Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΜΑΛΕΡ ΣΤΟ ΜΑΛΜΠΟΡΚ


Αφιερωμένο,  στα Μέλη της Ομάδος  μας




     Όταν ο Μάλερ αποφάσισε να συνθέσει, μάζεψε με το μαγνήτη της φαντασίας του όλους τους ήχους μέσ’ απ΄ αυτό το κάστρο και τους απόθεσε πάνω σ’ ένα κιτρινισμένο, μισοκαμμένο,  πεντάγραμμο… Ύστερα άρχισε να χαϊδεύει με τα μάτια του τα φθογγόσημα και να τα μετατοπίζει, αργά, σαν πάνω σε σκακιέρα, παράγοντας τις δικές του αρμονικές.



     Ποιος καλός, ποιος κακός, ποιος φτωχός, ποιος πλούσιος, ο Πόλεμος ένας και πατέρας όλων, μήτρα γένεσης, κλαγγή τοκετού! Θ΄ ακουστεί παράξενα, αλλά ο άνθρωπος πρώτα έφτιαξε σπαθί και μετά θήλαστρο…

     Εκείνοι ίσως να μην είχαν λόγο ύπαρξης…, ίσως να μη ξέρανε τι ψάχνουν, σίγουρα όμως ξέρανε πώς να το ‘βρουν! Γι αυτό καβάλησαν τα άτια ζωσμένοι στους ακριβούς θώρακες και στα όπλα. Μέσα στο αχνοφώτιστο πρωινό, σ΄ εκείνη την αυγινή θολούρα που μόνο η πρωσική γη ζωγραφίζει ανάμεσα στις πλατύφυλλες οξυές και τα λυγερά έλατα των ατέλειωτων δασών της, εκείνοι τράβαγαν προς τη μάχη προσπαθώντας να εφεύρουν τον …στόχο κι αφήνοντας τα λάβαρά τους να σημαίνουν την επιθετική κίνησή τους! Υπάκουαν στο πεπρωμένο που θέλει τον άνθρωπο να πολεμάει, να μάχεται, άσχετα αν ακόμα δεν ανακάλυψε τον εχθρό.





     Τ’ άλογα αργά, βαριοφορτωμένα, ίσως-ίσως σκεφτικά, αλλά καλόγνωμα. Αυτά είναι τα μόνα πιστά στη γεννήτρα φύση, τα μόνα που διαθέτουν τη σοφία να παραμένουν αμετάλλαχτα φυσικά και να μη σκέφτονται να γίνουν κάτι άλλο εκτός απ΄ αυτό που γεννήθηκαν! Χαίρονταν τούτη την έξοδο μέσα στη μάνα φύση και τ’ αργοπερπάτημα πάνω στη κατάδροση χλόη των αλαργινών λειμώνων που μόλις ξύπναγε από το χουζούρεμα της νύχτας. Τ’ άλογα το ‘ξεραν : πάντα, μετά από αυτές τις μακρινές πορείες, κάποια απ΄ αυτά δεν πρόκειται να γυρίσουν… Κάποια δε πρόκειται να ξανανιώσουν τη θαλπωρή του παχνιού και τη νοστιμιά του χόρτου στη ταΐστρα, όμως αυτή είναι η μοίρα των πλασμάτων, όλων των πλασμάτων, ποιου καλού, ποιου κακού, ποιου φτωχού, ποιου πλούσιου, αφού ο Πόλεμος ένας και πατέρας όλων, μήτρα γένεσης, κλαγγή τοκετού!


     Καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες άρχισαν να διατρυπάνε τα πυκνά φυλλώματα και να λούζουν την αργοσερνάμενη πομπή οι σιλουέτες των καβαλαραίων ξεκίνησαν να διαγράφονται ολοένα και πιο αδρά σ’ εκείνο το μονοπάτι που ορίζονταν από πελώριες φιλύρες. Τούτοι δω ήσαν η συνέχεια των αρχαίων καταφράκτων που στραφτάλιζαν μέσα στις σιδερένιες πανοπλίες τους, στητοί σα να πήγαιναν στο γιορταστικό τουρνουά του διπλανού χωριού, αλλά … Μέσα τους η γοητεία του αγνώστου έδινε τη δική της μάχη για να δραπετεύσει από το σίδερο και να δει κατάματα την ανυποψίαστη πραγματικότητα… Να πετύχει μια πρόγνωση των μελλούμενων και να προετοιμαστεί για τ΄ ο,τιδήποτε. Αυτή η πληθωρική γοητεία του αγνώστου που κινεί βουνά και μετατρέπει σε καμίνια τα ηφαίστεια της γης, ήταν η ίδια που έκανε τις σιδερόφρακτες κνήμες τούτων των καβαλαραίων να πιέζουν και να ωθούν εμπρός τ’ άλογα σ΄ αυτή τη πορεία που δεν είχε αζιμούθιο !





     Ήταν τότε που οι άνθρωποι βαρέθηκαν να είναι ο …εαυτός τους κι άρχισαν το ολέθριο πείραμα,  αλλάζοντας (έτσι νόμιζαν…) τη Πίστη τους! Ήταν τότε που αποφάσισαν, έτσι, για πλάκα, να κόψουν μ’ ένα βαρύ σπαθί το λώρο τους με τη φύση και τη προέλευσή τους και να μεταλλαχθούν σε κάτι …άλλο! Σε κάτι που δε το ‘ξεραν και, κυρίως, δεν ήθελαν να το ξέρουν, αλλά το ‘χαν ανάγκη να το υποδυθούν για να επαληθεύσουν αυτό που πραγματικά ήσαν. Λίγο πριν την εποχή του πλαστικού, πρώτα η ψυχή δοκιμάστηκε να γίνει ψεύτικη, ευτελής, μεταλλαγμένη κι όσο κι αν αυτό φαίνονταν ακατόρθωτο κατέφτασε ο χημικός καταλύτης που θα τα κατάφερνε : «χριστιανισμό» τον ονομάσανε και ξεκινήσανε να μετρήσουνε τις αντοχές της ανθρωπότητας! Αυτός ο νεόκοπος «καταλύτης» δεν ήταν τίποτα το καινούργιο, τίποτα το δικό του! Ήταν, απλά, μια διαστροφική παραμόρφωση των αρχέγονων λατρευτικών χναριών ως ακόμα κι αυτό το σύμβολό του, ο πάσσαλος της ατιμωτικής θανάτωσης, ο σταυρός, που έφτασε να συμβολίζει την ατιμωτική θανάτωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης μέσα στο αδιέξοδο πείραμα της φαλκίδευσης της ανθρωπότητας! «Σταυρός» και «Σταυροφόροι», λοιπόν, στη κοπιαστική πορεία προς την αποδόμηση της αρχαίας ψυχής!


     Κι αυτοί οι  κατάφρακτοι Τεύτονες που αργοβάδιζαν ανάμεσα στις σκιερές φιλύρες, με την αβεβαιότητα, το θράσος της άγνοιας και τον αυτοκαταστροφικό κομπασμό να φτερουγίζουν απελπισμένα κάτω από τον κρανιακό τους θόλο, πορεύονταν προς τα «κει» που δεν είχε στίγμα, ωθούμενοι από μια «πίστη» που δεν είχε αντίκρυσμα. Μια «πίστη»-πρόσχημα για μιαν ακόμα ανάβαση προς τη θανή απ’ όπου ξεπηδά η δημιουργία και η ζωή. Στους θώρακες τους χαραγμένος ο …σταυρός, να συμβολίζει την απάρνηση της πατρώας καταβολής. Στα  κεφάλια τους οι αργυροποίκιλτες περικεφαλαίες με τις τρομαριακές μέδουσες, στα χέρια τους τα βαρύτιμα δόρατα και οι χρυσοστολισμένες ηνίες, στη μέση τους πλουμιστά σπαθιά κάθε λογής που όλα είχαν σταυρόσχημη λαβή, μη λάχει και θεωρηθούν αιρετικά στέλνοντας τον κτήτορα στο ικρίωμα της Ιερής Εξέτασης… Πάνοπλα στίφη …εκχριστιανιστών που κατευθύνονταν να σφάξουν ανυποψίαστους «άπιστους» εν ονόματι της αγάπης του Χριστού και …λυτρωτή τους! Ποιος καλός, ποιος κακός, ποιος πιστός, ποιος άπιστος… Δεν είναι ο Πόλεμος που σκοτώνει, η διαστροφική αυτοπεριφρόνηση είναι! Ο Πόλεμος, σα τον άντρα, μόνο γεννά! Η μάχη, σα θηλυκό που είναι, απλά τίκτει!




      Η μάχη, άνιση , άδικη χωρίς αισθητική! Σίγουρα, χωρίς αντικείμενο, παρεκτός την αδικία του χορτασμένου ανίδρωτου ενάντια στον αγαθό δουλευτή! Στραφταλιστοί, πάνοπλοι κατάφραχτοι «πιστοί», με δαμασκηνές λάμες και πανύψηλα λοφία πάνω σε θωρακοφόρα άτια, εναντίον ρακένδυτων «άπιστων» παγανιστών με κακοφτιαγμένα κοντοσπάθια που μάχονταν ορθοί, πάνω στις γυμνές …πατούσες τους…! Το αίμα των «άπιστων» ρέει και ξεπλένει το μέγα αμάρτημά τους να παραμένουν αφοσιωμένοι στη φύση τους! Η αίγλη των κατάφραχτων ξεχειλίζει στα κοντινά δάση του Πέλπλιν και του Μίζινεκ σφάζοντας άοπλους αγρότες εν ονόματι Χριστού, κάτω από τα λάβαρά τους με το σύμβολο του σταυρού! Κι όσοι ξέφευγαν το φάσγανο, η Ιερή Εξέταση περίμενε να τους αποτελειώσει, διδάσκοντάς τους το βαθύτερο νόημα της «αγάπης Κυρίου» …!

   


      Τ’ άλογα ντροπιασμένα, σε περίσκεψη βαθειά, βαριοσήκωναν τις οπλές τους στο πεδίο της μάχης αναγκασμένα απ΄ τα σκληρά σπιρουνιάσματα κι όχι από θέληση ανίερης μέθεξης… Τούτα τ’ άτια, περήφανα κι αξιόπρεπα αντίθετα απ’ τους άνανδρους καβαλαραίους τους, γνώριζαν τη μεγάλη αδικία, οσφραίνονταν τη μεγάλη αλήθεια των σφαγιαζόμενων «απίστων» και τους συμμερίζονταν. Ίδιες οσμές, οσμές φύσης σ΄ αυτά κι εκείνους, ίδιος ο λώρος που έφερνε κατευθείαν στη μάνα γη και στο  πατέρα ουρανό, αλλά ανάμεσά τους οι κατάφραχτοι Σταυροφόροι με το χριστιανικό σταυρό κατάστηθα, πάνω στ’ ανεμοδαρμένα λάβαρά τους, όριο και χώρισμα ανάξιο για ό,τι ως φύση ορίζεται… Τ’ άλογα τρόχαζαν, κάλπαζαν, όχι από βούληση, αλλά γιατί τα σπιρουνιάσματα με τους αγκαθωτούς τροχίσκους εκβίαζαν τις αντοχές αν όχι και τη συνείδησή τους! Και δάκρυζαν κι αυτά ως βλέπανε κάποιον από τους αμέτρητους «άπιστους» πιστούς να καταρρέει πλάι τους.

     Ναι, τ’ άλογα δεν κάνουν λάθη, η φύση δεν κάνει λάθη! Οι άνθρωποι, όμως…;




     Κοκκίνισε απ’ το αίμα το νερό του ποταμού Νόγκατ. Θάμπωσε η κρυστάλλινη θωριά του και τα ψάρια σφάδασαν βγαίνοντας στις όχθες του. Το αίμα των «άπιστων» πιστών νέρωσε την αλήθεια της πίστης των «πιστών» άπιστων. Κι η αγάπη Χριστού επικράτησε πάνω από αμέτρητα κουφάρια μισόγυμνων σφαγιασμένων που ατένιζαν προς τον Ήλιο χωρίς, πια, να τον θωρούνε καν…



     Κατόπιν, οι νικητές μακελάρηδες γύρισαν τροπαιοφόροι στο Μάλμπορκ! Κουβάλησαν μαζύ τους την ενοχή της άδικης σφαγής, το βάρος του χαμού «άπιστων» πιστών από τους βάρβαρους σπαθισμούς «πιστών» άπιστων που κάποτε εφηύραν το άλλοθι του «εκχριστιανισμού». Βάλανε μέσα στην αίθουσα των τροπαίων, πρώτο-πρώτο τον κότινο του φονιά όμαιμων προς δόξαν πίστης εχθρικής προς τα πατρώα. Δίπλα στήσανε το λάφυρο της αγνότητας των «άπιστων» πιστών που υπέκυψαν εις δόξα αλλόπιστης βαρβαρότητας! Και όλα κύλαγαν χαρωπά μέσα στο Μάλμπορκ όπου ίντριγκες, όργια, δολοπλοκίες, αιμομιξίες και παιδολαγνείες δόξαζαν δόξα Χριστού! Οι παγανιστές είχαν εξολοθρευτεί και ο χριστιανισμός είχε νικήσει!

     Με το πέρασμα των χρόνων ο τόπος άλλαξε χέρια σαν να χάθηκε στα ζάρια… Η γη πέρασε σε άλλους γαιοκτήμονες, άλλη σημαία υψώθηκε και, πάρα κει, ένας λαμπρός χριστιανικός ναός, ο καθεδρικός του Πέλπλιν, κόσμημα του καθολικισμού, χτίστηκε για να εξορκίσει την άδικη σφαγή, ενώ σιγά-σιγά, οι πραγματικοί, αθέατοι, τοκογλύφοι,   σημαδεμένοι με το αστέρι του Δαυίδ  ήρθαν και στήσανε ένα μοντέρνο τραπεζικό οργανισμό για να πλασάρουνε ένα νέο δηλητήριο σαν «αντίδοτο» των πληγών που οι ίδιοι φρόντισαν ν’ ανοίξουν στα πλευρά του Κόσμου! Άλλοτε οι αιχμές των φονικών βελών, ή, οι καλο-ακονισμένες κόψεις των σπαθιών…, σήμερα, απλά οι πιστωτικές κάρτες που δεν έχουν αιχμές, ούτε κόψεις, αλλά σκλαβώνουν και σκοτώνουν καλύτερα.







     Όμως, ο Μάλερ πάσχιζε να συνθέσει την 5η του. Σκιά μέσα στο χρόνο γύριζε και ξαναγύριζε μέσα στο κάστρο συλλέγοντας φθογγόσημα. Πουθενά αλλού η έμπνευση δεν υπόσχονταν ευρήματα έξω από τούτο το κάστρο. Ανάμεσα στα κοκκινότουβλα τείχη αυτής της μεσαιωνικής φορτέτσας, ο γερο-μουσουργός ήξερε ότι θα ‘βρισκε να χορτάσει και να ξεδιψάσει τη λυρική φαντασία του κορφολογώντας τις στιγμές ενός παράλογου παρελθόντος που θάφτηκε δω… Πεισματάρης καθώς ήταν, ήρθε και κούρνιασε σ΄ ετούτο το οχυρό μαυσωλείο μη σταματώντας να εξερευνά και να μαζεύει ήχους, νότες, φθογγόσημα, παρεστηγμένα ή όχι, κρυφές διέσεις ή μυστικές υφέσεις. Και…






     …Να ‘τος, ο Μάλερ τρέχει μέσα στο άδειο κάστρο του Μάλμπορκ, ανεβοκατεβαίνει τα κρύα κλιμακοστάσιά του, αφουγκράζεται τους απόηχους των μεγάλων αιθουσών του όπου κάποτε οι Σταυροφόροι οργάνωναν την εξόντωση των «απίστων» και συλλέγει ευλαβικά και το τελευταίο ημιτόνιο που στροβιλίζεται ασφυκτικά ανάμεσα στους περίκλειστους τείχους, πριν καταφέρει να δραπετεύσει. Να τον, τώρα, κάπου ολοκληρώνει το εισαγωγικό πένθιμο εμβατήριο στη μνήμη της πατρώας ψυχής που σφαγιάστηκε από την ανθρώπινη ανοησία… Θα συνεχίσει να ψάχνει στα σωθικά αυτού του κάστρου… Θα καταδυθεί στα σκοτεινά κελάρια του αναστατώνοντας σκόνη αιώνων και θα παραμερίσει ποστιασμένες ασπίδες… ολοκληρώνοντας ακόμα τρία μέρη της 5ης του.  Θ’ ανεβεί στο παλάτι των Μαγίστρων περνώντας ανάμεσα απ’ τα φαντάσματά τους που θα του χαμογελάνε σαρκαστικά… Ακόμα στέκει απορημένος ο Χέρμανν φον Ζάλτσα, κατηφής ο Ζίγκφριντ φον Φόιχτβάνγκεν, απλανής ο Βίνριχ φον Κνίπροντε, σκεπτικός ο Άλμπρεχτ φον Μπράντενμπουργκ-Άνσμπαχ και, στο διάβα της σκιάς του Μάλερ όλοι βαριανασαίνουν και βογκάνε με τύψεις : «Τι κάμαμε…!».


     Ο Μάλερ θα ξεφύγει απ΄ το παλάτι και θα βρεθεί κάτω, κοντά στη τάφρο όπου τα φθογγόσημα αφθονούν πλάι στο νερό χορεύοντας σα τις νύμφες. Τα μαζεύει όλα και τα κρύβει σ’ ένα βελούδινο πουγκί. Σκέφτεται αν θα ‘πρεπε να τα’ αραδιάσει στο πεντάγραμμο ή να τα καταχωνιάσει σα τα πιο πολύτιμα αποκτήματά του στη διπλομανταλωμένη σιδερόκασα. Μετά ξαναμπαίνει στο οπλοστάσιο, άθελά του σκοντάφτει σε μιαν αραχνιασμένη πανοπλία που πέφτει στα πόδια του, διαλύεται κι από μέσα της ξεπηδάει ένας κολασμένος φονιάς «απίστων» που δε μπορεί να σταθεί, πια, ορθός, αλλά πέφτει στα γόνατα και ικετεύει συγχώρεση για τα κρίματά του. Μουσκεμένος απ΄ την αγωνία και τη παραφορά της αναζήτησης, ο γέρος συνθέτης κάνει «προσκλητήριο» των δυνάμεών του και ορμάει στη στριφογυριστή σκάλα που θα τον οδηγήσει στην έξοδο και στο φως!


     Τώρα, πλάι στο γαληνεμένο ποτάμι Νόγκατ, τον περιμένουν τα τελευταία μουσικά μέτρα και είναι αυτά του χαρούμενου φινάλε του. Η 5η του βαίνει στη λυτρωτική ακεραίωσή της όπως και το σκοτάδι της μετάλλαξης που, μαθηματικά, οδηγεί στην έλευση του αυγινού φωτός. Το θριαμβευτικό αλέγκρο επενδύει το μεγάλο ξημέρωμα της ανθρωπότητας που, κουρασμένη απ΄ τ’ ασύγγνωστα λάθη της, ξαναγυρνά στη πατρώα Πίστη και τις ζωοδότρες ρίζες της.

     Όχι, δεν ήταν αλήθεια ότι η ανθρωπότητα θα χάνονταν μέσα στο πείραμα της αλλοτρίωσης που ξεκίνησε απ΄ την ανία των μέσων θεοκρατικών χρόνων. Όχι, δεν ήταν αλήθεια ότι η αλκή του ανθρώπινου γένους  μπορούσε να εξαχνωθεί μέσα στη ρασιοναλιστική σκοτοδίνη της σμίκρυνσης του γιγάντιου. Η ίδια η φύση, αυτή που βαδίζει , τροχάζει και καλπάζει πλάι στα τέσσερα σκέλη των αλόγων, ανθίσταται στην ανθρώπινη βλακεία και την νικάει υπαγορεύοντας τους δικούς της όρους. Τελικά, η ίδια η φύση είναι που δίνει βάλσαμο στον άνθρωπο, όπως η μάνα ξέρει να συχωρνάει την επιπολαιότητα του παιδιού της. Κι η μάνα τίκτει, ενώ ο πατέρας γεννά, γεννά όπως ο Πόλεμος που είναι ο πατέρας, γεννήτορας, όλων.




     Ποιος καλός, ποιος κακός, ποιος φτωχός, ποιος πλούσιος, ο Πόλεμος ένας και πατέρας όλων, μήτρα γένεσης, κλαγγή τοκετού!


Α.Η.Κ.



Σημείωση:

     Το Malbork όπως λέγεται στα Πολωνικά, ή Μarienburg όπως λέγεται στα Γερμανικά, είναι το μεγαλύτερο και πιότερο καλοδιατηρημένο κάστρο των Τευτόνων Ιπποτών στην άλλοτε Γερμανική Πρωσία και, τώρα, Πολωνία. Άρχισε να χτίζεται το 1274 στην ευρύτερη περιοχή της Πρωσίας, μεταξύ Danzig και Εlblag, στην όχθη του ποταμού Nogat και στέγασε ως «ορμητήριο» τους ανεπάγγελτους σουλατσαδόρους εκχριστιανιστές του Hermann von Salza που κατάσφαξαν τους, γύρω, αγαθούς παγανιστές στο όνομα του Θεού, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κυρίως, στο όνομα της άνοιας και της άνιάς τους.   Ήταν τότε που η περιοχή τελούσε υπό την διοίκηση του Konrad von Thierberg του Γηραιού και οι Τεύτονες Ιππότες κατέφεραν τον βίαιο εκχριστιανισμό των άτυχων παγανιστών της Πομερανίας. Προς τούτο και η ονομασία του « Κάστρο της Παρθένου Μαρίας », όχι, ασφαλώς, λόγω της …βίας των "ενοίκων" του, αλλά σαφώς λόγω της χριστιανικής χάριτος που το έστεφε .


    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.