Η ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
του Ιωάννου Συκουτρή
Ο Ιωάννης Συκουτρής
(1901-1937), υπήρξε κλασικός φιλόλογος, βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής,
πανεπιστημιακός Δάσκαλος, με εργογραφία για την οποία χαρακτηρίστηκε αντάξιος
του Αδαμαντίου Κοραή, ο σημαντικότερος μελετητής της αρχαιότητος που γέννησε ο
Ελληνικός εικοστός αιώνας, πλατωνικός αλλά και νιτσεϊστής κατά την φιλοσοφική θέαση
και εθνικοσοσιαλιστής κατά την πολιτική κοσμοθεωρία, κατήγορος δε, του
φιλελευθερισμού. Υπερασπίστηκε τη διγλωσσία και δεν τάχθηκε ποτέ, υπέρ της
δημοτικής ή της καθαρεύουσας, απέσπασε δε τους επαίνους του Γεωργίου
Παπανδρέου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Αχιλλέα Τζαρτζάνου, του Αχιλλέα
Κύρου της «Εστίας» και του Γρηγορίου Ξενόπουλου, όπως επίσης και των κορυφαίων
ξένων διανοητών Ulrich von Wilamowitz-Μoellendorff, Werner Jaeger, αλλά και
τους Paul Mass, Norden και Deubner. Απέρριψε την πρόταση την οποία του έκαμε το
Πανεπιστήμιο της Πράγας για την θέση του καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας επιμένοντας
να παραμείνει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πολεμήθηκε, όπως ακριβώς και ο ιστοριοδίφης
Κωνσταντίνος Σάθας, από τους ίδιους ανθρώπους της εκκλησίας οι οποίοι στο πρόσωπό
του είδαν τον αμφισβητία του σκοταδιστικού τους αφηγήματος, Η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών ιδρύθηκε από τον ίδιο (1926) και φέρει τιμητικώς το όνομά του. Η λαμπρή, πνευματική
προσωπικότητα του Ιωάννου Συκουτρή σκιαγραφείται με ακρίβεια στην «METAΠΑΙΔΕΙΑ». Στο βιβλίο του
«Φιλοσοφία της Ζωής», ο Ιωάννης Συκουτρής παρουσιάζει έξι «Τύπους Αντιλήψεως
Της Ζωής»: Την θρησκευτική αντίληψη, τη μηδενιστική, την ευδαιμονιστική, την
ανθρωπιστική, την αντίληψη του αντικειμενικού έργου και, τέλος, την ηρωική.
Αυτόν τον τελευταίο τύπο παραθέτουμε εδώ. Η Ελληνική Ομάδα Έφιππης Τοξοβολίας και Εφίππων Πολεμικών Τεχνών "Έλληνες Κένταυροι", της οποίας το πρότυπο είναι η ηρωική εποποιία των Ελλήνων αναγεννησιακών Στρατιωτών της Δύσεως, συνιστά στα Μέλη της την μελέτη του κειμένου που ακολουθεί και την εμβάθυνση στον αξιακό στοχασμό τον οποίο εμπεριέχει ως "κρηπίδωμα" βίου σε μία παρακμιακή εποχή της οποίας το επικείμενο τέλος θα επιφέρει ριζικές, όσο και λυτρωτικές ανατροπές!
Α.Η.Κ.
Η ΗΡΩΙΚΗ
ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Η ηρωική αντίληψις της
Ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότι η Ζωή είν’ ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος,
χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων
ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς,
αποτελεί μίαν συνεχή μ ε τ ά β α σ ι ν προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι
προς ένα διαφορετικόν είδος οργανικού όντος (τον υπεράνθρωπον π.χ. του
Nietzsche), αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και
πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλογος είν’ ένας π ρ ό δ ρ
ο μ ο ς, που αντλεί το νόημα της υπάρξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ’ από το
παρόν, αλλ’ από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το
παρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον
δεν είν’ εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις
του σώματος αυτού οφειλομέν’ εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων
ανθρώπων· ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον παρόν, το παρόν που
ζη γύρω του και ζη μέσα του.
Και εδώ ακριβώς κείται
η τ ρ α γ ι κ ό τ η ς του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το
παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εις
μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν – και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ’
εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως
πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του,
που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ’ αυτόν τον τρόπον
χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν
του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και
την οργήν παντοδαπών συγκρούσεων. Συγκρούσεων προς τούς συγχρόνους του, οι
οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγκρούσεων
προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητάς του, που
ανήκει εις το παρόν, και των δυνατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που ε
ί ν α ι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνατοτήτων
από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον
ζη τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την
μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και
την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισσότερον:
Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την
ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.
Αισθάνεται πως είναι
διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς – περισσότερον ως μάρτυς,
αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ’ άμεσα, με αριθμούς και
μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση
επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθελουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ’
άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων.
Αλλά θα το κάνη όχι από πνεύμ’ αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις
την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η α ι σ θ η τ ι κ
ή, θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ’ είναι π ρ ο ν ό μ ι ο ν
των εκλεκτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται υ π έ ρ των
άλλων, υ π ό των άλλων – το πολυτιμότερον προνόμιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν
είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός – αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του
παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, διά
ν’ αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται διά να
εορτασθή η α ν ά σ τ α σ ι ς, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.
Αλλ’ ο ηρωικός
άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα
έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον,
όχι μορφή ζωής – και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυτός, ζη έ ν τ ο
ν α και π λ ο ύ σ ι α ολόκληρον την Ζωήν. Αλλά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει
δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και
δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.
Δεν τας αγνοεί βέβαια
τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον
χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βάθος
παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την
ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμονής. Έπειτα, τας απολαύσεις
αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της
δώση – και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να δ ί δ η ς.
Η έντονος αυτή ζωή
είναι κατ’ ανάγκην π ο λ υ μ ε ρ ή ς, τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν
πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της
ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν’ αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον
όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκείνοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς
μορφάς ζωής συγχρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή
διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του. Μ έ σ α τ ο υ ζη όλας αυτάς τας μορφάς
της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του, και τας αποδίδει με τον π ρ ο σ ω π ι κ ό ν
του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ’ ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον
κάθε σπόρος άνετα θ’ ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να
χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο
μεγαλοφυής, που ζη μέσ’ απ’ όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και
ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς
συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβεται πολλούς, μυρίους θανάτους
αποθνήσκει.
Αλλ’ η πολυμέρεια αυτή
δεν σημαίνει και δ ι ά σ π α σ ι ν, απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και
θόλωμα του πυρήνας της προσωπικότητας – αυτό συμβαίν’ εις τους πολλούς, όταν
ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Δια τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν
αίρει την συγκέντρωσιν· την καθιστά ισχυροτέραν, την α π ο δ ε ι κ ν ύ ε ι
ισχυροτέραν. Δεν θα ήτο ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης,
και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας
ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περιστατικά, τα πετάγματα και τα
ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτοδεμένην ενότητα όχι μόνον χρονικής διαδοχής, αλλά
συνοχής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.
Η πολυμέρεια του
ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν α ν τ ι φ α τ ι κ ό τ η τ ο ς.
Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της
πλευρά, θα ημπορούσε ν’ αποτελή (και αποτελεί διά τους πολλούς) έναν αυτόνομον
κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν’ αποδώση μία άλλη πλευρά
του. Είναι λοιπόν ν’ άπορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ’ ο
ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι
οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς
και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει,
που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα – και το καθένα των σπεύδει
ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς
όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατικότητα.
Ειδεμή, τι θέλγητρον θα είχε δι’ αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ’ ασφαλώς»
δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώσεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις
δίδετ’ ευκαιρία και ανυψώσεων.
Πράγματι ο π ό λ ε μ ο
ς και ο κ ί ν δ υ ν ο ς είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο
πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ’ η ε π ι τ υ χ ί α. Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε
νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη –
να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και
υφεκατοστόμετρα. Αλλ’ ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι
επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να
ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με
την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των 300 εις
τας Θερμοπύλας…
Άλλωστε γενικώς η
επιτυχία είναι διά τον ηρωικόν άνθρωπον μία λέξις, μία πραγματικότης ίσως –
όχι α ξ ί α. Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις
τον εαυτόν του, θα ήτο δι’ αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις
της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτο απαισιόδοξος. Αλλ’ επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις
σκοπού, που ευρίσκετ’ έξω μας, και εκείνος έχει μ έ σ α τ ο υ τον σκοπόν και το
νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ’ ή ζωή του ούτ’ η
ευτυχία του. Και τι μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να του προσφέρη;
Έπειτα η επιτυχία σημαίνει
φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα, κ α τ α β
ι β α σ μ ο ς δηλαδή και ολιγάρκειά της, διά να συμμορφωθή προς την
καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού
είναι ν’ α ν α β ι β ά σ η τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με
νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι’ αυτό παρέχει την εντύπωσιν
άφρονος, και είναι άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την
πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος
και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ’
ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρωπος είν’ ο αιωνίως νέος
– τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που
βαδίζουν ήσυχα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βαδίζει·
χορεύει.
Αυτός είν’ ο λόγος που
θεωρείται και είναι άνθρωπος α β ο ή θ η τ ο ς εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν.
Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει την φρόνησιν να δ υ σ π ι σ τ ή προς τους γύρω
του. Να δυσπιστή προς τι; Δια ν’ αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς,
που αναζητεί η ψυχή του. Τούς αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν η
από βιοποριστικόν καταναγκασμόν – οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν
τότε οι ηρωικώτεροι των ανθρώπων – αλλ’ ως εσωτερικήν προσταγήν της μοίρας του,
ως το ιερώτερον δικαίωμα που τού δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν
δι’ όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι’ όσους υπεβλήθησαν· περιγράφουν τας
επιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά
δια τον ηρωικόν άνθρωπον, το είδαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον
ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι
γενναιότερον και ωραιότερον ν’ αδικηθής παρά ν’ αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να
εξαπατήσης.
Άλλωστε προς τι να
εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεντρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους
άλλους, δια να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί.
Απασχολούνται κατ’ ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να
τούς απασχολή εκείνο έντονα και ικανοποιητικά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος
κ έ ν τ ρ ο ν τ ο υ ε α υ τ ο ύ τ ο υ, ελεύθερος εις την
απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς
άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του
ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του. Δι’ αυτό δεν
καταδέχεται να φθονή, μήτε να παραβγαίνη με τους άλλους· δεν χρειάζεται να
βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του
δηλαδή, την υπεροχήν του.
Αν φαίνεται κάποτε να
προχωρή από την απομόνωσίν του προς τους άλλους, το κάνει από πλησμονήν
εσωτερικήν, από εντροπήν να κρατή μόνος του τον πλούτον που αναβλύζει μέσα του,
από την σκληράν, αυτοβασανιστικήν επιθυμίαν να ξεφύγη από τον υ π ο κ ε ι μ ε ν
ι σ μ ό του, τον μόνον κίνδυνον που φοβείται σοβαρά, να προχωρήση από το εγώ
του προς την μ ο ί ρ α ν του. Και είν’ η μοίρα μας που διαπλάσσει το εγώ μας,
όχι τανάπαλιν. Έτσι ο ήρως είναι πάντα μ ο ν α χ ι κ ό ς -ειδεμή, δεν θα ήτον
ήρως- αλλά ποτέ υποκειμενικός.
Πουθενά δεν φαίνεται
περισσότερον η υ π ε ρ η φ ά ν ε ι α του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον
που διεξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση.
Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι του
εστοίχισεν ως που να καταλήξη εις αυτάς, τι τ ό λ μ η εχρειάσθη – sapere aude,
λέγει ο αρχαίος ποιητής – τι εσωτερικήν ω ρ ί μ α ν σ ι ν προϋποθέτει. Έτσι,
ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ’ επιταγήν ή ως προϊόν
μιας συντόμου συζητήσεως.
Διά ν’ αποκτήση μήπως
ο π α δ ο ύ ς; Είν’ αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν
προπαγάνδαν δια τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν
τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ’ εκείνος
γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμενον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ’
η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει. Όχι το τ ι
πιστεύεις, αλλά το π ώ ς πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας
ζωτικάς πεποιθήσεις σού ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η
μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπικόν· δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής,
μήτε να το δανείσης. Έπειτα τι σημαίνει διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός;
Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να σ υ ν ε
ρ γ ά ζ ε τ α ι· είναι ανδρικώτερον…
Έτσι, και όταν
υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη
οποίος είναι. Και ακριβώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των
άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το
μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον
μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν,
και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο
φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.
Και όμως σπείρει
άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη
διαφορετικά· όπως το δέντρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ’
ευρίσκοντ’ αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έτσι και ο
ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί
αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση – όχι ν’ ανακοινώση· ν
α τ ρ α γ ο υ δ ή σ η μάλλον, την χαράν
του και τους θησαυρούς του – να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε
φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι
φαντάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν
να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα
κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού
του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν’ ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα,
διαυγέστερα, συνειδητότερα.
Υπερήφανος είναι, όχι
εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι ν α δ α π α ν ά, ακριβέστερον ακόμη: ν α δ α π α ν ά τ α ι. Ανεξάντλητος όπως είναι,
δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπληρώση εύκολα (το
ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπολογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο
πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά… Όσα και να σκορπήση,
πάντοτ’ εκ του περισσεύματος θα είναι.
Εκ του περισσεύματος
αντλεί και η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά
τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής
και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση
εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους
ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον
πολλά τα πολύτιμ’ αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα
πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον
αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι’ αυτόν βιώματα ψυχής,
χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που
ακτινοβολεί παντού το φως του. Και ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν
αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.
Και είν’ η χαρά του να
σκορπά: όλα τ’ αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως κ τ ή μ α τ α, αλλ’ ως χ ρ ή μ α
τ α (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή
μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι· γ ί ν ο ν τ α ι αγαθά, αφ’ ης στιγμής και
εφ’ όσον δαπανώνται.
Εις την εργασίαν
καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προθυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά,
αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι’ αυτόν δράσις και κάματος.
Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνάμεις του σώματος και της
ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ’ αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.
Το ίδιον και εις την
πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον – η σκέψις είναι
δι’ αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει – ή διά να επιτύχη εν αξίωμα.
Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δίδει ένα
δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών
(προσωπικών και όταν έχη απ’ άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας
άλλος θα επροφύλασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυπίαν.
Και είναι φυσικόν·
αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την
μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς
περιφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ
παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ’ άλλα, πλούτος
και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν’ ένα μηδέν.
Η ζωή ενός ανθρώπου,
καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι σ ύ ν τ ο μ ο ς. Σύντομος
όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν· ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρόνια,
αλλά πάντα θα είν’ ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του.
Άλλωστ’ η ηλικία είναι κάτι σχετικόν· δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με
το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν’ έννοια ηθική, όχι αστρονομική.
Συνήθως όμως είναι
σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός
άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου.
Σύντομος, διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ε ρ α
σ ι θ ά ν α τ ο ς.
Βαδίζει προς τον
θάνατον όχι διά ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν
ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός
άνθρωπος δεν υ φ ί σ τ α τ α ι τον θάνατον. Δι’ αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν
είναι π ά σ χ ε ι ν, είναι π ρ ά τ τ ε ι ν. Είναι η τελευταία πράξις, με την
οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τους δίδει αυτή το νόημα· διότι
και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το
τέλος, του οποίου είν’ η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η
τελείωσις.
Αλλ’ ο πληθωρισμός της
ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν’ εκμηδένισις πλέον.
Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν
και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης – παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος,
κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορφυράν του μεγαλοπρέπειαν.
Αν θα είν’ εκούσιος ο
θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημασίαν. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος
είναι πάντοτ’ ε κ ο ύ σ ι ο ς, αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και
βαδίζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε διαλέγει συνήθως
ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά
του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν
εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να
φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και
είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη – δια τούτο και η ορμή προς
αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.
Αλλ’ εκούσιος ή
ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι
εξαφνικά σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του,
φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει – και τρομάζουν οι δειλοί και
ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου. . .