ΕΦΙΠΠΗ ΣΠΑΘΑΣΚΙΑ
Η διδασκαλία της Έφιππης Σπαθασκίας στην Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" ακολουθεί το γενικότερο σκεπτικό της κατά το οποίο ό,τι διδάσκεται θα πρέπει να συντάσσεται με την λογική του εγκύρου και παραδεκτού!
Έτσι, αφού στην χώρα μας δεν υπάρχει, ούτε παράδοση Σχολών διδασκαλίας της Έφιππης Σπαθασκίας, ούτε κανένας απολύτως Διδάσκαλος, επιλέξαμε προς εφαρμογή την διδασκαλία του εγχειριδίου που συνέταξε ο Στρατηγός George S. Patton Jr. (1885-1945), ως Εκπαιδευτής Σπαθασκίας στο Σχολείο Ιππικού των Η.Π.Α. υπό τον τίτλο "Saber Exercise" (1914). Επικουρικώς, επιλέξαμε εν μέσω αρκετών αναλόγων και μιαν ελληνικήν έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών (1912) υπό τον τίτλο: "Κανονισμός των Ασκήσεων και Ελιγμών του Ιππικού". Παραλλήλως ενισχύσαμε την διδασκαλία με την προσωπική μας εμπειρία ως, παιδιόθεν, οπλομάχων.
Επιδίωξή μας υπήρξε η αμιγής μεταφορά του περιεχομένου των συγκεκριμένων στρατιωτικών εγχειριδίων και της προσωπικής εμπειρίας μας στους μαθητές μας, χωρίς χρονοβόρες θεωρητικολογίες και «ασκήσεις επί αμμοδόχου», αλλά με την εναργή δραστικότητα που απαιτεί το πνεύμα της ρεαλιστικής Σπαθο-μ α χ ί α ς και όχι της απλής σκηνικής Σπαθ-α σ κ ί α ς.
Βεβαίως, μία ορθή διδασκαλία Έφιππης Σπαθασκίας απαιτεί και την χρήση σωστού αγχεμάχου όπλου το οποίο, με την διεξοδικότητα που μας χαρακτηρίζει, προτιμήσαμε να σχεδιάσουμε εξ αρχής οι ίδιοι, το 2011, υιοθετώντας μια διασταύρωση αρχαίας Ελληνικής Φαλκάτας και Μογγολικής Σπάθης Ιππικού.
Έτσι, ο Ιδρυτής των "Ελλήνων Κενταύρων", λαμβάνοντας υπ΄ όψη του πολλές σπαθασκητικές παραμέτρους και δεδομένα, κατέληξε στην προαναφερθείσα σχεδίαση η οποία αναλύεται εν συνεχεία και με την βοήθεια του αειμνήστου Συνεργάτη μας Νικολάου Καπλατζή κατασκευάσαμε δύο πρότυπα από ειδικό κράμα μετάλλου, μη υπάρχοντος στην Ελλάδα και εισηγμένου από την Βουλγαρία, τα οποία δοκιμάζουμε επί μακρόν στα μαθήματά μας με απολύτως επιτυχή αποτελέσματα. Τα πρότυπα αυτά αποδεικνύουν ότι είναι αρκετά ισχυρά ώστε να προξενήσουν σοβαρές ζημιές σε πολλά είδη υλικών (συμπεριλαμβανομένου και του σιδήρου) ενώ εκγυμνάζουν με το σκοπούμενα επαυξημένο βάρος τους και τον σπαθηφόρο καρπό.
Τέλος, καθώς ο σκοπός μας είναι να καταστούμε ικανοί στην ορθήν έφιππη χ ρ ή σ η της Σπάθης, πέραν από κάθε θεωρητική προσέγγιση επιδιώκουμε να απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα του χειρισμού της περισσότερο από το να ακολουθούμε, απλώς, κάποιους κανόνες. Οι Πολεμιστές προτιμούν να μάχονται αντί να μελετούν σε σκιερές Βιβλιοθήκες κι έτσι κι εμείς προτιμούμε να χαιρόμαστε τις σπάθες μας ιππεύοντας στο ύπαιθρο, καλπάζοντας και αναβιώνοντας τις τακτικές των ινδαλμάτων μας, των Ελλήνων Στρατιωτών της Δύσεως.
H ιδιοτυπία της σχεδιάσεως του ελάσματος και των καμπυλοτήτων της Σπάθης των "Ελλήνων Κενταύρων" είναι προϊόν μελέτης και εμπνεύσεως αρχαίων μυκηναϊκών αγχεμάχων τα οποία είχαμε την δυνατότητα να εξετάσουμε in vivo κατά την διάρκεια της πολυετούς συνεργασίας μας με το “Discovery Channel” και τον, διεθνώς διακεκριμένο, αρχαιολόγο του Σίμκχα Γιακομπόβιτσι όταν, είχαμε την ευκαιρία να εργασθούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών κατά την δεκαετία του ’90, πριν λειτουργήσει η, τότε υπό σχεδίαση, Σχολή μας.
Ιδρύοντας τους "Έλληνες Κενταύρους", οραματιστήκαμε μια Σχολή πολεμικής ουσίας και όχι ένα θίασο προοριζόμενο να αναλωθεί σε μία σκηνική παρουσία. Βεβαίως, μελετήσαμε και αενάως θα μελετούμε τη θεωρία του πολυσχιδούς εφιπποτοξοτικού αντικειμένου σε όλη του την, ανεξάντλητη, έκταση, αλλά πρωταρχικό μας μέλημα είναι η π ρ ά ξ η, γι αυτό από το πρώτο κιόλας μάθημα επιδιώκουμε ο μαθητής μας να βιώσει τη πρακτική των εφίππων πολεμικών τεχνών και, κυρίως, να ανακαλύψει τον Πολεμιστή που κρύβει μέσα του.
Η θεωρητική μελέτη των παραμέτρων μιας πολεμικής τέχνης όπως η Έφιππη Τοξοβολία, ασφαλώς, περιλαμβάνει και τη μελέτη πολύ περισσότερων όπλων από το Τόξο το οποίο βεβαίως είναι και το εκηβόλο μας, όπλο. Όμως, η ισορροπιστική ακεραίωση ενός εκηβόλου όπλου που προορίζεται για χέρια Ιππέως δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα αγχέμαχο και, μάλιστα, ένα αγχέμαχο όπως η Σπάθη.
Εισάγοντας στην έφιππη εκπαίδευσή μας τη Σπάθη, αρχικώς, σκεφθήκαμε να καταφύγουμε στη βοήθεια ειδικών του αντικειμένου μιας και στη Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" ούτε τους γνώστες παριστάνουμε, ούτε τον τίτλο του «Δασκάλου» ή …μαίστορος, διεκδικούμε. Παρά ταύτα, το πρώτο που διαπιστώσαμε, όπως προαναφέραμε, είναι την παντελή απουσία «ειδικού» του αντικειμένου στη χώρα μας! Η έρευνά μας προς εντοπισμό «ειδικού» Σπαθοδιδασκάλου το πρώτο που μας έδειξε ήταν ότι στη σημερινή Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστοι (λιγότεροι των τριών!) ειδικοί να εισαγάγουν τον μαθητή στην επίγεια χρήση της Σπάθης αλλά μόνον μέχρι αυτό το επίπεδο και κανείς για την έφιππη διδασκαλία της Σπάθης. Δυστυχώς και στη περίπτωση των οπλομαχητικών διδασκαλιών στη σημερινή Ελλάδα ισχύει το «ό,τι δηλώσεις είσαι» και κάθε ανεπάγγελτος δε διστάζει να δηλώσει «Οπλοδιδάσκαλος» προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, όπως ακριβώς και στην ευρύτερη «πιάτσα» των …ιθαγενών πολεμικών τεχνών, πλείστοι όσοι ευκαιριακοί απατεώνες μετρούν ασύστολα …τριψήφια «νταν» για να αλιεύσουν ανεγκέφαλους μαθητές οι οποίοι θα παραμείνουν …ασχετότεροι των αετονύχηδων μαυροζωναράδων, πανασχέτων, …«Δασκάλων» τους! Με ικανοποίηση είδαμε, μόνον, δύο λειτουργούσες σχολές Σπαθασκίας εδάφους να προσεγγίζουν το, άσχετο με το δικό μας, επίγειο σπαθασκητικό τους αντικείμενο και αυτές, όμως, εμμένουσες σε μία σκηνική έμφαση, απότοκο ομφαλοσκοπικής σπουδής αναγεννησιακών εγχειριδίων με ιδιαίτερα «κολλήματα» στο τι γράφει ο δείνα, ή, τι γράφει ο τάδε αναγεννησιακός Οπλοδιδάσκαλος στο εγχειρίδιό του και με κατάληξη όχι την ανταλλαγή σπαθισμών αλλά …απόψεων «περί διαγραμμάτου»!
Αυτή την εμμονική μελετητική προσέγγιση κάθε άλλο παρά την λοιδορούμε! Την θεωρούμε ως βάση του σπαθασκητικού αντικειμένου για την οποία, όμως, ο μέλλον Οπλομάχος δεν προορίζεται ως «δεσμώτης» και όσο ενωρίτερα βιώσει τη γοητεία του σπαθισμού τόσο καλύτερα για την Οπλομαχία (και, όχι απλή Σπαθασκία)! Παρακολουθώντας, πάντως, τις διδασκαλίες στις Αίθουσες όπου βρεθήκαμε, διαπιστώσαμε ότι η ουσία της διδαχής ήταν ο μη σπαθισμός αλλά η υπόκριση σπαθισμού, κάτι το οποίο μία θεατρική σκηνή θα μπορούσε να φιλοξενήσει πολύ καλύτερα από ένα πεδίο μάχης!
Καθ' όλη την εμπλοκή του με την σχεδίαση της οπλομαχητικής διδασκαλίας στην Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων", ο Ιδρυτής της, στάθμισε την προσωπική του εμπειρία και ως εκπαιδευομένου στην Σχολή του Οργανισμού "Kassai" όταν ευτύχησε να διδάσκεται από τον Δάσκαλο Kassai Lajos και του ζητήθηκε να καλπάσει πλήττοντας (διπλά, το καθένα!) ανδρείκελα τοποθετημένα εκατέρωθεν του Ίππου, κατά μήκος του καλπαστικού ίχνους και, αυτό, αντί Σπάθης, με ένα μεταλλικό σωλήνα τριπλασίου βάρους μιας κανονικής Σπάθης. Τότε, αισθάνθηκε ότι, πραγματικά, αυτή η άσκηση τον εισήγαγε χωρίς καμία χρονοτριβή στην ουσία της Σπαθομαχίας που είναι η καταφορά ζωτικών (και όχι «σκηνικών») σπαθισμών επί του στόχου. Με αυτή την εμπειρία του, ο Ιδρυτής της Ομάδος των «Ελλήνων Κενταύρων» και εισαγαγών την Έφιππη Σπαθομαχία στους δικούς του εκπαιδευομένους, θεώρησε ότι, αν όχι τόσο απαιτητικώς όσο στην Κοιλάδα του Οργανισμού «KASSAI», αλλά με ένα και μόνον στόχο επί του καλπαστικού ίχνους, ο μαθητής θα μπορούσε να εισαχθεί με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στην έφιππη χρήση Σπάθης, κάτι το οποίο απεδείχθη ορθόν!
Η σ χ ε δ ί α σ η της εκπαιδευτικής Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» βασίσθηκε στο περιεχόμενο ενός άλλου στρατιωτικού εγχειριδίου που εξέδωσε, επίσης, το Υπουργείο Στρατιωτικών το 1904, προοριζόμενο για το «Στρατιωτικόν Σχολείον Υπαξιωματικών» υπό τον τίτλο: «Μαθήματα Πυροβολικής κλπ» το οποίο συνέγραψε ο τότε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Ν. Σολιώτης. Στο δεύτερο μέρος αυτού του σημαντικού εκπαιδευτικού εγχειριδίου και στο κεφάλαιο Ι’ (Οργανισμός των αγχεμάχων όπλων) μας «περίμεναν» οι σχεδιαστικοί κανόνες της εκπαιδευτικής Σπάθης της Σχολής των «Ελλήνων Κενταύρων».
Η διαμόρφωση της Οπλομαχητικής Ορολογίας
Γράφει ο:
Ομοίως, διαφοροποιήσεις προκύπτουν και μέσα στην ίδια και την αυτή «Σχολή» με την πάροδο του χρόνου. Επί παραδείγματι, οι Ιταλοί Δάσκαλοι της Οπλομαχητικής κατά τον 17ο αιώνα, όπως και οι αντίστοιχοι Γάλλοι ομόλογοί τους, αναφέρονται συχνά σε έναν κυκλικό χειρισμό της λάμας που εκτελείται κατά τον χρόνο της απεμπλοκής από την αντίπαλη λάμα (contracavatione) ενώ οι σύγχρονοι διάδοχοί τους ορίζουν με τον όρο controcavazione μία προσποίηση που ακολουθείται από έναν εξαπατούντα κυκλικό χειρισμό της λάμας . Οι Γάλλοι Δάσκαλοι, αφ’ ετέρου, δυσκολεύονται να συμφωνήσουν μεταξύ τους, από τις αρχές του 19ου αιώνος, επί των όρων «redoublement» και «reprise».
Όπως είναι γνωστό, oι πρώτες διασωζόμενες οπλομαχητικές μελέτες χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα και έχουν συγγραφεί από Δασκάλους όπως ο Achille Marozzo (1536), o Jeronimo De Carranza (1569), o Joachim Meyer (1570) και ο Henry De Sainct-Dadier(1573). Αυτοί οι Δάσκαλοι καθώρισαν το θεωρητικό πλαίσιο των τεσσάρων ευρωπαϊκών βασικών «Σχολών» του 16ου αιώνος : της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Γερμανικής και της Γαλλικής «Σχολής».
Με την διάδοση του πολιτισμού της Ιταλικής Αναγεννήσεως κατά τον 16ο και 17ον αιώνα, κάθε τι ιταλικό, συμπεριλαμβανομένης και της Οπλομαχητικής, έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλές. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η Γαλλική Βασιλική Οικογένεια η οποία προσέλαβε Ιταλούς Δασκάλους της Οπλομαχητικής όπως τους Pompee και Silvie, ενώ Γάλλοι και Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ταξίδευαν συχνά στην Ιταλία για να διδαχθούν από τους φημισμένους Ιταλούς Δασκάλους εκείνης της εποχής. Ως αποτέλεσμα υπήρξε η εισαγωγή της Ιταλικής οπλομαχητικής ορολογίας στο Γαλλικό και Γερμανικό λεξιλόγιο. Στην Γαλλία, προσαρμόσθηκε σύντομα η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία και αφομοιώθηκαν οι Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι μετατρεπόμενοι σε Γαλλικούς, ώστε, στο τέλος του 17ου αιώνος αναπτύχθηκε μία αμιγής Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχίας, ενώ στην Γερμανία διατηρήθηκαν μέχρι και τον 21ο αιώνα πολλοί Ιταλικοί όροι όπως «filo» και «battuta». Ωστόσο, η Ισπανική «Σχολή» Οπλομαχίας έπαυσε να υφίσταται ως αυτοτελής, ήδη, από την αρχή του 19ου αιώνος. Ο Μanuel Antonio De Brea (1805), επί παραδείγματι, στον τίτλο της μελέτης του περί του χειρισμού του ξίφους, επισημαίνει ότι ο ίδιος ακολουθεί ένα αμάλγαμα Γαλλικού, Ιταλικού και Ισπανικού οπλομαχητικού δόγματος, ενώ, ο Julio Castelló (1933) δηλώνει στους μαθητές του ότι διδάσκει Γαλλικό ξίφος και Ιταλική σπάθη.
Κατά τον 16ο αιώνα οι Άγγλοι, όπως και οι Γάλλοι, εντυπωσιάσθηκαν από την Ιταλική Οπλομαχητική. Ιταλοί Δάσκαλοι άρχισαν να ιδρύουν Σχολές στην Αγγλία και η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία έγινε δημοφιλής με τις σπουδές που δημοσίευσαν οι Giacomo di Grassi (1594) και Vincentio Saviolo (1595). Λόγω των επιδράσεών τους, Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι όπως «imbroccata», «mandritta», «riverso» και «stoccata» εισεχώρησαν στο Αγγλικό οπλομαχητικό λεξιλόγιο. Κατά τον επακολουθήσαντα αιώνα, η εγγύς γειτονία Αγγλίας-Γαλλίας επέτρεψε στη Γαλλία να εισχωρήσει στα οπλομαχητικά «πράγματα» της Αγγλίας αυξάνοντας το ενδιαφέρον των Άγγλων για τις Γαλλικές οπλομαχητικές μεθόδους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα οπλομαχητικά εγχειρίδια του William Hope που εμφανίστηκαν μεταξύ του 1687 και 1729. Ωστόσο, παρά το ότι ακόμη και ως τα μέσα του 18ου αιώνος το Γαλλικό σύστημα είχα για τα καλά εδραιωθεί στην Αγγλία, στην ίδια χώρα η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία εξακολουθούσε να ασκεί μία επίδραση. Αυτό ωφείλετο κατά πολύ στον Domenico Angelo Malevolti Tremamondo ο οποίος έφθασε στην Αγγλία το 1750 και ίδρυσε μία Ακαδημία Οπλομαχίας που μακροημέρευσε ως το τέλος του 19ου αιώνος. Ο Domenico αν και αρχικώς εκπαιδεύθηκε σε Ιταλική Σχολή, ωλοκλήρωσε την εκπαίδευσή του με τον Γάλλο Δάσκαλο Teillagory και κατόπιν συνέγραψε μία μελέτη (1763) συνδυάζοντας τις διδασκαλίες του Γαλλικού και Ιταλικού συστήματος. Η έκδοση αυτής της μελέτης αντιμετώπισε τέτοιο ενδιαφέρον τόσο στην Γαλλία όσο και στην Αγγλία, ώστε ο διάσημος για την εποχή εκδότης Denis Diderot συμπεριέλαβε στην πασίγνωστη «Encyclopedie» του πίνακες από το εγχειρίδιο του Domenico.
Κατά την αρχή του 19ου αιώνος, τα δύο επικρατέστερα εθνικά συστήματα Οπλομαχητικής ήσαν το Ιταλικό και το Γαλλικό. Η ακριβής περιγραφή του πλαισίου της κάθε «Σχολής» επιχειρείται από τους Ιταλούς Rosaroll Scorza και Pietro Grisetti (1803) καθώς και από τον Γάλλο La Boёssière (1818). H προσεκτική μελέτη των συγγραμμάτων τους, αποκαλύπτει ότι οι οπλομαχητικοί ορισμοί και οι περιγραφές των χειρισμών κατά την διάρκεια ενός μαθήματος της εποχής εκείνης, γενικώς, βρίσκονται πολύ κοντά στα αντίστοιχα των ημερών μας. Εκτός των φυλάξεων της «sixte» (έκτης) και «septime» (εβδόμης) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισχύει το σύγχρονο Γαλλικό σύστημα αριθμήσεως. Ο La Boёssière συνιστά ακόμη μία στάση φυλάξεως με εκτεταμένο τον βραχίονα της ξιφοφόρου χειρός κατάλληλη για μονομαχητική και αποκαλεί τις φυλάξεις της «sixte» και «septime», αντιστοίχως, ως «quarte sur les armes» και «demi-cercle» ενώ για την τελευταία δηλώνει ότι πρόκειται για φύλαξη έναντι μιας «quarte basse». Είναι προφανές ότι πρόκειται περί καταλοίπων των παλαιοτέρων Ιταλικών στάσεων φυλάξεως, της φυλάξεως εξωτερικής υψηλής γραμμής με την χείρα στη θέση τετάρτης (posizione di pugno di quarta), την φύλαξη ημικυκλίου (mezzocerchio) και τον ξιφισμό κατά την κάτω τετάρτης (quarta bassa).
H σύγχρονη Ιταλική οπλομαχητική θεωρία διεμόρφωσε τη σημερινή «μορφή» της προς το τέλος του 19ου αιώνος, όταν η «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης υιοθέτησε ως επίσημο εγχειρίδιο διδασκαλίας το σύγγραμμα του Masaniello Parise περί ξίφους και σπάθης (1884). Ο Parise, ως πρώτος διευθυντής αυτής της Σχολής, εκπαίδευσε την πλειονότητα των Οπλοδιδασκάλων που κυριάρχησαν στην Ιταλία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνος. Μετά τον θάνατό του (1910) τον Parise διεδέχθησαν οι βοηθοί του Salvatore Pecoraro και Carlo Pessina. Και οι δύο είχαν εκπαιδευθεί στη «Σχολή Σπαθασκίας Radaelli» και τώρα συνεργάζονται για την συγγραφή ενός νέου εγχειριδίου Σπαθασκίας (1910). Το νέο αυτό κείμενο σε συνδυασμό με το έργο του Parise διεμόρφωσαν τη θεωρητική βάση οπλομαχητικής διδασκαλίας στην Ιταλία μέχρι το 1970. Τότε, αποφασίσθηκε η εισαγωγή νέων εκπαιδευτικών εγχειριδίων που θα περιείχαν όλες τις νεώτερες τεχνικές μεταβολές που είχαν σημειωθεί μετά το 1910. Ο Giorgio Pessina και ο Ugo Pignotti υπήρξαν τα πρόσωπα στα οποία ανετέθη η συγγραφή των αναθεωρημένων εγχειριδίων, ένα για το ξίφος (1970) κι ένα για την σπάθη (1972). Ένας συνοδευτικός τόμος για το ξίφος μονομαχίας (1971) ξεκίνησε να συγγράφεται από τον Giuseppe Mangiarotti και ωλοκληρώθηκε από τον Edoardo Mangiarotti.
Oι Jean-Louis Michel και Bertrand είναι εκείνοι που θεωρούνται, γενικώς, ως οι θεμελιωτές της σύγχρονης εθνικής Γαλλικής «Σχολής». Δυστυχώς, κανείς από τους δύο μεγάλους Οπλοδιδασκάλους δεν συνέγραψε κάποια σπουδή αλλά ο Arsène Vigeant (1883) διασώζει παραδείγματα από τα μαθήματα του Jean-Louis Michel και τόσο ο Camille Prévost (1886) όσο και ο Georges Robert (1900) κατάφεραν να διασώσουν την μέθοδο του Bertrand. To 1908 o νέος «Στρατιωτικός Κανονισμός» Oπλομαχητικής έδωσε την τελική μορφή στην εθνική Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχητικής του 20ού αιώνος. Όπως και με το έργο του Parise στην Ιταλία έτσι και ο «Στρατιωτικός Κανονισμός» απετέλεσε ένα θεμελιώδες εγχειρίδιο ώστε επάνω του να στηριχθούν μεγάλοι Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Pierre Thirioux (1970), o Raoul Cléry (1973) και ο Daniel Revenu (1992).
Η Οπλομαχητική στις Η.Π.Α., όπως και στην Αγγλία, επηρεάστηκε κυρίως από την Γαλλική «Σχολή» κατά την διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνος. Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Louis Rondelle kai o François Darrieulat δίδαξαν αρκετές γενιές Αμερικανών την τεχνική του Γαλλικού ξίφους. Ο Rondelle (1892) άφησε πίσω του μια σημαντική εκπαιδευτική «ιστορία» τόσο στο ξίφος όσο και στη σπάθη ενώ, η περί ξίφους διδασκαλία του διασώθηκε από τους μαθητές του Scott Breckinridge Senior και Junior (1941) σε ένα τομίδιο. Οπλοδιδάσκαλοι από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν για να μεταφέρουν στις Η.Π.Α. οπλομαχητικά συστήματα και διδασκαλίες από την Ισπανική, την Ιταλική, την Βελγική, την Ουγγρική, την Πολωνική και την Ρωσική «Σχολή».
Μεταξύ των συγγραμμάτων που διεμόρφωσαν την Αμερικανική οπλομαχητική μεθοδολογία του 20ού αιώνος βρίσκονται, ασφαλώς, αυτά των Julio Castelló (1933), Aldo Nadi (1943) και Clovis Deladrier (1948).
Η σπάθη καίτοι εξασκήθηκε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως, από στρατιωτικούς, η σύγχρονη σπαθασκητική τεχνική βασίστηκε στη χρήση ενός ελαφρύτερου όπλου που επινοήθηκε από τον Ιταλό Giuseppe Radaelli περί τα μέσα του 19ου αιώνος. Το ξίφος υπήρξε η βάση επάνω στην οποία αναπτύχθηκε η σπαθασκητική θεωρία του Radaelli. Οι διάδοχοι του Radaelli, Luigi Barbasetti και Carlo Pessina, μετέφεραν τις αρχές της σπαθασκητικής του Radaelli στην «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης στην οποία δίδαξαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος.
Το 1894 ο Barbasetti εγκαινίασε μία Αίθουσα Όπλων στην Βιέννη και τον επόμενο χρόνο του ζητήθηκε να αναδιοργανώσει την Αυστρο-Ουγγρική τακτική Στρατιωτική Σχολή Οπλομαχητικής στο Wiener-Neustadt, εκεί όπου δίδαξε κατόπιν πολλούς Αυστριακούς και Ούγγρους μέλλοντες Οπλοδιδασκάλους της σπάθης. Κατόπιν, το 1896, ο Italo Santelli, ένας μαθητής του Carlo Pessina και απόφοιτος της Ιταλικής «Σχολής Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης προσεκλήθη από την Κυβέρνηση της Ουγγαρίας να διδάξει Οπλομαχητική στη Βουδαπέστη. Λόγω του ότι ήδη προϋπήρχε μια μεγάλη σπαθασκητική παράδοση στην Ουγγαρία, ο Santelli συνεισέφερε με την εισαγωγή της διδασκαλίας του Radaelli έτσι ώστε να διαμορφωθεί μία κοινή Ιταλο-Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδος. Κατόπιν, οι Ούγγροι εταίροι τροποποίησαν τη μέθοδο αυτή διατηρώντας την Ιταλική οπλομαχητική θεωρία αλλά απορρίπτοντας τις Ιταλικές ασκήσεις με κυκλικές καταφορές από τον αγκώνα, αντικαθιστώντας τις με βραχείες καταφορές που εκτελούνται από τον καρπό. Ο κύριος διαμορφωτής της σύγχρονης Ουγγρικής σπαθασκητικής, όπως αναγνωρίζεται γενικώς, είναι ο László Borsody Αρχι-Οπλοδιδάσκαλος στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos».
Οι επιτυχίες των Ούγγρων Σπαθιστών πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενέπνευσαν τους Βουλγάρους, Πολωνούς, Ρουμάνους και Ρώσους να υιοθετήσουν την Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδο. Τελικώς, κάθε εθνική Ομάδα τροποποίησε την Ουγγρική παιδαγωγική προσέγγιση στη Σπαθασκία διαμορφώνοντας την κατά χώρα εθνική «Σχολή». Κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των εθνικών «Σχολών» ήσαν η έμφαση στη φυσική ενδυνάμωση με ιδιαίτερη προσοχή στα κάτω άκρα και η αναδιαμόρφωση των σπαθισμών ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των συγχρόνων αγώνων σπάθης. Επίσης, εδώ θα έπρεπε να σημειώσουμε ότι η Ουγγρική τεχνική ξίφους, καίτοι αρχικώς βασίσθηκε στο Ιταλικό σύστημα, τροποποιήθηκε προκειμένου να συμπεριλάβει και Γαλλικά στοιχεία, όπως, λόγου χάρη οκτώ αντί τεσσάρων φυλάξεων. Οι τροποποιήσεις αυτές προέκυψαν όταν ο Γάλλος André Gardère εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία στη δεκαετία του 1930.
Το τελευταίο όπλο που ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Οπλομαχητική είναι το ξίφος μονομαχίας ανδρών. To όπλο αυτό υιοθετήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, κατόπιν εισηγήσεων των Γαλλικών Ακαδημιών Οπλομαχητικής, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις των συντηρητικών Οπλοδιδασκάλων που το θεωρούσαν ως εκφυλισμό του ξίφους . Η τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών κατ’ εκείνη την εποχή της διαμορφώσεώς της, περιγράφεται από τους Γάλλους Οπλοδιδασκάλους Jules Jacob (1887) και Anthime Spinnewyn και Paul Manoury (1898) και από τους Ιταλούς Οπλοδιδασκάλους Aurelio Greco (1907) και Agesilao Greco (1912). Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ιταλοί εκείνοι, βάσισαν τη μέθοδο του ξίφος μονομαχίας ανδρών στις γενικότερες αρχές του ξίφους. Η απουσία ορθής διαδρομής και εκτεταμένης επιφάνειας στόχου διαφοροποιούν το ξίφος μονομαχίας ανδρών από το ξίφος ασκήσεως. Όπως και στο ξίφος ασκήσεως, δύο ήσαν οι κυρίαρχες εθνικές «Σχολές», η Γαλλική και η Ιταλική. Η Ουγγρική τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών προέκυψε από το αντίστοιχο Ιταλικό σύστημα μέσω του Eduardo Alajmo ο οποίος δίδαξε στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos» τη δεκαετία του 1930. Η μέθοδος του Alajmo περιγράφεται σε ένα εγχειρίδιο του Μichele Alajmo αδελφού του Eduardo (1936) και την ξαναβρίσκουμε σε μία έκδοση του μαθητού του Eduardo, του Oύγγρου Ιmre Vas (1976).
Από την αρχή του
20ού αιώνος έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανική
Οπλομαχητική κυριαρχούσαν Ιταλοί
Οπλοδιδάσκαλοι από τη «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της
Ρώμης όπως ο Ettore Schiavoni που δίδαξε στο Βερολίνο και οι Arturo Gazzera και
Francesco Tagliabò που δίδαξαν στη Φραγκφούρτη. Κατά την μεταπολεμική περίοδο
οι Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ανέπτυξαν μία εθνική Γερμανική «Σχολή» η οποία
παρακολουθεί γενικώς την αντίστοιχη Ιταλική, έχοντας όμως προσθέσει κάποια
Γαλλικά στοιχεία. Επί παραδείγματι, ο Emil Beck στο Tauberbischofsheim έχει
καθιερώσει την Γαλλική αρίθμηση φυλάξεων.