Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΤΟΞΟΒΟΛΙΑ

 ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΤΟΞΟΒΟΛΙΑ


Utagawa Kunisada (1786-1864): "ΤΟΞΟΤΗΣ"
Δωρεά: κ. Γεωργίου Κοτζάμπαση


     Για έναν μη Ιάπωνα, για κάθε ξένο, η Ιαπωνία ουδέποτε υπήρξε "τουριστικός προορισμός", αλλά κατάληξη προσκυνηματικής περιηγήσεως  μ ε μ υ η μ έ ν ο υ  προς  μ ύ η σ η! Και, υπ΄ αυτή την προϋπόθεση, ως "Έλληνες Κένταυροι" προσεγγίζουμε την χώρα της αέναης ανατολής του ηλίου, μελετώντας τις Παραδόσεις της και όχι μόνον τις εφιπποτοξοτικές, αλλά και όλες εκείνες τις πολιτιστικές της που, πάντως, εμπνέουν την Ανθρωπότητα ανεξαρτήτως συνόρων. Έτσι, παρά την "δίψα" μας για την γνωριμία του Κόσμου και των ορίων του (αν υπάρχουν...) και παρά την, από χρόνων, διασύνδεσή μας με το ιαπωνικό "επίκεντρο" της Έφιππης Τοξοβολίας που μας συμπαραστέκει σε χορηγία συμβουλευτικής τεχνογνωσίας, θεωρώντας εαυτούς ανεπαρκώς εφοδιασμένους με εχέγγυα βαθείας κατανοήσεως της ιαπωνικής ουσίας, απεφύγαμε κάθε ταξίδι στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου έως ότου πληρώσουμε τα κενά μας, μάλιστα δε, όταν προσφάτως μεγάλος ταξιδιωτικός Οργανισμός μας προέτεινε την (εξόδοις του) τοποθέτησή μας ως επικεφαλής των εκδρομών του προς Ιαπωνία, για τους προαναφερθέντες λόγους, αρνηθήκαμε. Ούτω, δε, πως, αντιμετωπίσαμε και την Ιαπωνική Τοξοβολία, τον "Δρόμο του Τόξου" (Kyudo) της οποίας, αν και μελετούμε επί χρόνια την φύση (και όχι την τεχνική), σεβασμού ένεκεν δεν την έχουμε παρουσιάσει στο παρόν Ιστολόγιο, ενώ έχουμε παρουσιάσει άλλες (ΕλληνικήΜογγολική, Κορεατική) ερχόμενοι, δε, μόλις τώρα να αποκαταστήσουμε αυτό το κενό.


     
     Αναφορικώς με την φύση της Ιαπωνικής Τοξοβολίας, μέχρι τώρα, καταφέραμε να αποδώσουμε στο Ελληνικό Κοινό την πρώτη καταγεγραμμένη, πρακτική, "χαρτογράφησή" της υπό την μορφή ενός ολοκληρωμένου συγγραφικού έργου υπό τον τίτλο "EUGEN HERRIGEL: ZEN ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΤΟΞΟΒΟΛΙΑΣ, MIA ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ" (Αριστοτέλους Ηρ. Καλέντζη, 2022) κατόπιν βαθύτατης μελέτης όχι μόνον του θεωρητικού πλαισίου αλλά και της υλοποιήσεως της διδασκαλίας του κορυφαίου Eugen Herrigel, επί σειρά προπονητικών ημερίδων στην Γραμμή Βολής των "Ελλήνων Κενταύρων". Αυτό το "υπόβαθρο" επαφής με την Ιαπωνική Τοξοβολία μας επέτρεψε μιαν ουσιαστικότερη σύσφιξη της σχέσεώς μας μαζύ της μέχρι σημείου, σήμερα, να μπορούμε να έχουμε την αίσθηση ενός σταθερού θεμελίου με την ουσία και τις, πραγματικά, μεγάλες διαστάσεις της και, σεμνυνόμενοι, να επιλέξουμε ένα σημαντικό συγγραφικό έργο μέσα στο οποίο εμπεριέχεται ως ξεχωριστό κεφάλαιο, ώστε, δι΄ αυτού να την παρουσιάσουμε εν συνεχεία.


     Η πηγή την οποία, προς τούτο επιλέξαμε από μία ευρύτατη βιβλιογραφία εναλλακτικών παρουσιάσεων, είναι ένα ογκώδες σύγγραμμα το οποίον υπογράφουν οι  Oscar Ratti και Adele Westbrook, υπό τον τίτλο "SECRETS OF THE SAMURAI The Martial Arts of Feudal Japan" (Tuttle, 1973). Τα κριτήρια της επιλογής μας ήταν η πληρότητα περιεχομένων και το ευσύνοπτον της όλης παρουσιάσεως και, πιστεύουμε, ότι η "σκιαγραφία" της Ιαπωνικής Τοξοβολίας η οποία ακολουθεί, αν και συνεπτυγμένη κατά πολύ, αποδίδει το προφίλ της ιστορικής διαδρομής της, αλλά και της ιδιοσυστασιακής "ανατομίας" της.


Η Τέχνη της Τοξοβολίας

     

Για αιώνες, το Τόξο και το βέλος ήταν «το κύριο όπλο του πολεμιστή στην Ιαπωνία»(1). Ακόμη και μετά την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων και την παρατεταμένη περίοδο αναγκαστικής ειρήνης κάτω από το καθεστώς Τοκουγκάβα, η τοξοβολία εξακολουθούσε να θεωρείται ευγενής τέχνη. Γνωστή γενικά ως Shagei (επίτευγμα στην τοξοβολία) ή, πιο συγκεκριμένα, ως Kyujutsu (η τέχνη ή τεχνική του τόξου), ήταν μια πλήρως ανεπτυγμένη τέχνη με σύνθετο σύστημα πρακτικών και τεχνικών, με μια αρχικά μεγάλη ποικιλία σχολών που σιγά-σιγά συγχωνεύτηκαν σε λίγες βασικές, και μια βαθιά θεωρία που συνέδεε την τέχνη με την ίδια τη γέννηση του Iαπωνικού έθνους. 


     Εμπνευσμένη από τη μυστικιστική, εσωτερική διάσταση εκείνης της κουλτούρας, δεν προκαλεί έκπληξη να ακούμε ότι, ήδη από τον 12ο αιώνα, όπως σημειώνει ο Lidstone(2) στο "Kendo" του«οι άνθρωποι υψηλών θέσεων χαιρόταν όταν αναγνωριζόταν η ικανότητά τους ως Τοξότες, αλλά έκαναν κάθε προσπάθεια να αποσιωπήσουν την επιδεξιότητά τους στο σπαθί».

     Μέχρι την εποχή που οι Τοκουγκάβα είχαν ενοποιήσει το έθνος υπό τη συγκεντρωτική στρατιωτική τους δικτατορία, το kyujutsu είχε εξελιχθεί σε μια πειθαρχία πνευματικής και ψυχικής "ασκήσεως μακράν του πεδίου της μάχης", υπό την αυστηρή καθοδήγηση δασκάλων που λειτουργούσαν περισσότερο ως πνευματικοί σύμβουλοι παρά ως δάσκαλοι πολεμικών τεχνών. Το όνομα που δόθηκε σε αυτή την πνευματική ανάπτυξη ήταν kyudo, ο δρόμος του τόξου και του βέλους. Έτσι, η Ιαπωνική Τοξοβολία εξακολουθεί να εξασκείται σήμερα, αν και σε κάπως τροποποιημένη μορφή.

     Στην φεουδαρχική Ιαπωνία υπήρχαν κλειστά και ανοικτά τοξευτήρια (matoba, iba, yaba) για την εξάσκηση επί στόχου (kaka-uchi) και βρίσκονταν στα κεντρικά σπίτια κάθε μεγάλης στρατιωτικής κάστας. Ο βασικός εξοπλισμός περιλάμβανε το Τόξο και το βέλος (Kyusen) και το χαρακτηριστικό δέμα άχυρου που χρησίμευε ως υπερυψωμένος στόχος (makiwara), κοινό θέαμα στους χώρους των περισσότερων στρατιωτικών αρχοντικών, όπως και οι κυλινδρικές θήκες (yadate) που κρατούσαν τα βέλη έτοιμα για άσκηση. Δοχεία βελών (ya-bako) και βάσεις Τόξων (chado-kake) εμφανίζονταν επίσης συχνά στα σπίτια υψηλόβαθμων bushi.

     Αναζητώντας τις απαρχές της τέχνης, φαίνεται ότι συγχωνεύτηκε με την εμφάνιση του εφίππου Ιάπωνος, δηλαδή, του στρατιωτικού ευγενή. Ο Τοξότης (Ite), επίσης κάτοχος του τόξου (Yumi-tori), ήταν στην ουσία «βαθμούχος πολεμιστής» στην παλιά Ιαπωνία. Το μεγάλο και το μακρύ Τόξο ήταν τα όπλα των ευγενών, ενώ, οι απλοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν δόρυ και κοντό σπαθί(3). Το Kyujutsu ήταν στην πραγματικότητα «ουσιώδης κλάδος της εκπαιδεύσεως των ευγενών» και της συνήθειας να τοξεύουν έφιπποι με χαλαρή κίνηση, ώστε να ρίχνουν το βέλος με ακρίβεια προς κάθε κατεύθυνση(4) .

     Η λέξη «ευγενείς» εδώ δεν αναφέρεται μόνο στους στρατιωτικούς αριστοκράτες (Buke), αλλά και σε ακόμα παλαιότερους ευγενείς, τους Kuge, που ανίχνευαν την καταγωγή τους στους πρώτους ηγέτες καστών. Διαγωνισμοί Tοξοβολίας λέγεται ότι διοργανώνονταν ήδη από τον 4ο αιώνα μ.χ.χ., προς Τιμή της ανιδρύσεως του έθνους.

     Οι αγώνες Έφιππης Τοξοβολίας αναγνωρίζονταν ιδιαιτέρως από τους "εκλεπτυσμένους" αυλικούς ευγενείς καθ’ όλη την περίοδο Χεϊάν. Τότε αναπτύχθηκε και τελειοποιήθηκε το βασικό σύστημα εκπαιδεύσεως. Η μέθοδος αυτή υιοθετήθηκε γρήγορα από τους φιλόδοξους πολεμιστές των επόμενων εποχών, οι οποίοι συχνά λάμβαναν ως παιδικό δώρο ένα Τόξο και ένα ιππάριο από μπαμπού(5). Το πρόγραμμα εξασκήσεως των Τοξοτών απαιτούσε επανειλημμένες προσπάθειες να πετύχει κανείς τόσο σταθερούς όσο και κινούμενους στόχους, πεζή ή εφίππως.

     Οι κύριοι στόχοι ήταν ο μεγάλος στόχος (o-mato), ο στόχος-ελάφι (kusajishi) και ο στρογγυλός στόχος (marumono). Ο πρώτος, κατά τον Kaigo, τοποθετημένος σε απόσταση 33 μηκών τόξου, είχε διάμετρο περίπου 62 ιντσών. Ο δεύτερος ήταν σιλουέτα ελαφιού με δέρμα και σημαδεμένα τα καίρια σημεία που έπρεπε να πληγούν. Ο τρίτος ήταν μία στρογγυλή σανίδα γεμισμένη με άχυρο και περιτυλιγμένη με χοντρό δέρμα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτοί οι στόχοι συχνά κρέμονταν σε κοντάρια τα οποία τίθεντο σε κίνηση, ώστε ο τοξότης να εξασκεί την ικανότητά του να πετυχαίνει κινούμενους στόχους, πιο δύσκολους να διαπεραστούν από απόσταση.


     Η Έφιππη Τοξοβολία ήταν πιο αριστοκρατική και απαιτητική από την πεζή. Χρειάζονταν άριστο έλεγχο του καλπάζοντος Ίππου και ταυτόχρονη ρίψη συνεχόμενων βελών σε διαφορετικούς στόχους, είτε σταθερούς είτε εν κινήσει. Ανάμεσα στις διάφορες μορφές Τοξοβολίας περιλαμβάνονταν η τριπλή στόχευση (Yabusame), η Τοξοβολία σε καπέλο μπαμπού (Kasagake), το κυνήγι σκύλου (Inuoumono ή Inui), το κυνήγι πουλιών (Oitorigari) και το μεγάλο κυνήγι ελαφιού, αρκούδας κ.ά. (Makigari).

     Η τριπλή στόχευση (yabusame) απαιτούσε ο Ιππέας να καλπάζει πλήρως και να ρίχνει βέλη σε τρεις στόχους κατά μήκος της διαδρομής. Η Τοξοβολία σε καπέλο μπαμπού (Kasagake) γινόταν μέσα σε περιφραγμένο χώρο, όπου κρεμιούνταν καπέλα από μπαμπού. Ο Ιππέας έπρεπε να εκτοξεύσει το βέλος σε πλήρη καλπασμό για να πετύχει τα καπέλα, πρώτα από μακριά (Tokasagake) και μετά από κοντινή απόσταση (Kokasagake).

     Το Inuoumono («κυνήγι σκύλων») απαιτούσε την απελευθέρωση ενός αριθμού σκύλων μέσα σε κλειστό χώρο και την καταδίωξή τους ενώ οι Τοξότες, έφιπποι, τους στόχευαν. Το συγκεκριμένο σύστημα εκπαιδεύσεως εξελίχθηκε σε τελετουργικό διαγωνισμό όπου τριάντα έξι έφιπποι τοξότες χωρίζονταν σε τρεις ομάδες των δώδεκα. Κάθε ομάδα έμπαινε διαδοχικά σε στρογγυλή αρένα, περιφραγμένη με μπαμπού, διαμέτρου εβδομήντα δύο μηκών Τόξου, όπου απελευθερώνονταν πενήντα σκύλοι για κάθε ομάδα(5).

     Η αποστροφή για αυτή την άσκοπη σφαγή, μια αποστροφή η οποία ενισχύθηκε από τη διάδοση του βουδιστικού πνεύματος μέσα στην Ιαπωνική κοινωνία, οδήγησε σε διατάγματα που απαιτούσαν οι Τοξότες να χρησιμοποιούν μη θανατηφόρα βέλη με μεγάλες στρογγυλές αιχμές σε αυτούς τους αγώνες, ενώ τα σκυλιά να φορούν ειδικούς, επενδεδυμένους θώρακες. Με ελάχιστες παρεκκλίσεις, αυτή η τροποποιημένη μορφή ασκήσεως και αγώνων διήρκεσε αιώνες.

     Τέλος, προσομοιωτικές ασκήσεις κυνηγίου κάθε λογής χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν την εκπαίδευση του πολεμιστή. Αυτά τα κυνήγια έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στους ευγενείς πολεμιστές (bushi) προς το τέλος της περιόδου Χεϊάν και παρέμειναν και στους επόμενους αιώνες. Η πρακτική του στησίματος καταυλισμών στην ύπαιθρο, σε λόφους ή στα βουνά σε καιρούς ειρήνης, και η αναζήτηση μικρών ή μεγάλων θηραμάτων για να τα πλήξουν με βέλη, αναφέρεται συχνά σε παλαιά χρονικά. «Οι πολεμιστές που σκότωναν ελάφι ή αγριογούρουνο», γράφει ο Kaigo, «αποκτούσαν Τιμή σαν να είχαν σκοτώσει έναν στρατηγό του εχθρού». Λέγεται ότι ο Γιοριτόμο χάρηκε ιδιαίτερα όταν σκότωσε ένα ελάφι σε ένα από αυτά τα κυνήγια στο όρος Φούτζι, εκφράζοντας μάλιστα την υπερηφάνειά του σε επιστολή προς τη σύζυγό του, Μασάκο, στην Καμακούρα.

     Ακόμα και όταν ο πόλεμος εξελίχθηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ φατριών σε πλήρους κλίμακας μάχες μεταξύ μεγάλων στρατών, οι Τοξότες του Πεζικού εξακολουθούσαν να τοξεύουν να εξαπολύσουν μαζικά πυρά εναντίον των αντιπάλων δυνάμεων. Επιπλέον, χάρη στην εξαιρετική τέχνη τους, οι Τοξότες κατείχαν προνομιακή θέση μέσα στο στράτευμα, θέση που διατήρησαν για πολύ μετά τον 15ο αιώνα, ακόμη κι όταν η πρακτική αξία του τόξου και του βέλους στο πεδίο της μάχης είχε μειωθεί αισθητά. Ακόμη και τον 18ο αιώνα, «το εθιμοτυπικό απαιτούσε οι Τοξότες να τοποθετούνται στα αριστερά, οι μουσκέτοφόροι στα δεξιά, και η μάχη να ξεκινά επισήμως με μια βροχή από βέλη» (6).

     Ο Gilbertson θεωρούσε ότι αυτή η τέχνη, όπως τόσες άλλες, πιθανόν να προήλθε από την Κίνα: «Συχνά βρίσκουμε Τοξότες να απεικονίζονται σε μεταλλοτεχνήματα, ιδιαίτερα με κινεζικές ενδυμασίες, τα θέματα να προέρχονται από την κινεζική ιστορία. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα σχετίζεται με τον διάσημο Κινέζο Τοξότη Γιογιούκι, τον οποίο οι Ιάπωνες αποκαλούσαν "Σογκούν της Θεϊκής Τοξοβολίας". Λέγεται ότι κατέρριψε μια χήνα που πετούσε μέσα σε σύννεφο, αόρατη, καθοδηγούμενος μόνο από το κρώξιμο του πουλιού.» (4)

     Μια άλλη θεωρία στη διδασκαλία του bujutsu συνδέει την απαρχή αυτής της τέχνης με το κυνήγι (και, κατά συνέπεια, με τις νομαδικές φυλές που κατοικούσαν στις βόρειες περιοχές της Ασίας) και τελικά με τους Αϊνού, εκείνους τους λευκόδερμους ιθαγενείς που απωθήθηκαν σιγά-σιγά βορειότερα στα βόρεια νησιά της Χοκκάιντο (όπου ζουν ακόμη σήμερα) από τον επεκτεινόμενο Ιαπωνικό πολιτισμό. Οι Αϊνού αναγνωρίστηκαν σε πρώιμες αναφορές της Ιαπωνικής ιστορίας ως επιδέξιοι Τοξότες, τόσο στο κυνήγι όσο και στον πόλεμο. Τα Τόξα τους, φτιαγμένα από το ιδιαίτερο ξύλο ouruma, το οποίο μοιάζει με το γιού (yew)(7), τα βέλη τους με χαρακτηριστικά φτερά (otsuba), και οι φαρέτρες τους (ika) από προσεκτικά σκαλισμένο ξύλο, ιτιάς παραμένουν πολύτιμα δείγματα μιας τέχνης που σήμερα σβήνει, αλλά κάποτε υπήρξε εξαιρετικά ανεπτυγμένη.

Οι επιδέξιοι κατασκευαστές Τόξων είχαν θέσει στην επιλεκτική διάθεση του bushi (πολεμιστή) μια εντυπωσιακή ποικιλία βασικών σχεδίων. Τα Ιαπωνικά Τόξα διετίθεντο σε κάθε μέγεθος και σχήμα και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ποικίλους σκοπούς που σχετίζονταν με τον πόλεμο, το κυνήγι, την τελετουργία ή τον αθλητισμό. Οι Ιάπωνες είχαν ακόμη αναπτύξει και τελειοποιήσει τη βαλλίστρα, μερικές από τις οποίες χρησιμοποιούνταν «στις παλιές οχυρώσεις και έφταναν τα 12 πόδια σε μήκος και ένα πόδι σε περίμετρο. Χρησιμοποιούσαν επίσης μικρότερα τόξα που εκτοξεύονταν από τον ώμο.»(3) Πρώιμα δείγματα του πρώτου τύπου Τόξων ονομάζονταν o-yumi, ενώ εκείνα του δεύτερου τύπου, που συχνά βρίσκονται σε μουσειακές συλλογές, ήταν γνωστά ως teppo-yumi. Στη δεύτερη κατηγορία, το Τόξο, συχνά, κατασκευαζόταν από κόκαλο ζώου ή ψαριού, συνήθως πλούσια διακοσμημένο. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να εντοπιστούν δείγματα της επαναληπτικής βαλλίστρας (dokyu), που ορισμένοι συγγραφείς συνδέουν με κινεζικά πρότυπα όπως το chu-ko-no(3). Υπήρχε επίσης και κοντό Τόξο, σε παραλλαγές που κυμαίνονταν από το εξαιρετικά ευχείριστο hankyu, που χρησιμοποιούνταν στη μάχη, έως το εξίσου αξιόπιστο yokyu, που προοριζόταν για διασκέδαση ή το suzume-yumi που προορίζονταν για κυνήγι μικρών πουλιών. Το κοντό Τόξο (Azusa-Yumi) το χρησιμοποιούσαν ακόμη και μάγοι στις επικλήσεις τους(3). Ένα πολεμικό κλασικό έργο, το «Buki Niyaku», περιγράφει και εικονογραφεί «πέντε είδη Τόξων: το Maru-Ki (κυλινδρικό ή στρογγυλό τόξο), το Shige-No-Yumi (Τόξο τυλιγμένο με ρατάν), το Bankyu και το Hankyu (παρόμοια αλλά μικρότερου μεγέθους) και το Hoko-Yumi (Τόξο «ταρταρικού» σχήματος)»(4). Ήταν η ικανότητα του Bushi σε ένα συγκεκριμένο είδος Τόξου που έκανε τους Κινέζους ιστορικούς να αποκαλούν τους Ιάπωνες «λαό του μεγάλου Τόξου». Αυτό ήταν το κατ΄εξοχήν πολεμικό Τόξο, το Daikyu, που χρησιμοποιούσαν οι έφιπποι πολεμιστές (Uma-Yumi) ή πεζοί. Το μήκος του κυμαινόταν από επτά πόδια και τέσσερις ίντσες έως οκτώ πόδια ενώ, σε παλαιότερες εποχές, υπήρχαν μερικά που έφταναν τα εννέα πόδια. Σε μέγεθος, αυτό το συγκεκριμένο Τόξο φαίνεται πως είχε υιοθετηθεί ευρέως μόνο από έναν άλλο λαό –τους Ινδιάνους Soriono της ανατολικής Βολιβίας– τους οποίους ο Holmberg αποκάλεσε «νομάδες του μεγάλου τόξου». Η ισχύς (go) που χρειάζονταν ακόμη και για να λυγίσει κανείς ένα τέτοιο Τόξο θα πρέπει να ήταν αξιοσημείωτη. Όπως ανέφερε ο Harrison, ορισμένα δείγματα αυτών των Τόξων που ανήκαν σε μέλος της τάξης buke πριν την περίοδο Meiji «ήταν τόσο δυνατά ώστε δεν μπορούσα να τα λυγίσω καθόλου, πόσο μάλλον να τα χρησιμοποιήσω με οποιαδήποτε ελπίδα να κάνω βολή, αν και ο ιδιοκτήτης τα χειριζόταν με σχετική ευκολία»(8). Τα τόξα αυτά κατασκευάζονταν από διάφορα είδη ξύλου (συνήθως προσεκτικά επιλεγμένο μπαμπού) που κολλούσαν μεταξύ τους, με μία χαρακτηριστική καμπή προς τα άκρα που ονομάζονταν kata, όπου η χορδή (tsuru, tsura, tsurao) ακουμπούσε σε ένα μικρό μήκος. Ενδιαφέρον έχει ότι αυτό το τμήμα ενισχύονταν με μέταλλο, το otokane και όταν η χορδή χτυπούσε επάνω του, παρήγαγε έναν ήχο που χρησιμοποιούνταν ως σήμα. Όταν ο Μικάδο απαιτούσε νερό για το πλύσιμο το πρωί, τρεις από τους υπηρέτες του έδιναν το σήμα χτυπώντας τις χορδές των Τόξων τους.(4)

Οι χορδές κατασκευάζονταν από ειδικούς τεχνίτες (Tsura-Sashi) από μακριές ίνες κάνναβης, νεύρα ή μετάξι (το μετάξι προορίζονταν για χορδές, κυρίως, τελετουργικών Τόξων). Οι χορδές υπήρχαν σε πολλές ποιότητες, από τις σκληρές, δυνατές (για πολεμικά Τόξα) έως τις μαλακές και ελαστικές (kusune) που χρησιμοποιούνταν στα κυνηγετικά και αθλητικά Τόξα. Εφεδρικές χορδές μεταφέρονταν πάντοτε στη φαρέτρα ή σε ειδικό δερμάτινο, ή από καλάμι, καλάθι (tsuru-maki), συχνά πλούσια διακοσμημένο. Υπήρχαν, όπως μας λέει ο Gilbertson, «...πολλά είδη φαρετρών (yebira): κάποιες για πόλεμο, άλλες για το κυνήγι, εκτός από τις πιο στολισμένες όπως εκείνες που φορούσαν οι φρουροί των ανακτόρων, στις οποίες τα βέλη απλώνονταν πίσω από την πλάτη (σαν την ουρά του παγωνιού). Αυτές οι διακοσμημένες φαρέτρες ονομάζονταν heikoroku»(4).

Αρχίζοντας από τα παλαιότερα υποδείγματα φαρετρών, όπως οι kachi-yuki, o Stone χωρίζει όλες τις ιαπωνικές φαρέτρες σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει ανοιχτές φαρέτρες που κρατούσαν τα βέλη χωριστά, προστατεύοντάς τα και κάνοντάς τα εύκολα προσβάσιμα στον Tοξότη. Πενήντα βέλη μπορούσαν να περιέχονται μέσα σε αυτές τις ανοιχτές φαρέτρες, μέχρι που, τελικώς, αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερες, καλυμμένες "βελοθήκες" (yazutsu ή yatsubo) στις οποίες φέρονταν λιγότερα βέλη. Αυτές οι κλειστές φαρέτρες, σε σχήμα κιβωτίου, κρατούσαν τα βέλη καλά προστατευμένα από τις καιρικές συνθήκες, αλλά ήταν άβολες όταν χρειαζόταν να εξαπολυθεί γρήγορη βολή. Παρά ταύτα, ακόμη κι αν τα φτερά χαλάρωναν αν τα βέλη δεν ήταν καλά στερεωμένα, οι κλειστές φαρέτρες θεωρούνταν πιο βολικές από τους έφιππους Τοξότες, επειδή, όπως εξηγεί ο Jonas, τα βέλη προστατεύονταν καλύτερα κατά τη διάρκεια δύσκολων μαχών (συχνά σε ανώμαλο ή επικίνδυνο έδαφος) και υπό όλες τις καιρικές συνθήκες.

Μεταξύ των φαρετρών της δεύτερης κατηγορίας, η αρχαία διδασκαλία της Τοξοβολίας μνημονεύει την μεγάλη και αρχαία dohyo-yari, τη χαρακτηριστική utsubo, που συνήθως ήταν καλυμμένη με γούνα, καθώς και την παράξενα σχηματισμένη tsubo-yamagui.

Ανάμεσα στις τελετουργικές φαρέτρες, η πιο κοινή που βρέθηκε σε ναούς μοιάζει με μία "πολυθρόνα" με πολύ ψηλή πλάτη και κοντό πόδι, επάνω στο οποίο τα βέλη στερεώνονταν με λουριά, όπως στη kari-yebira (φαρέτρα κυνηγιού). Αυτές οι φαρέτρες χωρούσαν από δύο έως τρεις δωδεκάδες βέλη και φαίνεται ότι τοποθετούνταν στο έδαφος· άλλες φαρέτρες, που φέρονταν στην πλάτη, είχαν κωνικό ή τετραγωνικό σχήμα, συχνά λουστραρισμένες και διακοσμημένες.


Οι φαρέτρες της πρώτης κατηγορίας, δηλαδή του ανοικτού τύπου, όπως η κοινή kari-ebira, ήσαν «κάτι περισσότερο από ένα πλαίσιο από μπαμπού, πολύ ελαφριές, στις οποίες τα βέλη στερεώνονταν με λουριά τυλιγμένα γύρω τους»(4). Αυτές οι φαρέτρες εχρησιμοποιούντο τόσο στο κυνήγι όσο και στον πόλεμο από τους πεζούς Bushi, ενώ εικάζεται ότι οι βαρύτεροι τύποι, είτε μεταφέρονταν από ανώτερο έφιππο Bushi είτε από τους υπηρέτες του.

Ο Τοξοποιός ή κατασκευαστής βελών (ya-haki) προσέφερε επίσης στον Bushi μεγάλη ποικιλία από βέλη (ya) των οποίων οι κορμοί (yagara) είχαν διάφορα μήκη, με αιχμές (yajiri) κάθε δυνατού σχήματος και υλικού, ανάλογα με τον σκοπό τους. Για παράδειγμα, στην Τοξοβολία επί στόχου, οι Bushi χρησιμοποιούσαν αμβλείες αιχμές (mato-ya) με ξύλινες, αχλαδόσχημες, κεφαλές (ki-hoko), οι οποίες χρησιμοποιούνταν επίσης στα περίφημα αυτοκρατορικά κυνήγια σκύλων (inuoi) και κυνοθηρίας (inuomono) που καθιερώθηκαν από τον Αυτοκράτορα Τόμπα τον 12ο αιώνα.


Άλλες ενδιαφέρουσες μορφές αιχμών ήταν εκείνες που υποτίθεται ότι προέρχονταν από τα κινεζικά «συρίζοντα» βέλη (hao-shi, ming-ti) που περιγράφει ο Laufer. Αυτές οι αιχμές είχαν διάτρητες κεφαλές σε σχήμα γογγυλιού (kabura-ya, hiniki-ya) «μέσα από τις οποίες ο αέρας περνούσε παράγοντας έναν σφυριχτό ήχο ενώ μερικές έφεραν ειδική μεταλλική ενίσχυση κεφαλής»(3). Ο ήχος (hyago) που παρήγετο από αυτά τα συριστικά βέλη (hikime, meiteki) ήταν ιδιαιτέρως έντονος και ευκρινής αναδεικνύοντάς τα χρήσιμα για σηματοδοσία. Μερικές φορές ετοποθετείτο μια ειδική μεταλλική κεφαλή εκρηκτικού τύπου η οποία μετέτρεπε τα βέλη αυτά σε ρουκέτες (hi ya) κατάλληλες για επιθέσεις εναντίον οχυρώσεων.

Ο χάλυβας, υψηλής σκληρότηος, ήταν το κύριο υλικό που προοριζόταν για την κατασκευή τόσο των κυνηγετικών όσο και των πολεμικών αιχμών βελών, αλλά κανείς ακόμη δεν έχει καταφέρει να τις ταξινομήσει όλες, εξαιτίας της τεράστιας ποικιλίας σχημάτων και μεγεθών που επινοήθηκαν από τις γενιές των κατασκευαστών τους Ya Haki. Οι κύριες υποδιαιρέσεις, όπως επισημαίνει ο Gilbertson, φαίνεται να ήταν οι yanagi-ba ή βέλη «φύλλου ιτιάς», τα togari-ya ή μυτερά βέλη, τα karimata, δηλαδή διχαλωτά ή με δύο αιχμές, και τα watakusi, βέλη «σχισίματος σάρκας» ή με αγκίστρια. Αυτές οι κατηγορίες, ωστόσο, υποδιαιρούνταν σε πολυάριθμες παραλλαγές(4). Φωτογραφίες ή σχέδια αυτών των αιχμών βελών που διασώζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές δίνουν μόνο μια γενική ιδέα για την τεράστια ποικιλία τους, καθεμία από τις οποίες, στην εξαιρετικά εξειδικευμένη κοινωνία της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, είχε έναν συγκεκριμένο σκοπό. Το γεγονός ότι τα αιχμηρά βέλη που ήταν επιδέξια σχεδιασμένα μπορούσαν να διαπεράσουν ακόμη και σιδερένιες πλάκες και αυτό αποδεικνύεται, αφενός, από την ευκολία με την οποία ένας Ιάπωνας Τοξότης κάρφωσε κορεατική ασπίδα για να την προσφέρει δώρο στον αυτοκράτορα και, αφετέρου, από τη δομή και σύνθεση της πανοπλίας που φορούσαν οι bushi, οι οποίοι έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τη φονικότητα των βελών του αντιπάλου. Η Ιαπωνική Τοξοβολία, ως επιστήμη αλλά και ως τέχνη, χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο, σε τελετουργικές ιεροτελεστίες και σε αθλήματα, ενώ στο υψηλότερο επίπεδο αποτελούσε πειθαρχία συντονισμένης ολοκληρώσεως του Τοξότη. Για τον Bushi, οι λέξεις «πόλεμος» και «τόξο με βέλος» (yunda-ya) ήταν σχεδόν συνώνυμες. Οι άντρες μιλούσαν για τον Χατσιμάν, τον Θεό των Μαχών (Asyumi-Ya No Hachiman), ενώ το αριστερό χέρι ονομαζόταν yunde (yumi-no te ή «χέρι του Tόξου»), όρος που έδωσε και την κοινή ονομασία για τον «στρατιώτη» ως «φορέα του Tόξου»(1). Στο πεδίο της μάχης, η Tοξοβολία ησκείτο κυρίως είτε από Iππείς είτε από πεζούς, σε σχηματισμούς γραμμών Tοξοτών. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η Έφιππη Τοξοβολία εθεωρείτο η πιο αρχαία μέθοδος, που ανάγεται στις ηρωικές εποχές εκείνων που, σύμφωνα με τις Ιαπωνικές παραδόσεις, διαμόρφωσαν την πρώιμη ιστορία της χώρας. Μάλιστα, εθεωρείτο πιο αριστοκρατικό αν τα βέλη του Ιππέως, απλώς, έπλητταν τον εχθρό και ο πολεμιστής συνήθως δεν αφίππευε για να δώσει το τελικό χτύπημα, εκτός αν ο αντίπαλος ήταν ίσης κοινωνικής τάξης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πεζοί στρατιώτες του αναλάμβαναν τέτοιες λεπτομέρειες.

Πρόσωπα υψηλών τάξεων είχαν εδραιώσει την φήμη τους ως δεινοί Τοξότες, ήδη, από τις πρώτες καταγεγραμμένες περιόδους της Ιαπωνικής ιστορίας, επιδεικνύοντας υψηλές τεχνικές και μεθόδους χειρισμού των Τόξων τους. Όταν η οικογένεια Mononobe καταστράφηκε τελικά από τη φατρία Soga, ο Yorozu, υποτελής των Mononobe, αρνήθηκε να παραδοθεί και κατέφυγε σε φυλάκιο στο Naniwa. Καταδιωκόμενος από τους Τοξότες των Soga, κρύφτηκε σε δάσος μπαμπού και κράτησε τους διώκτες του σε απόσταση με μια σειρά τεχνασμάτων, όπως το δέσιμο κλαδιών μπαμπού με σπάγκους για να δημιουργεί κινήσεις και ψεύτικες εντυπώσεις, παρασύροντας τα βέλη των εχθρών σε λάθος κατεύθυνση, ενώ ο ίδιος συνέχιζε να σπέρνει θάνατο και πανικό. Τελικώς, τραυματισμένος στο γόνατο, ανέβηκε σε έναν λόφο και εξακολουθούσε να εξαπολύει τα βέλη του μέχρι το τέλος, πριν ρίξει το σπαθί του στο έδαφος και τρυπήσει τον ίδιο του τον λαιμό με ένα στιλέτο.(9)


Κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα, η Έφιππη Τοξοβολία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση της απόπειρας εισβολής της Ιαπωνίας από τις μογγολικές ορδές του Κουμπλάι Χαν, οι οποίες φημίζονταν για την ακριβή και λυσσαλέα χρήση της βαλλιστρίδας. Αυτή η ευέλικτη και εξαιρετικά ατομική μορφή Τοξοβολίας αποτέλεσε επίσης καθοριστικό παράγοντα στους αγώνες πολιτικής επικράτησης που διεξήγαγαν οι μεγάλες φατρίες της Ιαπωνίας ( Taira και Minamoto) από το 1180 έως το 1185. Η επική λογοτεχνία μνημονεύει τον Nasu-no-Yoichi, έναν πολεμιστή της οικογένειας Minamoto, ο οποίος, όταν προκλήθηκε, εξαπέλυσε βέλος από την ακτή της Yashima και πέτυχε να χτυπήσει από μακριά το βασιλικό έμβλημα που βρισκόταν στην κορυφή του καταρτιού ενός εχθρικού πλοίου. Άλλα ονόματα σπουδαίων Τοξοτών αναφέρονται στα χρονικά και σε χειρόγραφα αναφορικώς με την Τοξοβολία. Ο Yoshiie, της οικογένειας Minamoto (πρόγονος του Γιοριτόμο, ιδρυτή του στρατιωτικού φεουδαλικού συστήματος Καμακούρα), αναγνωρίστηκε επισήμως ως Hachiman Taro («πρωτότοκος του Hachiman, του Θεού του Πολέμου») για τα κατορθώματά του σε συγκρούσεις με τους ιθαγενείς του Βορρά. Κατείχε μόνιμη θέση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, όπου η παρουσία του διασφάλιζε ότι η ησυχία του αυτοκράτορα θα παρέμενε αδιατάρακτη. Λέγεται επίσης ότι ο Tαμετόμο, άλλος θείος του Yoritomo, χρησιμοποιούσε τόσο ισχυρό τόξο ώστε μπορούσε να σκοτώσει δύο άνδρες με ένα μόνο βέλος, όπως έκανε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Hōgen (1156–58). Λέγεται ακόμη ότι πετύχαινε το κράνος του αδελφού του Γιοσιμότο στόχο του χωρίς να προκαλεί τραυματισμό. Όταν αυτός ο ακατάβλητος πολεμιστής συνελήφθη, εξουδετερώθηκε αφαιρώντας του έναν τένοντα από το δεξί του χέρι και, κατόπιν, στάλθηκε εξόριστος στο νησί Οσίμα. Η παράδοση αναφέρει ότι, αν και είχε ακρωτηριαστεί ώστε να του είναι αδύνατον να τεντώσει Τόξο, αυτός εν συνεχεία ανέπτυξε μια νέα και εξίσου θανατηφόρα μέθοδο για να εξακολουθεί να εκτοξεύει τα θανατηφόρα βέλη του.


Ο Τατεμπίτο μνημονεύεται στα επίσημα αρχεία ως ο Τοξότης που εκτόξευσε βέλος διαπερνώντας την πρώτη σιδερένια ασπίδα που παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα Nintoku από Κορεάτη απεσταλμένο, λαμβάνοντας τον τίτλο "Ikuba" (στόχος) μετά την επιτυχία αυτού του κατορθώματος(1). Ο Ασαμούρα, Τοξότης στην υπηρεσία του Γιοριτσούνε τον 13ο αιώνα, κατάφερε να ανακτήσει ένα πολύτιμο κατοικίδιο πτηνό εκτοξεύοντας βέλος χωρίς να το σκοτώσει· και ο Μουτσούρου, βασιλικός Τοξότης στην αυλή του αυτοκράτορα Τόμπα (1108–1123), χρησιμοποίησε διχαλωτό βέλος για να κόψει τα πόδια ενός ψαραετού που κρατούσε ψάρι μόλις πιασμένο από τη βασιλική λίμνη, σώζοντας έτσι το ψάρι χωρίς να παραβιάσει τη βουδιστική εντολή κατά της αφαίρεσης ζωής εντός αυτοκρατορικών εδαφών(1). Ο Σιγκέουτζι, ένας από τους καπετάνιους που ακολούθησαν τον Νίττα Γιοσιζάντα εναντίον του στρατού του Ασικάγκα Τακαουτζί στο Χιόγκο, εκτόξευσε επίσης βέλος σε ψαραετό που πετούσε πάνω από εχθρικές δυνάμεις. Όταν θαυμαστές του ζήτησαν το όνομά του, ο Σιγκέουτζι έστειλε βέλος επάνω στο οποίο το είχε γράψει, καρφώνοντάς το σε εχθρικό πύργο (και στον φρουρό του) από απόσταση 360 βημάτων.


Ο Brinkley αναφέρεται σε «αξιόπιστες» πηγές σχετικά με την ακρίβεια της Ιαπωνικής Τοξοβολίας, και καταγράφει τα ονόματα των Wada Daihachi και Tsuruta Masatoki. Στο Κιότο, ο πρώτος εκτόξευσε 8.133 βέλη από το ένα άκρο του ναού Sanjusangen-do (Αίθουσα των Τριάντα Τριών Στύλων) έως το άλλο, το 1686.
Η απόσταση μεταξύ τόξου και στόχου ήταν περίπου 128 γιάρδες και το κατόρθωμα περιλάμβανε ρυθμό πέντε βελών το λεπτό, από την ανατολή ως τη δύση, για είκοσι τέσσερις συνεχείς ώρες. Ο Masatoki, Τοξότης στην υπηρεσία του φεουδάρχη του Σακάι, εκτόξευσε 10.050 βέλη (εκ των οποίων 5.383 χτύπησαν το κέντρο του στόχου) στις 19 Μαΐου 1852, στον Sanjusangen-Do του Έντο, μέσα σε είκοσι ώρες αδιάκοπης Τοξοβολίας, με μέσο όρο εννέα βελών ανά λεπτό.

Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, η Τοξοβολία ασκήθηκε σε ευρύτερη, δημοφιλή, κλίμακα, καθώς συμπαγείς ομάδες Τοξοτών παρήγαγαν ένα συνεχές ρεύμα τοξεύσεων, εναλλάσσοντας βολές γραμμή προς γραμμή, ενώ προχωρούσαν ασταμάτητα προς τον εχθρό. Πολλοί γενναίοι έπεσαν κάτω από πυκνά κύματα των εχθρικών βελών αφού προχώρησαν πέρα από τις δικές τους γραμμές εξαπολύοντας επιθέσεις κατά των Μογγόλων. Οι ευφυείς πολεμιστές bushi εκινούντο για να προκαλέσουν σε σύγκρουση τους αντιπάλους τους μόνο όταν οι δικοί τους Τοξότες είχαν αποδυναμώσει την δύναμη πυρός του εχθρού, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες επιτυχίας σε λογική απόσταση. Όπως είχε ήδη αναφερθεί, η εμφάνιση των πυροβόλων όπλων και η χρήση τους σε ευρεία κλίμακα περιόρισε τη στρατηγική σημασία του Τόξου στο πεδίο μάχης, αλλά το διατήρησε άθικτο (και συχνά μεγεθυμένο) ως εθνικό κειμήλιο.


Η τελετουργική Τοξοβολία αναπτύχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη στρατιωτική χρήση του τόξου. Οι ιερές τελετές που τιμούσαν την ίδρυση του Ιαπωνικού έθνους (αναφερόμενες ήδη από την εποχή του αυτοκράτορος Seinei το 483 μ.χ.χ.) περιλάμβαναν αριστοκρατικούς αγώνες δεξιοτεχνίας στο ιερό πλαίσιο των ναών του Σίντο. Η παράδοσή τους διατηρείται ακόμη και σήμερα στα πολύχρωμα δρώμενα Yabusame, που τελούνται κάθε Σεπτέμβριο στην Καμακούρα και το Τόκιο, συνδέοντας άμεσα το Τόξο με την απαρχή της φυλής Yamato. Άλλες τελετουργικές χρήσεις του Τόξου και του βέλους βρίσκονται στους εορτασμούς του Νέου Έτους (harai). Αυτές οι επίσημες επιδείξεις ισχύος θεωρείται ότι προέρχονται από τους αυτοκρατορικούς αγώνες της πέμπτης δυναστείας και ετελούντο κάθε χρόνο κατά την περίοδο Νάρα και Χεϊάν. Εξίσου διάσημη είναι η τελετουργία τεντώματος της χορδής (nuigen), της οποίας οι δονήσεις θεωρούνται καλός οιωνός για ένα νεογέννητο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Άλλες γνωστές τελετές περιλαμβάνουν το Hikime, όπου το διάτρητο βέλος που παράγει σφυριχτό ήχο εκτοξεύεται για να καλωσορίσει ένα νεογέννητο (Tanjo-Hikinu) ή για να αποδιώξει κακά πνεύματα ή ασθένειες (Yagoshi-Hikime). Τέλος, το Τόξο έκανε την εμφάνισή του με την αρχαϊκή σημασία του ακόμη και στην τελετή του Seppuku κατά την περίοδο πριν από την Αποκατάσταση Meiji. Σύμφωνα με την περιγραφή του Satow στο "Diplomat in Japan", αφού η πράξη είχε ολοκληρωθεί και το σώμα του πολεμιστή κείτονταν νεκρό, αφαιρείτο το εγχειρίδιο και έπειτα ένας αξιωματούχος προχωρούσε, κρατώντας Τόξο, για να λάβει τις καταθέσεις των επίσημων μαρτύρων(10). Το Τόξο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται συμβολικά μέχρι και σήμερα, για παράδειγμα, στο κλείσιμο αγώνων σούμο. Αυτή η τελετή, που προέρχεται από την περίοδο Έντο, σήμαινε το τέλος του τουρνουά· ένα πολύτιμο Τόξο δινόταν στον νικητή παλαιστή, ο οποίος το περιέστρεφε επιδεικτικώς σε τελετή που ονομάζεται yumitori-shiki.

Πέρα όμως από την τελετουργική και πολεμική χρήση, το Τόξο και το βέλος αποτέλεσαν όργανα ολοκληρώσεως και συντονισμού της προσωπικότητος του Τοξότη σε επίπεδο σωματικό, πνευματικό και, τελικώς, ψυχικό, στο πλέον δύσκολο και πολύπλοκο στάδιο. Η Ιαπωνική Τοξοβολία, το kyudo, βασίζεται στις φιλοσοφικές αρχές του Tαοϊσμού και του Βουδισμού ερμηνευμένες με ιδιαίτερο τρόπο και προσαρμοσμένες στη ιαπωνική νοοτροπία από τις εσωτερικές σχολές του Ζεν, που η στρατιωτική τάξη αποδέχτηκε ανεπιφυλάκτως.Το Ζεν, όπως θα δούμε αργότερα, πρόσφερε αυτό το δόγμα ολοκληρώσεως και συντονισμού με διάφορες βαθύτερες τεχνικές και ασκήσεις εσωτερικής, κοιλιακής αναπνοής και αυτοσυγκεντρώσεως, που σταθεροποιούν το νου και εξασφαλίζουν τον απόλυτο έλεγχο κάθε κινήσεως, επιτρέποντας έτσι στον Τοξότη τον διαρκή έλεγχο ως προς τον έλεγχο του Τόξου, τον στοχασμό και την διατήρηση της τροχιάς του βέλους με κατάληξη την ευστοχία. Τέλος, το kyudo παρείχε στους αφοσιωμένους μαθητές του ποικιλία κινήτρων, αναλόγως των προσδοκιών ενός εκάστου· μπορούσε να χρησιμεύσει ως άσκηση φυσικού συντονισμού, πειθαρχία νοητικού ελέγχου, φιλοσοφία ισορροπίας, ή και ως σύνθεση όλων αυτών.

Η εξάσκηση στο Kyudo, όπως εκτελείται ακόμη και σήμερα με παραδοσιακή ενδυμασία, βασίζεται στη χρήση του μακρού Τόξου ενάντια σε τρεις βασικούς τύπους στόχων: τον στόχο δεκατεσσάρων ιντσών, τον στόχο τριάντα δύο ιντσών (Hammato) ή τον στόχο εξήντα τεσσάρων ιντσών (O-Mato). Η απόσταση μπορεί να κυμαίνεται από 85 πόδια στην κοντινή τόξευση (Chikamatto) έως 180 πόδια ή περισσότερο στη μακρινή τόξευση (Enteki), καθώς και στην βολή μεγάλης τροχιάς (Inagashi) όπου ο στόχος απομακρύνεται. Εκλεπτυσμένες τεχνικές (μικρά κεριά, στενές λωρίδες χαρτιού, θυρεοί κ.ά.) χρησιμοποιούνται επίσης από έμπειρους δασκάλους της Τοξοβολίας, ακολουθώντας αρχαίες Παραδόσεις Τοξοτών οι οποίοι μπορούσαν να πετύχουν τέτοιους στόχους κάτω από τις πιο απαιτητικές συνθήκες — ακόμη και σε ημίφως ή απόλυτο σκοτάδι ή ακόμη και με δεμένα μάτια.

Στους αρχαίους χρόνους, ήταν η καθαρότητα της εκτελέσεως, η χάρη και ο έλεγχος του Τόξου (όπως έδειχνε ολόκληρη η εικόνα του Τοξότη) που αντιπροσώπευαν το κύριο, ουσιώδες πεδίο του Κyudo, δηλαδή την επίτευξη του επιθυμητού συντονισμού. Η εξάσκηση με το όπλο καθορίζονταν με ακρίβεια και τελετουργικώς, ενσωματωμένη σε αλληλουχίες ρευστών κινήσεων και χειρισμών, καθεμία πλήρης και αυτοτελώς κθοριζόμενη, ενώ, συγχρόνως οδηγούσε αρμονικώς προς την επόμενη κίνηση. Τα βασικά σημεία που διακρίνονται ακόμη και σήμερα στις μεγάλες Σχολές του Κyudo είναι: η στάση (Αshibumi) σε πλήρη ισορροπία· η κοιλιακή επικέντρωση και αναπνοή (Dozukuri)· η εγκαθίδρυση του βέλους (Υugame)· η ανύψωση του τόξου με την έλξη του βέλους (Uchiokoshi)· η καταβίβαση του Τόξου με την έλξη της χορδής (Ηikawake)· η ολοκλήρωση της έλξεως της χορδής, με το βέλος διευθετημένο προς την γραμμή σκοπεύσεως και στο ύψος του στόματος (Κai)· η απελευθέρωση (Ηanare)· και η τελική φάση (Ζanshin) της παρακολουθήσεως της τροχιάς του βέλους, με τα χέρια τεντωμένα σε αντίθετες εκτάσεις. Η πλήρης εξάσκηση απαιτεί μια τυπική ακολουθία (Κata) που επαναλαμβάνεται σε πλήρη συντονισμό, ξανά και ξανά. Ηρεμία, πνευματική σταθερότητα, πλήρης εκτόνωση της ενέργειας είναι οι κύριοι στόχοι. Το να πετύχει κανείς τον στόχο, αν και σημαντικό, δεν αποτελούσε τον κύριο σκοπό της τέχνης, όπως τόνιζαν πολλοί παλιοί δάσκαλοι. Πίστευαν ότι η ακρίβεια θα προέκυπτε αναπόφευκτα από τον συντονισμένο έλεγχο και την επαναλαμβανόμενη τελειοποίηση της εξασκήσεως.

Η Τοξοβολία Κyudo εξασκείται εκτενώς σήμερα στην Ιαπωνία και στο εξωτερικό, σύμφωνα με τα στυλ που διεμόρφωσαν και ακολουθούν παραδοσιακές Σχολές όπως οι Takeda, Shigo, Ogasawara, Hioki και Nichioku, οι οποίες κατάγονται από ακόμη Σχολές όπως, μεταξύ άλλων, Nihon, Kajima και Soken. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι το παραδοσιακό δόγμα του Kyudo επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από τα δυτικά στυλ Τοξοβολίας, τα οποία δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο τελικό στοχαστικό αποτέλεσμα (παραβλέποντας το τελετουργικό μέρος). Κατά συνέπεια, το Κyudo γίνεται πιο ανταγωνιστικό, όπως θα μπορούσε να αναμένεται σε ένα άθλημα αθλητικής και όχι πολεμικής διαστάσεως. Το αποτέλεσμα είναι η υποταγή της εσωτερικότητος του Kyudo στην εξωτερικότητα της αθλητικής Τοξοβολίας όπως αυτή προσεγγίζεται από τους Δυτικούς με συνέπεια τον παραμερισμό των εσωτεριστικών ιδανικών της αναπτύξεως του πνεύματος στους εξωτερικούς παράγοντες μιας μηχανιστικής τεχνικής την οποία ενδιαφέρει μόνον η ανταγωνιστική ευστοχία.

Βιβλιογραφικές παραπομπές:

1. Βrinkley, Captain F. "JAPAN", 1902
2. Lidstone R. A. "AN INTRODUCTION TO KENDO", 1964
3. Stone George Cameron "A GLOSSARY OF THE CONSTRUCTION, DECORATION
AND USE OF ARMS AND ARMOR", 1961
4. Gilberston Edward "JAPANESE ARCHERY AND ARCHERS" 1895
5. Kaigo Tokiomi "JAPANESE EDUCATION, ITS PAST AND PRESENT" 1968
6. Scidmore, Eliza R. "THE JAPANESE YANO-NE", 1901
7. Greey Edward, "THE BEAR WORSHIPERS OF YEDO", 1874
8. Ηarrison E. J. "THE FIGHTING SPIRIT OF JAPAN", χ.χ.
9. Τsunoda Ryusaku; de Bary, William Theodore; and Keene, Donald;comps.
and eds. "SOURCES OF JAPANESE TRADITION", 1959
10. Μaloney James Clark "UNDERSTANDING THE JAPANESE MIND", 1954



Για την ακεραίωση της "εικόνος" της Ιαπωνικής Τοξοβολίας θα ανασύρουμε δύο αποτμήματα από παλαιότερες, έγκυρες, πηγές οι οποίες, όχι μόνον προσδίδουν το "χρώμα" μιας εποχής για το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο αλλά και επιπροσθέτουν σημαντικές πληροφορίες. Ας τις προσέξουμε:




Kyū-jutsu ή τοξοβολία που έχει εξελιχθεί σε τέχνη. Κατά την εποχή των Σογκούν Ασικάγκα η Τοξοβολία έπαψε να εξασκείται εκτεταμένα, αλλά στο τέλος του 15ου αιώνος σημειώθηκε μεγάλη αναβίωση της τέχνης. Η αναβίωση αυτή οφείλετο στον Heki Masatsugu από το Γιαμάτο, ο οποίος ήταν τόσο επιδέξιος ώστε λεγόταν ότι ποτέ δεν αστοχούσε. Από τότε και σε όλη την περίοδο Τοκουγκάβα η Τοξοβολία ησκείτο ευρέως, παρά την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων. Όσοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν φήμη εξησκούντο στο να χτυπούν στόχο από τη μία άκρη του ναού Sanjū-Sangen-Dō στο Κιότο ως την άλλη. Ο ναός αυτός έχει μήκος 396 πόδια και η φήμη ενός δασκάλου-τοξότη ήταν ανάλογη της επιτυχίας του σε αυτή τη μακρινή βολή. Αργότερα ανηγέρθη άλλος ναός, ο Sanjū-Sangen-Dō στο Φουκαγκάουα του Έντο, όπου οι Tοξότες κατέφευγαν για παρόμοια άσκηση. Πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι στα τελευταία χρόνια της περιόδου Τοκουγκάβα τα τόξα και τα βέλη έχασαν μεγάλο μέρος της αξίας τους ως πολεμικά όπλα, εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσεως πυροβόλων όπλων. Η άσκηση διατηρήθηκε κυρίως ως μία κομψή στρατιωτική τέχνη.





Τοξοβολία (Kyūdō, Kyūjutsu).

Ήδη, σε προϊστορικούς χρόνους οι κάτοικοι των ιαπωνικών νησιών χρησιμοποιούσαν τόξο (Yumi) και βέλος (ya). Οι αιχμές των βελών κατασκευάζονταν από πυρόλιθο, όπως αποδεικνύουν πολυάριθμα ευρήματα. Εντυπωσιακό είναι ότι τα βέλη με λίθινες αιχμές συμφωνούν σε σχήμα και μέγεθος με εκείνα που βρέθηκαν στη Γαλλία και το Βέλγιο από την Λιθίνη Εποχή.

Πριν από την εισαγωγή των πυροβόλων (1542), στην Ιαπωνία η χρήση του τόξου μαζί με λόγχη και σπαθί ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε το αριστερό χέρι λεγόταν απλά «χειρ του τόξου» (yunde). Το συνηθισμένο τόξο είχε μήκος 1,80 έως 2,20 μέτρα και απετελείτο από πολλές λωρίδες ξύλου και μπαμπού, που ενώνονταν γερά με ταινίες από κάνναβη. Υπήρχαν και τόξα τόσο μεγάλα ώστε έπρεπε να τα χειρίζονται δύο τοξότες. Υπήρχαν όμως και μικρότερα τόξα μήκους 1 έως 1,50 μ., κατασκευασμένα από κέρατο ή ψαροκόκαλο.


Ιδιαίτερο γνώρισμα κάθε ιαπωνικού Tόξου είναι ότι το άνοιγμα της χορδής του δεν βρίσκεται στο μέσον, αλλά στο κατώτερο τρίτο του μήκους του. Τα παλαιότερα Tόξα ήσαν απλά και χωρίς διακόσμηση· αργότερα βερνικώνονταν και στολίζονταν. Στις συλλογές σήμερα συναντά κανείς συχνά «τόξα εξασκήσεως», που εξακολουθούν να κατασκευάζονται με εξαιρετική δεξιοτεχνία.

Το συνηθισμένο βέλος έχει σήμερα μήκος 0,75 έως 1,00 μ. Ο κορμός του (ya-no-take) είναι από ξύλο ή μπαμπού. Το πίσω άκρο του, μήκους περίπου 15 εκ., έφερε τρεις σειρές φτερών αετού ή γύπα και συχνά ετοποθετείτο επάνω του το όνομα του τοξότη, ώστε να γνωρίζουν ποιος είχε πετύχει τον στόχο. Οι αιχμές από χάλυβα κατασκευάζονταν κυρίως στο Κιότο, στο Κάγκα και στο Έτσίζεν και είχαν διάφορα σχήματα και μεγέθη· συνήθως μήκος δώδεκα εκατοστών και πλάτος οκτώ εκατοστών. Εχρησιμοποιούντο, επίσης, αιχμές που έφεραν τρύπες για πυροτεχνικές γομώσεις, ώστε το βέλος να εκτοξεύει σπίθες ή και να εκρήγνυται.

Οι Ιάπωνες Tοξότες έφεραν μαζί τους 20 έως 25 βέλη μέσα στη φαρέτρα (ebira). Λέγεται ότι ο θεός Amaterasu εφοδίασε τον Ninongi για τη μάχη εναντίον του αδελφού του Susano με μία φαρέτρα χιλίων και μία πεντακοσίων βελών. Στο Ninhon υπάρχει επίσης ένας ειδικός προστατευτικός θώρακας για την πλάτη (τόμο). Οι Ιάπωνες είχαν εκπληκτική ακρίβεια· το 1686 ο Wada Daihachirō στο ναό Sangendō στο Κιότο εκτόξευσε σε 24 ώρες 8133 βέλη, με μέσο όρο πάνω από πέντε το λεπτό, ενώ η απόσταση του στόχου έφτανε τα 120 μέτρα.

Η τέχνη της Tοξοβολίας καλλιεργείται με ζήλο, διδάσκεται σε σχολές και θεωρείται σημαντικό στοιχείο εκπαίδευσης.


H ΣΧΟΛΗ OGASAWARA-RYU


Κάθε αναφορά στην Ιαπωνική Παραδοσιακή Τοξοβολία θα ήταν ελλιπής χωρίς την διαμνημόνευση της Σχολής Ogasawara-ryū, ενός τελετουργικού επικέντρου Έφιππης και στατικής Τοξοβολίας αλλά και "ετικέτας", η οποία επί εννέα αιώνες συντηρεί αναλλοίωτες τις βάσεις της Ιαπωνικής Παραδόσεως στους συγκεκριμένους ιστορικούς πυλώνες της Ιαπωνικής κουλτούρας. Η Σχολή Ogasawara-ryū (小笠原流) είναι μία από τις αρχαιότερες Ιαπωνικές Σχολές που συνδυάζουν πολεμικές τέχνες και τελετουργία. Περιλαμβάνει την τέχνη της Ευπρεπείας ("Ετικέτα", Reihō), την Παραδοσιακή Τοξοβολία (Kyūjutsu), την Ιππασία (Bajutsu) και την Έφιππη Τοξοβολία (Yabusame). Η παράδοσή της ξεκινά από τον 12ο αιώνα και διατηρείται αδιάλειπτα έως σήμερα από την οικογένεια Ogasawara.


Ιστορικό – Γενεαλογία

Η Σχολή αποδίδεται στον Ogasawara Nagakiyo (12ος αιώνας), ο οποίος θεμελίωσε τις τελετουργικές βάσεις της πολεμικής συμπεριφοράς των Σαμουράι. Στους αιώνες που ακολούθησαν, η οικογένεια Ogasawara ανέλαβε τον ρόλο του επίσημου "δασκάλου" Εθιμοτυπίας και πολεμικών τεχνών στην αυλή των Σογκούν. Η Σχολή Ogasawara-ryū διατήρησε την παράδοση επί περισσότερα από 800 χρόνια.



Περιεχόμενο Διδασκαλίας

1. Reihō (Τελετουργική Ευπρέπεια, "Ετικέτα"): Διδασκαλία στάσεως, υποκλίσεως, καθισμάτων και τελετών.

2. Kyūjutsu (Τοξοβολία): Τεχνικές χρήσεως του Ιαπωνικού Τόξου (yumi), σε συνδυασμό με την ευπρέπεια.

3. Bajutsu & Yabusame (Ιππασία & Έφιππη Τοξοβολία): Τελετουργική Τοξοβολία πάνω από Ίππο, με αυστηρώς προκαθορισμένες κινήσεις και στάσεις.


Μεθοδολογία – Τελετουργία

Η διδασκαλία της Σχολής Ogasawara-ryū βασίζεται στην επαναλαμβανόμενη εκτέλεση τυποποιημένων κινήσεων μέχρι την αυτοματοποίηση της τελειότητός τους. Η τελετουργία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδεύσεως, ώστε κάθε μαχητικός χειρισμός να είναι, ταυτοχρόνως και πράξη ευπρεπείας.


Ενδυμασία – Εξοπλισμός

Οι ασκούμενοι φορούν παραδοσιακά ενδύματα Σαμουράι (kimono, hakama), ενώ στις τελετές Yabusame χρησιμοποιούνται εντυπωσιακές στολές με ιστορικά μοτίβα. Ο εξοπλισμός περιλαμβάνει το μακρύ Ιαπωνικό Τόξο (yumi), τα βέλη (ya), καθώς και ιππικό εξοπλισμό διακοσμημένο σύμφωνα με την Παράδοση.


Σημερινή Λειτουργία

Η Σχολή Ogasawara-ryū συνεχίζει να διδάσκεται στην σημερινή Ιαπωνία, με δημόσιες επιδείξεις σε ναούς και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η Σχολή προσφέρει σεμινάρια και διατηρεί συνεργασίες σε διεθνές επίπεδο. Οι πρακτικές της επηρεάζουν ακόμη και σύγχρονα εκπαιδευτικά και πολιτισμικά προγράμματα.



Πολιτισμική Σημασία

Η σημασία της Σχολής Ogasawara-ryū υπερβαίνει κατά πολύ τον χώρο των, απλώς, πολεμικών τεχνών. Η Σχολή συνδέεται με τη διαμόρφωση του κώδικος συμπεριφοράς των Σαμουράι, την διατήρηση παραδοσιακών τελετών και την καλλιέργεια μιας ηθικής που συνδυάζει την πειθαρχία με την αισθητική. Αποτελεί ζωντανό μνημείο της Ιαπωνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.


ΜΙΑ ΣΥΝΑΨΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Η Ιαπωνική Τοξοβολία, γνωστή ως Kyudo, είναι μια παραδοσιακή πολεμική τέχνη που συνδυάζει την τεχνική δεξιότητα με την πνευματική πειθαρχία. Οι ασκούμενοι στο Kyudo, οι kyudoka, στοχεύουν στην τελειοποίηση της μορφής και της τεχνικής τους, καλλιεργώντας παράλληλα την αυτοσυγκέντρωση και την αυτογνωσία τους.


Η ιστορία του Kyudo χρονολογείται από την περίοδο Heian (794-1185 μ.Χ.), όταν η Τοξοβολία ήταν μια κρίσιμη δεξιότητα για τους πολεμιστές Σαμουράι. Με την πάροδο του χρόνου, το Kyudo εξελίχθηκε σε μία ιδιαίτερη τέχνη που δίνει έμφαση στην ανάπτυξη του χαρακτήρος του Τοξότη. Η πρακτική είναι βαθιά ριζωμένη στον Σιντοϊσμό και στον Βουδισμό Ζεν, αντανακλώντας ολόκληρη την πολιτιστική κληρονομιά της Ιαπωνίας.


Η εκπαίδευση ενός Τοξότη Kyudo περιλαμβάνει την τελειοποίηση διαφόρων τεχνικών, όπως:

α. Στάση (kamae): Στάση και ισορροπία (όρθια).

β. Άνοιγμα χορδής (hikiwake): Έλξη της χορδής του τόξου
.

γ. Στόχευση (dōzuki): Ευθείαση του βέλους προς τον στόχο.

δ. Απελευθέρωση χορδής (hanare): Άφεση του βέλους.


Οι αγώνες Kyudo επικεντρώνονται στη φόρμα και στην τεχνική και όχι μόνο στην ευστοχία. Οι ασκούμενοι αγωνίζονται για "seisha seichū" (σωστή βολή, σωστό χτύπημα), δίνοντας έμφαση στην διαδικασία έναντι του αποτελέσματος. Οι πνευματικές πτυχές του Kyudo περιλαμβάνουν:

α. Συνειδητότητα:Εστίαση στην παρούσα στιγμή.

β. Πειθαρχία:Αυστηρή εκπαίδευση και αυτοέλεγχος.

γ. Διασύνδεση με τη φύση:Σεβασμό προς ττον φυσικό κόσμο.

Ο μοναδικός συνδυασμός σωματικών δεξιοτήτων και πνευματικής αναπτύξεως του Kyudo έχει γοητεύσει τους επαγγελματίες σε όλο τον κόσμο, προσφέροντας μια ολιστική προσέγγιση στην προσωπική ανάπτυξη.


Η εξέλιξη του Kyudo είναι στενά συνδεδεμένη με την τάξη των Σαμουράι της Ιαπωνίας. Αρχικά, η Τοξοβολία ήταν μια πρακτική δεξιότητα για τον πόλεμο, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μετατράπηκε σε μια πολεμική τέχνη που έδινε έμφαση στην πειθαρχία, στην αυτοσυγκέντρωση και στην αυτο-καλλιέργεια. Η πρακτική επηρεάστηκε από τον Βουδισμό Ζεν, ο οποίος έδινε έμφαση στην συνειδητότητα, τον διαλογισμό και την επιδίωξη της φωτίσεως.

Βασικές φιλοσοφικές έννοιες στο Kyudo περιλαμβάνουν:

α. Μunen muso: Μια κατάσταση του νου απαλλαγμένη από περισπασμούς και "εγώ".

β. Kokoro: Η καρδιά ή το πνεύμα, που περιλαμβάνει νοητικές και συναισθηματικές πτυχές.

γ. Zazen: Καθιστός διαλογισμός, που ασκείται σε ορισμένες Σχολές Kyudo.

Η Παν-Ιαπωνική Ομοσπονδία Kyudo (ANKF) προωθεί τυποποιημένες τεχνικές και αγώνες, διατηρώντας παραλλήλως τις παραδοσιακές πρακτικές. Η παγκόσμια εξάπλωση του Kyudo έχει οδηγήσει σε προσαρμογές και καινοτομίες, διατηρώντας ταυτοχρόνως τις βασικές της αρχές.

Μερικές αξιοσημείωτες πτυχές της εκπαιδεύσεως Kyudo περιλαμβάνουν:

α. Επανάληψη: Οι ασκούμενοι επαναλαμβάνουν τεχνικές χιλιάδες φορές για να αναπτύξουν μυϊκή μνήμη.

β. Μορφή έναντι λειτουργίας: Έμφαση στη σωστή μορφή και τεχνική έναντι του χτυπήματος του στόχου.

γ. Ψυχική προετοιμασία: Οι τοξότες προετοιμάζονται ψυχικώς για κάθε βολή.


Τεχνικές:

α. Kamae (Στάση)
: Σταθερή, ισορροπημένη στάση, με τα πόδια ανοιχτά στο "άνοιγμα" των ώμων.

β. Yumi (Τόξο) Χειρισμός: Σωστή λαβή, τοποθέτηση του τόξου και διαχείριση της χορδής.

γ. Hikiwake (Τράβηγμα): Ομαλό, ελεγχόμενο άνοιγμα της χορδής.

δ. Kai (Πλήρες Τράβηγμα): Σταθερή διατήρηση πλήρους ανοίγματος, εστίαση στη στόχευση και έλεγχος αναπνοής.

ε. Hanare (Απελευθέρωση): Ομαλή απελευθέρωση του βέλους.


Μέθοδοι Εκπαιδεύσεως:

α. Mato-Shaho: Τόξευση επί στόχων, εστίαση στην τεχνική και στην ευστοχία.

β. Enbusha: Στοχαστική εξάσκηση με έμφαση στη φόρμα και στον έλεγχο.

γ. Kihon Dosa: Βασικές ασκήσεις για την ανάπτυξη σωστής φόρμας και τεχνικής.


Αρχές Εκπαιδεύσεως:

α. Επανάληψη: Χιλιάδες επαναλήψεις για την ανάπτυξη μυϊκής μνήμης.

β. Σταδιακή Πρόοδος: Σταδιακή αύξηση της δυσκολίας και της πολυπλοκότητας.

γ. Εστίαση στη Φόρμα: Προτεραιότητα στη σωστή τεχνική έναντι του πλήγματος του στόχου.


Πνευματική Εκπαίδευση:

α. Διαλογισμός: Εξάσκηση στην συνειδητότητα και την εστίαση μέσω διαλογισμού.

β. Ασκήσεις Αναπνοής: Ανάπτυξη ελέγχου της αναπνοής για ηρεμία και συγκέντρωση.

γ. Οπτικοποίηση: Οπτικοποίηση των επιτυχημένων αποτελεσμάτων για την οικοδόμηση ψυχικής αυτοπεποιθήσεως.

Η εκπαίδευση στο Kyudo δίνει έμφαση στην ανάπτυξη τόσο των σωματικών όσο και των ψυχικών δεξιοτήτων. Οι ασκούμενοι επιδιώκουν την ισορροπία, την αρμονία και την αυτοβελτίωση.

Οι Σαμουράι Τοξότες, ή Kyudoka που εξασκούνται στην παραδοσιακή Ιαπωνική Τοξοβολία, φορούν συγκεκριμένη ενδυμασία για την εκπαίδευση και τις τελετές. Ακολουθεί μια επισκόπηση:


Παραδοσιακή Ενδυμασία:

α. Keikogi: Ένα παραδοσιακό ιαπωνικό σακάκι, συχνά φτιαγμένο από βαμβάκι ή μετάξι, που φοριέται για την εξάσκηση και τις τελετές.

β. Hakama: Διαιρούμενες φούστες ή παντελόνια, που παραδοσιακά φοριούνται από τους Σαμουράι, τα οποία βοηθούν στη διατήρηση της σωστής στάσεως και κινήσεως.

γ. Obi: Μια ζώνη που ασφαλίζει το keikogi και το hakama.

δ. Tabi: Παραδοσιακές ιαπωνικές κάλτσες, που συχνά φοριούνται με zori (σανδάλια) ή geta (ξύλινα τσόκαρα).

ε. Gake: Ειδικά γάντια, που μπορούν να φορεθούν για να προστατεύουν τα χέρια κατά το χειρισμό του τόξου.


Τελετουργική Ενδυμασία:

α. Kamishimo: Ένα επίσημο αμάνικο σακάκι που φοριέται πάνω από το keikogi για τελετές.

β. Haori: Ένα επίσημο σακάκι που φοριέται πάνω από το keikogi για ειδικές περιστάσεις.



Οικογενειακά Εμβλήματα:

Οι οικογένειες των Σαμουράι συχνά φορούσαν τα εμβλήματά τους στην ενδυμασία τους, υποδηλώνοντας την καταγωγή τους.


Στη σύγχρονη Πρακτική:

Στη σύγχρονη πρακτική του Kyudo, η ενδυμασία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη σχολή, το στυλ ή την περίσταση. Μερικοί ασκούμενοι φορούν παραδοσιακή ενδυμασία για τελετές και επίσημες εκδηλώσεις, ενώ άλλοι φορούν πιο μοντέρνες, απλοποιημένες εκδοχές για τακτική πρακτική.


Εθιμοτυπία:

α. Σεβασμός στο Τόξο: Το yumi (Τόξο) θεωρείται ιερό και οι ασκούμενοι δείχνουν σεβασμό υποκλινόμενοι σε αυτό.

β. Σεβασμός στον χώρο Dōjō: Οι ασκούμενοι εισέρχονται και εξέρχονται από το dōjō (χώρος εκπαιδεύσεως) με υπόκλιση, δείχνοντας σεβασμό προς την εγκατάσταση αλλά και στους παρόντες.

γ. Σχέση Εκπαιδευτή-μαθητή: Οι μαθητές δείχνουν σεβασμό στους Εκπαιδευτές τους με υποκλίσεις και ευγένεια γλώσσας.


Η υπόκλιση:

Η υπόκλιση (rei) εκτελείται για να δείξει σεβασμό, ευγνωμοσύνη ή συγγνώμη και υπάρχουν διαφορετικά είδη υποκλίσεων, όπως:

α. Shomen-ni-rei: Μια υπόκλιση προς τα εμπρός, που δείχνει σεβασμό στο dōjō ή τον Εκπαιδευτή.

β. Sensei-ni-rei: Μια υπόκλιση προς τον Εκπαιδευτή, που δείχνει σεβασμό και ευγνωμοσύνη.

γ. Otate-no-rei: Μια υπόκλιση στο τόξο, που δείχνει σεβασμό και φροντίδα.


Σημασία της Παραδοσιακής Ενδυμασίας:

α. Σεβασμός στην Παράδοση: Η χρήση παραδοσιακής ενδυμασίας δείχνει σεβασμό στην ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του Kyudo. Ενότητα και πειθαρχία: Η ομοιόμορφη ενδυμασία προάγει την ενότητα και την πειθαρχία μεταξύ των ασκούμενων.

β. Επικέντρωση στην πρακτική: Η παραδοσιακή ενδυμασία βοηθά τους ασκούμενους να επικεντρωθούν στην πρακτική και όχι στην ατομική έκφραση.

Στη σύγχρονη πρακτική, η εθιμοτυπία του Kyudo και οι διαδικασίες υπόκλισης ποικίλλουν ανάλογα με τη Σχολή ή το στυλ. Ωστόσο, οι βασικές αρχές του σεβασμού, της πειθαρχίας και της αυτοκαλλιέργειας παραμένουν βασικές στην πρακτική.


Φιλοσοφικές Πτυχές:

α. Συνειδητότητα: Το Kyudo δίνει έμφαση στην παρουσία στη στιγμή, εστιάζοντας στην τεχνική και την αναπνοή.

β. Πειθαρχία: Η αυστηρή εκπαίδευση καλλιεργεί την αυτοπειθαρχία, την υπομονή και την επιμονή.

γ. Αυτο-καλλιέργεια: Το Kyudo στοχεύει στην ανάπτυξη του χαρακτήρος του ασκούμενου, προωθώντας την αυτογνωσία και την προσωπική ανάπτυξη.

δ. Αρμονία με τη φύση: Το Kyudo ενθαρρύνει την εκτίμηση για τη φύση και την αλληλοσύνδεση όλων των πραγμάτων.


Οφέλη:

α. Σωματικά οφέλη: Βελτιωμένη στάση σώματος, ισορροπία και συντονισμός.

β. Ψυχικά οφέλη: Μειωμένο άγχος, αυξημένη εστίαση και πνευματική διαύγεια.

γ. Συναισθηματικά οφέλη: Καλλιεργημένη ηρεμία, αυτοπεποίθηση και αυτοπειθαρχία.

δ. Πνευματικά οφέλη: Σύνδεση με την παράδοση, τον πολιτισμό και τον εαυτό.


Σύγχρονες Εφαρμογές:

α. Ανακούφιση από το στρες: Η συνειδητότητα και η σωματική δραστηριότητα του Kyudo μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του στρες.

β. Εστίαση και αυτοσυγκέντρωση: Η έμφαση του Kyudo στην τεχνική και την πνευματική εστίαση μπορεί να βελτιώσει τη αυτοσυγκέντρωση.

γ. Προσωπική ανάπτυξη: Οι πτυχές αυτοκαλλιεργείας του Kyudo μπορούν να προωθήσουν την αυτογνωσία και την προσωπική ανάπτυξη.

δ. Οικοδόμηση κοινότητος: Οι λέσχες και τα σχολεία Kyudo παρέχουν ευκαιρίες για κοινωνική σύνδεση και οικοδόμηση κοινότητος.

Ο μοναδικός συνδυασμός σωματικής και πνευματικής πειθαρχίας του Kyudo, σε συνδυασμό με την πλούσια πολιτιστική του κληρονομιά, το καθιστά μια ικανοποιητική πρακτική για όσους αναζητούν προσωπική ανάπτυξη, ανακούφιση από το άγχος και μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό τους και τους άλλους.



Βιβλιογραφία:


本多利實 『弓道保存教授及演説主意(一名 弓矢手引)』
Honda Toshizane, Kyūdō hozon kyōju oyobi enzetsu shuyi (aka: Yumiyatebiki) — 1889.

本多利實 講述『弓学講義』(筆者 長谷部言人)
Honda Toshizane / Kyūgaku kōgi (lectures / notes) — 1900.

本多利實 『弓道大意』
Honda Toshizane, Kyūdō taii — 1902.

本多利實 一連 σειράς σχολίων/μεταγραφών (竹林派関連 — σειρά)
『竹林派射術目安の巻 註解』 — 1903.
『竹林派射学本書(五巻)註解』 — 1903.
(σειρά σχολίων/επιμελειών σε παραδοσιακά伝書).

本多利實 『射法正規』 — 1907. (κλασικό εγχειρίδιο για την τεχνική πρακτική).

本多利實 『射学要言』 — 1908.

本多利實 『弓学図解』 — 1908. (εικονογραφημένο εγχειρίδιο/διαγράμματα).

大日本弓術会 編/本多利實 συμμετοχή 『弓術講義録』 — 1909. (συλλογικό πρακτικό/λεξικό).

『日置流竹林派弓術書(東京帝國大學弓術部編)』 — 1908. (έκδοση τμήματος Τοκίο Imperial University).
一般財団法人 本多流生弓会

『尾州竹林派弓術書(東京帝國大學弓術部編)』 — 1917.
一般財団法人 本多流生弓会

生弓会/生弓斎系 組織 εκδόσεις, συλλογές και μεταγραφές που δημοσιεύτηκαν 1920s–1930s (π.χ. 竹林射法大意 1922, κ.ά.).
一般財団法人 本多流生弓会

Eugen Herrigel "ZEN IN DER KUNST DES BOGENSCHIESSENS", Ελλ. έκδ. 1979

Επιπλέον, παραδοσιακά 伝書 που κυκλοφόρησαν σε επιμέλειες/σημειώσεις έως 1945: πλήθος μικρών εκδόσεων/περιοδικών/χειρογράφων/μεταγραφών που καταγράφονται στο 弓道書総覧

Eκδόσεις χειρογράφων (densho):

弓道書総覧 (Kyūdō Sho Sōran), 編:入江康平, 出版:木立出版, 1985.12
Καταχωρημένο στην καταχώριση της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ιαπωνίας (NDL) ως «弓道書総覧 (弓道必携シリーズ)».
国立国会図書館サーチ(NDLサーチ)

Περιλαμβάνει δύο βασικές ενότητες: «重要文献写真編» (φωτογραφίες σημαντικών εγγράφων) και «文献目録編» (κατάλογος βιβλιογραφικών έργων).
国立国会図書館サーチ(NDLサーチ)

Είναι επομένως ασφαλές ότι αυτός ο κατάλογος καλύπτει έργα του kyūdō / 弓道 ως βιβλιογραφικό σύνολο, αλλά δεν είναι πρωτότυπο densho — είναι έργο μετά την περίοδο σου (1985) που καταγράφει παλαιές εκδόσεις.

射法正規 (Shahō seiki), 本多利實, 1907

Επίσης αναφέρονται και άλλα έργα όπως 射学要言 (1908) και 弓学図解 (1908) ως έργα του ιδίου.

弓道, 竹内尉 著, 出版 健文社, 昭和3
Βιβλίο με τίτλο «弓道» (Kyūdō) από τον συγγραφέα 竹内尉, εκδοθείς το Showa 3 (δηλαδή 1928). Καταχωρημένο στην NDL με αριθμό βιβλιογραφίας και στοιχείων: 322 σελίδες, τίτλος, εκδότης.
国立国会図書館サーチ(NDLサーチ)

Αυτό δείχνει πως έργα με τίτλο «弓道» υπήρχαν ως τυπωμένα στις αρχές Showa.

Πολύ σημαντικό έργο, τέλος, είναι η έκδοση "KYUDO, The Essence and Practice of Japanese Archery" Hideharu Onuma με τους Dan και Jackie DeProspero, 1992.


"Οποιοσδήποτε υπηρετεί το Kyudo προτιμά να ευστοχεί παρά να αστοχεί ' προτιμά να πλήττει τον στόχο παρά να αποτυγχάνει. Όμως, επειδή ο στόχος είναι απλώς χαρτί και ξύλο και το Ιαπωνικό Τόξο δεν χρησιμοποιείται, πια, για κυνήγι ή για πόλεμο, ένα απλό πλήγμα επί του στόχου φαίνεται ως κάτι χωρίς σημασία. Το Kyudo αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα ενθαρρύνοντάς μας να δούμε τον στόχο ως αντανάκλαση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών μας ώστε η τόξευση να αποτελεί μια δράση προς την κατεύθυνση της ανακαλύψεως των ορίων μας. Αυτή η προοπτική το μαχητικό αίσθημά μας προς μία θετικήν αξιοποίηση και δίνει ένα βαθύτερο νόημα στην τόξευση του βέλους μας. Ίσως κάποτε πλήττουμε τον στόχο αλλά αστοχούμε έναντι του εαυτού μας, ενώ αντιθέτως, άλλες φορές ευστοχούμε επί του εαυτού μας αλλά αποτυγχάνουμε να πλήξουμε τον στόχο. Ο σκοπός μας είναι να ευστοχούμε ταυτοχρόνως επί του στόχου και του εαυτού μας, ελπίζοντας ότι ο ήχος της τροχιάς του βέλους μας, ο συριγμός του, θα μας κρατά αφυπνισμένους απέναντι σ΄ εκείνο που λέγεται "όνειρο ζωής" επιτρέποντάς μας να βλέπουμε όσο γίνεται διαυγέστερα κι απαραμόρφωτα, το βάθος της υπάρξεώς μας"

["KYUDO, The Essence and Practice of Japanese Archery" Hideharu Onuma με τους Dan και Jackie DeProspero, 1992.]


Η προσέγγιση της Τοξοβολίας στη Δύση είναι γνωστόν ότι ακολουθεί τον γενικότερο άξονα των προσεγγίσεων εκείνων των κοινωνιών που αγνοούν την βαθύτερη πνευματικότητα, τον "εσωτερισμό", που χαρακτηρίζει τις προσεγγίσεις των Ανατολικών (Ασιατικών) κοινωνιών και, ως εκ τούτου, οι δυτικότροπες βαθμοθηρικές Τοξοβολίες πολύ λίγα κοινά μπορούν να έχουν με την ζενικήν Ιαπωνική Τοξοβολία, η οποία, χωρίς να υπολείπεται στοχαστικών απαιτήσεων, αποδίδει έμφαση στην ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων του Ανθρώπου. Παρά ταύτα, η γνώση και υιοθέτηση των βασικών εσωτεριστικών παραμέτρων της Ιαπωνικής Τοξοβολίας σε κάθε μορφή Τοξοβολίας επαυξάνει τα οφέλη αυτής της ευγενούς δραστηριότητος και η Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" ακολουθώντας αυτή την αναγκαιότητα επικυρώνει του λόγου το αληθές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.