Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΤΕΛΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: "ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΟΥΛΛΟΣ ΤΑΡΧΑΝΙΩΤΗΣ"

 ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΤΕΛΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ

 ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: 

"ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΟΥΛΛΟΣ ΤΑΡΧΑΝΙΩΤΗΣ" 


     


Όταν το 1827 εξέδιδε το μνημειακό έργο του στη Φλωρεντία ο παγκόσμιος λαογράφος Giulio Ferrario ο Παρθενώνας σκιάζονταν από τζαμιά κι ολόκληρη η Αθήνα δεν ήταν παρά μια γούβα με λιμνάζοντα έλη και μια μικρή αγορά όπως ο μεγάλος Ιταλός την επιχρωματίζει στη γκραβούρα που φαίνεται παραπάνω. Όχι, τότε οι Έλληνες δεν "έφτιαχναν Παρθενώνες ενώ οι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια πάνω στα δέντρα", όπως αυτάρεσκα αναμασούν οι ανόητοι γραικύλοι αφού, ήδη, προ πολλών αιώνων οι Έλληνες είχαν πάψει να αποτελούν τον κανόνα των κατοίκων της πάλαι Ελλάδος. Παρά ταύτα, ακόμη και με την υπόδουλη Ελλάδα σε πλήρη παρακμή μέχρις αφανισμού της, οι Ευρωπαίοι, όπως κι ο λαμπρός Giulio  Ferrario την σπούδαζαν με επίκεντρο την αρχαιότητά της ανεξαρτήτως εάν ποτέ μέχρι σήμερα εκείνος ο Πολιτισμός δεν ανεπαρήχθη. Και η συνέπεια προς την αυθεντικότητα της ταινίας μας "Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης", μας υπαγορεύει να ανασύρουμε από την Βιβλιοθήκη μας έναν από τους πολλούς τόμους που συνθέτουν το πλήρες έργο "Il costume antico e moderno".


     Στον συγκεκριμένο αυτό τόμο (Εuropa III) ο Giulio Ferrario μας εφοδιάζει με πολύτιμες πληροφορίες οι οποίες σπονδυλώνουν την τελευταία σκηνή της ταινίας μας η οποία θα "επιστρέψει" τον θεατή εκεί απ΄ όπου, χρονικώς, η ταινία ξεκινά: στην Αρχαιότητα, αφού τούτο το παραστατικό έργο αποτελεί μια γέφυρα που συνδέει την ακμή του Ελληνισμού με την ακλόνητη πίστη και την μάχη για την αναζωπύρωσή της. Και, βεβαίως, στις σελίδες του δεν ανακαλύπτουμε μόνον στοιχεία και επιχρωματισμένες εικόνες αρχαίων ενδυμασιών, αλλά πολύ περισσότερα.


     Στις σελίδες αυτές βλέπουμε την αναπαράσταση της ελληνικής αρχαιότητος με κάθε λεπτομέρεια ώστε να καθοδηγηθούμε σκηνογραφικώς. 


     Ο χαράκτης αυτού του έργου θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανος για την εργασία του, της οποίας οι λεπτομέρειες είναι αξιοπρόσεκτες.


     Aρκεί δε μια προσεκτική ματιά για να δούμε όχι μόνον στατικές εικόνες αλλά και "κινούμενες" , όπως αυτές των χορευτριών βακχικών χορών, εκστασιαζόμενοι με την αναρρίπιση της πτυχολογίας των φορεμάτων τους.


     Όμως, εκεί που είναι ανεκτίμητη η συνεισφορά αυτού του έργου στην κατανόηση του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού είναι στο πεδίο της μουσικής όπου βεβαίως, την πρώτη θέση κατέχει η αναφορά στα όργανα εκείνης της εποχής.


     Και ασφαλώς, πρώτη η λύρα ως το κυρίαρχο έγχορδο της αρχαιότητος, ίδια η "φωνή" του Απόλλωνος όπως μέλπει στα ιερά χέρια του.


     Aλλά, μουσική χωρίς πνευστά δεν νοείται κι έτσι ο Giulio Ferrario με την βοήθεια του χαράκτη του μας δίνουν την εκδοχή κάποιων αρχαϊκών πνευστών. 


     Τέλος, σ΄ αυτές τις σελίδες μνημονεύονται και τα κρουστά τα οποία συνεπλήρωναν την αρχαϊκήν ορχήστρα ώστε να μπορούμε να απολαύσουμε και την εικόνα ενός ολοκληρωμένου συνόλου της, όπως απεικονίζεται σε αυτό το περιγραφικότατο έργο του ανεκτίμητου Giulio Ferrario.

     

Συνιστώσα ακρογωνιαία του κ α λ ο ύ  η Μουσική, επαληθεύει τον ιδρυτή της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας Πλωτίνον ο οποίος θεωρούσε ότι αυτό, δηλαδή, το "καλόν", "ένα" κατά την τοποθέτησή του, δεν ήταν αντιληπτόν απλώς από τις αισθήσεις αλλά "δια ψυχής ορώμενον" εάν, βεβαίως, ήταν "απολύτως καλόν". Και η Μουσική εάν είναι απολύτως καλή, δεν γίνεται αντιληπτή, απλώς, δια της ακοής αλλά δια της επέκεινα των φυσικών αισθήσεων "αντιλήψεως της ψυχής" την οποία αδυνατεί να προσδιορίσει η επιστημονική ορολογία της φυσιολογίας των όντων. Και το καλόν υφίσταται στην φύση και στην τέχνη, στον χρόνο και στον χώρο, ώστε η Μουσική να είναι 
«...η εν χρόνω μετά ρυθμού και αρμονίας υψηλή ευαρέσκεια της ψυχής η παρεχομένη δια της μιμήσεως των εν τη φύσει ηδέων και ευφροσύνων φθόγγων.»
 (Κωνσταντίνου Γ, Ζησίου: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ» εν Αθήναις, 1910). Κι έτσι, η Μουσική, υποδιαιρείται κατά τον εξωτερικόν, μεν, τρόπον εκφράσεως σε  φ ω ν η τ ι κ ή  (με την βοήθεια της ανθρώπινης φωνής) και σε   ο ρ γ α ν ι κ ή  (με την βοήθεια των μουσικών οργάνων) ενώ, δε, κατά την εσωτερική σύσταση, οι παλαιότεροι την ανέλυαν κατά το "εναρμόνιον" και κατά το "διάτονον" (ή "χρώμα") ή, όπως κατόπιν επεκράτησε, σε "αρμονία" και "μελωδία". 


     Όμως, μιλώντας για "Μ ο υ σ ι κ ή", τι ακριβώς εννοούμε; Tι, ακριβώς, υποδηλώνει η λέξη αυτή και πού μας παραπέμπει;  


O Συνθέτης της μουσικής της ταινίας μας Γεώργιος Κοχλιός
 

Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών Κ. Α. Ψάχος στο συνοπτικό σύγγραμμά του «Δύναμις και επενέργεια της Μουσικής» (Αθήναι, τύποις Διονυσίου Ευστρατίου,1905) η λέξη «Μουσική» παράγεται από το ρήμα «μάω» το οποίο σημαίνει «επινοώ κάτι», «αναζητώ κάτι» διανοητικώς (Πλατ. Κρατυλ. σ. 406), ενώ κατά τον Πλούταρχο, η λέξη «Μούσα», στον πληθυντικό, παράγεται εκ του «ομού ούσαι». Για τους Έλληνες η Μούσα ήταν η θεά της υμνωδίας, του άσματος, της ωδής, της ποιητικής, της ορχήσεως και κάθε επιστήμης που εξημερώνει τα ανθρώπινα ήθη. Επίσης, οι Έλληνες τιμούσαν την Μούσα ως θεά που ενέπνεε αοιδούς και μάντεις και υπ΄ αυτό το πνεύμα συναντούμε την λέξη και στον Όμηρο ο οποίος, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, επικαλείται την Μούσα στις πλέον ποιητικές αναλαμπές και στις πιο κρίσιμες στιγμές των έργων του. Ειδικώς στην Οδύσσεια (Ω 60), ο Όμηρος ορίζει ως εννέα τις Μούσες, ήτοι, Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη, έφοροι και προστάτιδες τεχνών κι επιστημών. Οι Μούσες, κατά τις παλαιότατες Πελασγικές δοξασίες διεκρίνοντο ως (α) Π ρ ε σ β υ γ ε ν ε ί ς (Θελξινόη, Αοιδή, Αρχή και Μελέτη, κόρες του δευτέρου Διός ή, κατά Μίμνερμο, του Ουρανού), (β) Ν ε ώ τ ε ρ ε ς (κοινώς καλούμενες "εννέα Μούσες", κόρες του τρίτου Διός και της Μνημοσύνης) και (γ) Ν ε ώ τ α τ ε ς (ή "Πιερίδες", κόρες του Πιέρου και της Αντιόπης [Cic. Nat. deor 3.21.]. O Παυσανίας αριθμεί ως αρχικές μεν, μόνον τρεις Μούσες (Μελέτην, Αοιδήν και Μνημήν) κατόπιν, δε, τις εννέα του Πιέρου του Μακεδόνος (IX. 19.2. cier. Nat.).

Επιπλέον, οι Έλληνες της αρχαιότητος απέδιδαν στον όρο "Μουσική" την σύναψη όλων των γνώσεων που εκπροσωπούσαν οι Μούσες και ο Δειπνοσοφιστής Αθηναίος σημειώνει: «Το δε όλον έοικεν η παλαιά των Ελλήνων σοφία τη μουσική μάλλον δεδομένη», με άλλα λόγια, ως Μουσική νοείται ένα συνολικό εύρος γνώσεων που εμείς θα το αποκαλούσαμε "Παιδεία" δοθέντος ότι, για ό,τι σήμερα εμείς εννοούμε με τον όρο "μουσική" τότε εκαλείτο "αρμονική". Κατόπιν, δε, η λέξη "μουσική" εξελίχθηκε σε έναν τεχνικόν όρο που σημαίνει την φωνητικήν ή την οργανική μελωδία η οποία οροθετεί το απαραίτητο στοιχείο κάθε μορφής παιδεύσεως, ιδιαιτέρως δε, της ποιητικής και της ρητορικής.



Επανερχόμενοι όμως, μετά την μακρά μας, όσον και απαραίτητη, παρέκβαση, στον Giulio Ferrario και στον τόμο "Europa III" του έργου του "Il costume antico e moderno", ανακαλύπτουμε και δύο αναδιπλούμενες παρτιτούρες αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, όπως ο συγγραφέας τις θέλει. Αυτές τις παρτιτούρες και κατόπιν παρακλήσεώς μας, ο ευγενής Συνθέτης της μουσικής της ταινίας μας τις "μετέφρασε" οργανικώς στα δύο ηχητικά δείγματα που ακολουθούν και τα οποία μας παραπέμπουν στην ιταλικήν "εκδοχή" περί αντιλήψεως της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής η οποία, όμως, δεν παύει να έχει την, αξιοπαρατήρητη, σημαντικότητά της διότι, αυτή η "ιταλική εκδοχή" της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής σε συνδυασμό με τα "ιταλικά βιώματα" του Μιχαήλ Μαρούλλου Ταρχανιώτη θα εμπνεύσει τον εξαιρετικό Γεώργιο Κοχλιό ώστε να συνθέσει την πλέον αυθεντική μουσική της τελικής σκηνής της ταινίας μας, πάντοτε, ..."αυθεντικότητος ένεκεν"!


«ΟΡΧΗΣΗ»
Έργο με μολύβι "chiaro scuro" του Αριστοτέλους Ηρ. Καλέντζη
από το μανιφέστο τέχνης του: «ΣΕ ΣΕΝΑ» (1983).


Η τελική σκηνή της ταινίας μας, περί της οποίας και το παρόν "σκαρίφημα", δομείται με δύο "δομικά υλικά", την μουσική του Γεωργίου Κοχλιού και την όρχηση γύρω από το κυρίαρχο, εμβληματικό, γλυπτό του Εξηκία Τριβουλίδη το οποίο επισφραγίζει και την ταινία, υπογραμμίζοντας την νομοτέλεια της πραγματώσεως του οράματος του Μιχαήλ Μαρούλλου Ταρχανιώτη με την επανίδρυση της Ελλάδος κάτι που θα τεκμηριωθεί με εμβόλιμες σκηνές από την σημερινή ανέγερση του περικαλλέστατου Διοπανείου Ναός στην Αρκαδία, τα θυρανοίξια του οποίου οι "Έλληνες Κένταυροι" θα συνεορτάσουμε, αποδίδοντας τα δέοντα στους δύο Θεούς με τοξεύσεις των αρχαίων Ελληνικών Τόξων τα οποία, κατόπιν μακροχρόνιας αρχαιολογικής μελέτης, κατάφερε να ανακατασκευάσει ο Συνασκούμενός μας Περικλής Τελειορίδης!


Ο Έλληνας Στρατιώτης Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ως πολεμιστής και λόγιος, μας διδάσκει ότι χωρίς πνεύμα ο πόλεμος ευτελίζεται σε βαρβαρότητα και η Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" συντάσσεται μ' εκείνο τον λαμπρό Στρατιώτη, συνδυάζοντας την άσκηση στα όπλα με την διακονία των Μουσών καλλιεργώντας την Παιδεία των μαθητών μας. Γι αυτό και η ταινία μας δεν περιορίζεται στην ανάδειξη του πολεμικού κλέους του βιογραφουμένου της αλλά, κυρίως, στην Παιδεία του ως ανθρώπου και πολεμιστή. Έτσι, μια συστηματική εργασία μελέτης και ανασυστάσεως της πνευματικής του υποστάσεως επιχειρείται στα αφανή, πλην εργωδέστατα, "παρασκήνια" της παραγωγής αυτής της ταινίας, όπως αρμόζει σε ένα τόσο σοβαρό εγχείρημα. Και, πιστεύουμε, ότι το αποτέλεσμα θα δικαιώσει τις προσπάθειές μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.