ΦΟΒΟΣ
Φόβος είναι το συναίσθημα ανησυχίας
εμφανιζόμενο ως αντίδραση έναντι πραγματικού ή φανταστικού κινδύνου.
Αναλυτικώς, ο φόβος είναι ένα αντανακλαστικό ψυχικό φαινόμενο οπτικής, ή
ακουστικής, ή ιδεοληπτικής κλπ προελεύσεως. Επί παραδείγματι, βλέπουμε στην
πραγματικότητα να μας πλησιάζει ένας ατίθασος Ίππος και αμέσως αναβιώνει στον
εγκέφαλό μας η εικόνα ενός παρόμοιου ζώου και περιστατικού που γνωρίζουμε από
την αρχέγονη προπατορική παράδοση και η
οποία εικόνα συνδέεται με κινδύνους για τον Άνθρωπο. Πάραυτα ο φορέας της
εικόνας Άνθρωπος υποκύπτει στο συναίσθημα του φόβου αναλογιζόμενος τους
κινδύνους ζωής που αντιμετώπισε το γένος του από προϋπάρξασα επιθετική
συμπεριφορά προηγουμένων Ίππων οι οποίοι επετέθησαν και κακοποίησαν ή και
εφόνευσαν άλλους ομοίους του.
Φοβία είναι η ψυχοπαθολογική κατάσταση
κατά την οποία ο πάσχων κατατρύχεται από αδικαιολόγητο ιδεοληπτικό φόβο κάτω
από ορισμένες συνθήκες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως ως δεύτερο
συνθετικό της λέξεως που έχει ως πρώτο συνθετικό το αντικείμενο που προκαλεί
τον φόβο, όπως, π.χ. «φωτοφοβία» ή «κροτοφοβία», ή «αγοραφοβία», ή «υψοφοβία»
κλπ.
«…Τα υπό συγκυρίης λυπήματα γνώμης, μύλης
μεν τριφθείσης προς εαυτήν, οδόντες ημώδησαν, παρά τε κοίλον παριόντι σκέλεα
τρέμει, όταν τε τήσι χερσί τις ων μη δείται αίρει, αύται τρέμουσιν, όφις
εξαίφνης οφθείς χλωρότητα εποίησεν. Οι φόβοι, αισχύνη, λύπη, ηδονή, οργή, τάλλα
τοιαύτα, ούτως υπακούει εκάστω το προσήκον του σώματος τη πρήξει, εν τούτοισιν
ιδρώτες, καρδίας παλμός και τα τοιαύτα των δυναμίων». [Ιπποκράτης]
Ο φόβος από εξελικτικής απόψεως είναι
άμεσα συνδεδεμένος με την ανίχνευση του κινδύνου άρα και την επιβίωση του
είδους. Πρόκειται δηλαδή για μία συνιστώσα αμυντικής, ανθρώπινης, συμπεριφοράς.
Ο Άνθρωπος είναι ένα από τα πλάσματα που
υπόκεινται περισσότερο στον φόβο και εκτός από τον αρχέγονο φόβο για την
ακεραιότητα και την επιβίωσή του, το γνωσιακό του επίπεδο συχνά τον
εξαναγκάζει να αναπτύσσει φόβους που
αφορούν υπαρξιακά, ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Με τον φόβο του ίδιου του Ανθρώπου σχετίζεται
και η ανάπτυξη των επιστημών προκειμένου ο ίδιος να ερμηνεύσει τον περιβάλλοντα
κόσμο και να εξελιχθεί επί του ασφαλούς μέσα σ’
αυτόν.
Έτσι, η ανθρώπινη κοινωνία, αναγκαστικώς, θεμελιώνεται στο φόβο
και, όσο πιο «οργανωμένη» είναι μια κοινωνία, τόσο τα θεμέλιά της εισχωρούν
μέσα στο φοβικό «όρυγμα». Μια οργανωμένη κοινωνία είναι μια κοινωνία
«περιτειχισμένη» από το «προπύργιο» της νομοθεσίας της οποίας η αποτροπή
παραβιάσεως υπαγορεύει τον φόβο της τιμωρίας στους πολίτες. Οι νέοι παιδαγωγούνται με τον έμμεσο φόβο της
τιμωρήσεως στη περίπτωση ανυπακοής, μιας τιμωρήσεως με πολλά «πρόσωπα» κι εκφάνσεις
οι οποίες γίνονται συνειδητές πολύ ενωρίς από τον Άνθρωπο, συνυφαινόμενες στον
ψυχισμό του. Τα πάντα, σε μιαν οργανωμένη κοινωνία βασίζονται στην υποχρεωτική
τήρηση κανόνων των οποίων κάθε παραβίαση επιφέρει κυρώσεις, συνέπειες, τιμωρίες
και έναντι τούτων και ο εύλογος a priori φόβος!
Aν
και η απαρχή του φόβου και μέχρις ενός σημείου αυτού θεωρείται δείγμα
φυσιολογικό και αποδεκτό, όταν ο φόβος ενταθεί από ένα σημείο και πάνω
μετατρέπεται σε παθολογικό συναίσθημα. Και το οριακό σημείο της μετατροπής του
φόβου από φυσιολογικό σε παθολογικό συναίσθημα δεν είναι επακριβώς καθορισμένο
αλλά ποικίλλει κατά περίπτωση, άλλωστε, ο
νους είναι ένα πολύ εύθραυστο «κουκούλι» ώστε να είναι πολύ εύκολη μια
μετάπτωση από την ψυχική υγεία στη ψυχική νόσο.
Όπως και το καθόλου συμπεριφορικό πλαίσιο
των πλασμάτων (και όχι μόνον του Ανθρώπου) έτσι και ο φόβος εξαρτάται από την
γενετική συνιστώσα και συχνά παρατηρούμε τις αγχώδεις και φοβικές διαταραχές να
τείνουν να εμφανίζονται σε μέλη της ίδιας οικογενείας, ενώ η συχνότητα
εμφανίσεως να είναι μεγαλύτερη σε μονοζυγωτικούς από ό,τι σε διζυγωτικούς
δίδυμους αδελφούς. Η κληρονομικότητα, δε, του φοβικού χαρακτηριστικού δεν
αποτελεί υπόθεση μονογονιδιακής μεταβιβάσεως αλλά για κάτι πιο σύνθετο, μια, θα
λέγαμε, πολυγονιδιακή-πολυπαραγοντική διαδικασία η οποία περικλείει και τον
περιβαλλοντικό παράγοντα.
Αν και είναι, πλέον, επιστημονικώς,
παραδεδεγμένη η συντριπτικότητα της συμπεριφορικής διαμορφώσεως εκ της
κληρονομικότητος και ότι το πλάσμα «γεννιέται» και δεν «γίνεται», αν και κανένα
πλάσμα δεν γεννιέται ως “tabula rasa”, ο περιβαλλοντικός παράγων δεν θα πρέπει
να αγνοείται ως προς την συμβολή της διαμορφώσεως τελικής συμπεριφοράς ασχέτως
της μικρής ποσοστιαίας συμμετοχής του. Είναι, άλλωστε, εύλογη αλλά και ευνόητη
η μερική επίδραση του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του τελικού υπαρξιακού
μορφώματός μας. Όμως, η προδιάθεση να βιώσει κανείς ένα παθολογικό συναίσθημα
έχει κυρίως μια γενετική βάση και αυτό αφορά σε όλο το εύρος των βιούμενων
συναισθημάτων.
Ιχνηλατώντας το συναίσθημα του φόβου και
πολύ πριν καταλήξουμε σ΄ αυτό, διαπιστώνουμε μιαν αφετηρία του στο πολύ
ηπιότερο συναίσθημα του άγχους το οποίο, όμως, αν και ηπιότερο,
ψυχοπαθολογικώς, δεν είναι διόλου ακίνδυνο αφού κατά κανόνα καταλήγει στις
βαρύτερες φοβικές του εκφάνσεις. Το άγχος, αν και δεν έχει, κατ’ ανάγκην, αιτιολογία συγκεκριμένου ερεθίσματος
ο μη έγκαιρος έλεγχός του θέτει τον φορέα του σε μία γεωμετρική περιδίνηση μετά
από ένα όριο της οποίας κάθε έξοδος από το ψυχοπαθολογικό πεδίο του φόβου είναι
αδύνατη. Έτσι, αμέσως μόλις διαπιστώσουμε εμφάνιση άγχους είμαστε υποχρεωμένοι
να δράσουμε ακαριαία ώστε να προλάβουμε την φοβική επιδείνωσή του η οποία είναι
σχεδόν βέβαιη! Άλλωστε και αυτό το αρχήθεν απλό και ακίνδυνο άγχος πολύ πριν
εξελιχθεί σε ψυχοπαθολογικό φόβο, κατά την κορύφωσή του εμπεριέχει την
ψυχοπαθολογική διαταραχή της οποίας τα όρια με τον φόβο είναι δυσδιάκριτα,
σχεδόν ανύπαρκτα.
Το πεδίο στο οποίο ωριμάζει η
ψυχοπαθολογία του φόβου και οι ανθρωπολογικοί παράγοντες οι οποίοι συντελούν σ’
αυτή τη βλαπτική ωρίμανση αποτελούν «υπόθεση» των ειδικών επιστημόνων. Ας
προσπεράσουμε τη θεωρία του υποθαλάμου και/ή του προμήκους μυελού, τον
δυσλειτουργούντα ιππόκαμπο εξ αιτίας ψυχοπιεστικών εμπειριών και τον ρόλο των
γλυκοκορτικοειδών…
Κατά την διδασκαλία της Ιππικής στο,
πολεμικού χαρακτήρος, εκπαιδευτικό σύστημά μας, ο Εκπαιδευτής έχει καθήκον εξ
αρχής να παρατηρήσει προσεκτικά τον μαθητή του και να διαγνώσει εγκαίρως (όσο
ταχύτερα μπορεί…) κάθε ένδειξη άγχους και/ή φόβου ώστε να τον θεραπεύσει διότι
ουδέποτε ένας φορέας άγχους και/ή φόβου εξελίσσεται σε σωστό Ιππέα και πολύ
περισσότερο σε έναν επαρκή πολεμιστή!
Το «μάτι» του Εκπαιδευτού θα πρέπει να
είναι απογυμνωτικό της συμπεριφοράς του μαθητού του πολύ πριν ο τελευταίος
πλησιάσει Ίππο και να επισημάνει εγκαίρως, πολύ προ του «Κύκλου του Προσεγγίσεως»,
πιθανές αγχώδεις και/ή φοβικές ενδείξεις συμπεριφοράς. Αυτό το εισαγωγικό
καθήκον του Εκπαιδευτού είναι απαρέγκλιτο και σε αυτό, όπως εφαρμόσθηκε από την
έναρξη της λειτουργίας της Σχολής των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» μέχρι σήμερα,
οφείλεται και ο μηδενικός δείκτης ατυχημάτων κατά τα μαθήματά μας!
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητή η προτεραιότητα
την οποία θα πρέπει να δώσει ο Εκπαιδευτής του συστήματός μας στη διάγνωση
αγχωσικών και/ή φοβικών συμπεριφορικών δειγμάτων ενός μαθητού. Και ο
Εκπαιδευτής της Σχολής των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» δεν είναι απλώς ένας Εκπαιδευτής
Ιππικής αλλά ένας πολυεπιστήμων βίου, αρωγός επί της ουσίας της εφιπποτοξοτικής
Οικογενείας μας.