια του Μπαλόζ;
Ξάφνου ορθός το αγόρι σηκώνεται!
- Πάρε τ’ άτι, αδελφή, της μάχης. Ευθύς στην πόλη να κατέβεις και στον πεταλωτή βλάμη να πας. Υπόκλιση και υγεία, πες του ο Γκιέργκ σου στέλνει. Να πεταλώσει τ’ άτι με πέταλα σφυρηλατημένου σιδήρου και καρφιά από χάλυβα, τι θα βγω στο μεϊντάνι*, αντίκρυ στον Μπαλόζ. Αν δεν ανταποκριθεί ο βλάμης, ίππευσε το άλογο και χτύπα την πόρτα του φίλου μου του αγαπητού.
Η κόρη πάνω στο άτι, τα γκέμια γοργά, στην πόλη κατεβαίνει, κι ευθύς στον βλάμη.
- Καλή δουλειά μωρέ κουμπάρε!
- Καλό να ‘χεις κόρη από τα μακρινά!
- Υπόκλιση και υγεία ο Γκιέργκ σου στέλνει, να μου πεταλώσεις τ’ άλογο με πέταλα σφυρηλατημένου σιδήρου και καρφιά από χάλυβα, τι θα βγει στο μεϊντάνι αντίκρυ στον μπαλόζ.
Όμως αυτός, ύπουλα της μιλά:
- Να μου χαρίσεις ω κόρη τα δυο σου μάτια, στον έχω γλιτώσει τον Γκιέργκ από το μεϊντάνι. Κάνω το άτι σαν τον άνεμο να πετά!
Θυμωμένη η κόρη του απαντά:
- Τι λόγια λες μπρε άντρα, που να σου ξεραθεί το στόμα! Ήρθα προς την πόρτα του βλάμη, μα βλέπω ότι έπεσα στην πόρτα του προδότη. Αυτά τα μάτια τα έχω ήδη δώσει στην μητέρα και στον πατέρα που σαπίζουν από πληγές επί της γης.
Και κίνησε προς τον αγαπητό φίλο.
- Υπόκλιση και υγεία ο Γκιέργκ σου στέλνει, να μου πεταλώσεις τ’ άλογο με πέταλα σφυρηλατημένου σιδήρου και καρφιά από χάλυβα, τι θα βγει στο μεϊντάνι αντίκρυ στον μπαλόζ της θάλασσας.
Σαν για εαυτόν ετούτος το άλογο πεταλώνει και βράδυ φτάνει στο σπίτι η κόρη. Ο αδελφός την περιμένει δίπλα στο μνήμα των γονιών.
* * *
Μόλις το φως λεύκαινε τις βουνοκορφές, του πεδίου της μάχης, ο Μπαλόζ τον Γκιέργκ χλευάζει:
- Μα από τον τάφο Γκιέργκ, εσύ σηκώθηκες; Τι άσκοπα μ’ έφερες μπρε άντρα σε τούτο το μεϊντάνι;
- Έτσι όπως τα λες είναι μωρέ Μπαλόζ! Εννιά χρόνια τον δρόμο του τάφου έχω πάρει. Μα λίγο πριν φτάσω εκεί, μπροστά μου βγήκες εσύ! Μου ζήτησες την αδελφή πριν το μεϊντάνι, μου ζήτησες τα πρόβατα πριν τον τσομπάνη. Και κατέβηκα εδώ, για να σου δείξω πως, οι πρόγονοί μας, έναν Κανόνα μας άφησαν! Τα όπλα πρώτα να δώσουμε ΄ μετά το βιός! Ποτέ στον εχθρό την αδελφή να μην δώσουμε προτού κοπούμε στο μεϊντάνι! Μα σφίξου τέρας διότι ήρθε η μέρα σ’. Εδώ έχεις να κάνεις ω, με τον Γκιέργκ Ελέζ Αλία!
Χλιμιντρίζουν τ’ άλογα και βγάζουν καπνούς κ’ εκτοξεύει ο Μπαλόζ πρώτος το τοπούζ*. Στα γόνατα, του Γκιέργκ το άτι πέφτει και ο κεφαλοθραύστης πάνω απ’ τα κεφάλια τους πετά. Δώδεκα πήχεις στο λιβάδι καρφώνεται βαθιά, δώδεκα πήχεις σκόνη σηκώθηκε ψηλά. Και ήρθε η σειρά του Γκιέρκ. Με μαεστρία το τοπούζ στροβιλίζει κι εκείνο πέφτει ευθύς... στο μέτωπο του Μπαλόζ, καταμεσής! Τραντάχτηκε η πεδιάδα σαν έπεσε ο μπαλόζ!
Μεμιάς ο γενναίος το ξίφος βγάζει και το κεφάλι απ’ τον κορμό χωρίζει. Σβάρνα το κουφάρι απ’ τα πόδια σέρνει και στο ποτάμι το πνίγει. Το αίμα τα νερά θολώνει. Επί χρόνια τρία τον τόπο βρομίζει! Και τότε ο γενναίος κίνησε προς το σπίτι όπου τους φίλους μαζεύει.
- Ακούστε εδώ ωρέ φίλοι! Χάρισμά σας τα κτίσματά μου, χάρισμά σας όλα μου τα πλούτη. Αλλά... Αμανέτ* την αδελφή του Γκιέργκ Ελέζ Αλία!
Ρίχνεται στης αδελφής τις αγκαλιές και σταματούν των δυο τους οι καρδιές. Αδελφός και αδελφή κ’ οι δυο νεκροί! Τόσ’ όμορφα κανενός δεν βγήκε η ψυχή.
Οι φίλοι σ’ έναν τάφο και τους δυο βάζουν, αγκαλιασμένοι να ‘ναι πάντα. Ξεχασμένοι, ποτέ! Κι όμορφη φλαμουριά φυτεύουν εις την κεφαλή, να ησυχάζει στα κλαδιά της, του θέρους το πουλί.
Όταν το βουνό ξανάρχισε να χλοΐζει, κούκος πέταξε προς τα ‘κει. Βρίσκει τον μαύρο πύργο, γκρεμισμένο. Βρίσκει την φλαμουριά, γεμάτη ξερά κλαδιά! Τότε πάνω στο μνήμα στάθηκε και τον περαστικό ορκίζει:
- Αμανέτ μωρέ διαβάτη των βουνών! Απ’ εδώ, αν περνάς τραγουδώντας, το τραγούδι πάψε! Αν περνάς κλαίγοντας, τον θρήνο κορύφωσε! Έψαξα όρη και βουνά, πένθησα σε σπίτια πολλά, σαν τον Γκιέργκ Ελέζ Αλία, δεν βρήκα πουθενά!
*Μπαλόζ – μυθικό (θαλάσσιο) τέρας με υπεράνθρωπες διαστάσεις και δυνάμεις.
*Τοπούζ – τόπι από βαρύ μέταλλο, με μυτερά εξογκώματα. Κεφαλοθραύστης.
*Μεϊντάν – πεδίο μονομαχίας.
*Αμανέτ (Αμανάτι) – τελευταία επιθυμία ΄ κάποιος που φεύγει μακρυά, ή στον άλλον κόσμο και δεν μπορεί πια να φροντίσει μια υπόθεση ή ένα πρόσωπο, το αφήνει αμανέτ στους κοντινούς του ανθρώπους να το φροντίσουν. Όταν δε, το αμανέτ είναι η τελευταία επιθυμία του νεκρού, είναι ιεροσυλία να μην το πράξεις. Τόση δύναμη έχει μια τέτοια ιεροσυλία, που ούτε η γη δεν την αντέχει και επιτρέπει στον νεκρό, να σηκωθεί για να ζητήσει την εκπλήρωση της εκκρεμότητας ή σε άλλη περίπτωση να την εκπληρώσει ο ίδιος.
O Pol Gjoca δεν είναι Μέλος της Ομάδος μας και παρά το ότι προέρχεται από μία ιστορική-φεουδαλική Οικογένεια δεν ασχολήθηκε με τα άλογα ή την Τοξοβολία. Παρά ταύτα, όπως μαρτυρά και η παραπλεύρως φωτογραφία του και με την Φύση έχει άριστη επαφή και στην φροντίδα των αδέσποτων σκύλων (Κυνοκομεία Κατερίνης) αφιερώθηκε αφού, οι Αλβανοί είναι πιό κοντά στη "γη" από τους υπόλοιπους ...γραφειοκεντρικούς Ευρωπαίους! Ο Pol Gjoca είναι ένας Αλβανός σαν όλους τους άλλους, αυτούς που πολλοί συμπατριώτες μας αντιμετωπίζουν ως "αλεξικέραυνα" της οργής μας κατά των λαθρομεταναστών παραβλέποντας ότι κάποιοι από αυτούς ούτε μετανάστες είναι ούτε -πολύ περισσότερο- λαθραίοι!
Ο Pol Gjoca είναι αρκετά νέος και ανεκάλυψε την Έφιππη Τοξοβολία μέσω του διαδικτύου δίνοντάς μας την χαρά μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας η οποία μας εξέπληξε ακούγοντάς τον να μιλά άψογα Ελληνικά, με πανεπιστημιακή σύνταξη και εκφορά λόγου, καθώς και με πολύ σεβασμό για την Πατρίδα μας και την Ιστορία μας. Και δεν είναι τυχαίο...Ο Pol Gjoca είναι αριστούχος φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου και παθιασμένος λογοτέχνης γράφοντας στα Αγγλικά, Γερμανικά, Ελληνικά, Γαλλικά, πλην της μητρικής του Αλβανικής, ποίηση και μυθιστόρημα! To παραπάνω ηρωϊκό λογοτέχνημα το αναρτούμε πραγματικά έκπληκτοι για τον, εκ μέρους του, χειρισμό της Ελληνικής! Για τις αδρές ηρωϊκές εικόνες που καταφέρνει να αποδώσει σε μια γλώσσα τόσο δύσκολη και ξένη! Για το όλο λογοτεχνικό ύφος αλλά και το ανθρώπινο Ήθος που αυτός ο ...Αλβανός επιδεικνύει μέσα σε λίγες αράδες, θυμίζοντάς μας τους συμπατριώτες μας αλλοτινών ηρωϊκών εποχών!
Pol, μας κάνεις υπερήφανους
επιβεβαιώνοντάς μας την αίσθηση ότι
επιβεβαιώνοντάς μας την αίσθηση ότι
"πίσω από το σύρμα"
υπάρχουν Άνθρωποι της δικής σου ποιότητος!