Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΡ ΚΑΛΕΝΤΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΡ ΚΑΛΕΝΤΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΤΕΛΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: "ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΟΥΛΛΟΣ ΤΑΡΧΑΝΙΩΤΗΣ"

 ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΤΕΛΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ

 ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: 

"ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΟΥΛΛΟΣ ΤΑΡΧΑΝΙΩΤΗΣ" 


     


Όταν το 1827 εξέδιδε το μνημειακό έργο του στη Φλωρεντία ο παγκόσμιος λαογράφος Giulio Ferrario ο Παρθενώνας σκιάζονταν από τζαμιά κι ολόκληρη η Αθήνα δεν ήταν παρά μια γούβα με λιμνάζοντα έλη και μια μικρή αγορά όπως ο μεγάλος Ιταλός την επιχρωματίζει στη γκραβούρα που φαίνεται παραπάνω. Όχι, τότε οι Έλληνες δεν "έφτιαχναν Παρθενώνες ενώ οι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια πάνω στα δέντρα", όπως αυτάρεσκα αναμασούν οι ανόητοι γραικύλοι αφού, ήδη, προ πολλών αιώνων οι Έλληνες είχαν πάψει να αποτελούν τον κανόνα των κατοίκων της πάλαι Ελλάδος. Παρά ταύτα, ακόμη και με την υπόδουλη Ελλάδα σε πλήρη παρακμή μέχρις αφανισμού της, οι Ευρωπαίοι, όπως κι ο λαμπρός Giulio  Ferrario την σπούδαζαν με επίκεντρο την αρχαιότητά της ανεξαρτήτως εάν ποτέ μέχρι σήμερα εκείνος ο Πολιτισμός δεν ανεπαρήχθη. Και η συνέπεια προς την αυθεντικότητα της ταινίας μας "Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης", μας υπαγορεύει να ανασύρουμε από την Βιβλιοθήκη μας έναν από τους πολλούς τόμους που συνθέτουν το πλήρες έργο "Il costume antico e moderno".


     Στον συγκεκριμένο αυτό τόμο (Εuropa III) ο Giulio Ferrario μας εφοδιάζει με πολύτιμες πληροφορίες οι οποίες σπονδυλώνουν την τελευταία σκηνή της ταινίας μας η οποία θα "επιστρέψει" τον θεατή εκεί απ΄ όπου, χρονικώς, η ταινία ξεκινά: στην Αρχαιότητα, αφού τούτο το παραστατικό έργο αποτελεί μια γέφυρα που συνδέει την ακμή του Ελληνισμού με την ακλόνητη πίστη και την μάχη για την αναζωπύρωσή της. Και, βεβαίως, στις σελίδες του δεν ανακαλύπτουμε μόνον στοιχεία και επιχρωματισμένες εικόνες αρχαίων ενδυμασιών, αλλά πολύ περισσότερα.


     Στις σελίδες αυτές βλέπουμε την αναπαράσταση της ελληνικής αρχαιότητος με κάθε λεπτομέρεια ώστε να καθοδηγηθούμε σκηνογραφικώς. 


     Ο χαράκτης αυτού του έργου θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανος για την εργασία του, της οποίας οι λεπτομέρειες είναι αξιοπρόσεκτες.


     Aρκεί δε μια προσεκτική ματιά για να δούμε όχι μόνον στατικές εικόνες αλλά και "κινούμενες" , όπως αυτές των χορευτριών βακχικών χορών, εκστασιαζόμενοι με την αναρρίπιση της πτυχολογίας των φορεμάτων τους.


     Όμως, εκεί που είναι ανεκτίμητη η συνεισφορά αυτού του έργου στην κατανόηση του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού είναι στο πεδίο της μουσικής όπου βεβαίως, την πρώτη θέση κατέχει η αναφορά στα όργανα εκείνης της εποχής.


     Και ασφαλώς, πρώτη η λύρα ως το κυρίαρχο έγχορδο της αρχαιότητος, ίδια η "φωνή" του Απόλλωνος όπως μέλπει στα ιερά χέρια του.


     Aλλά, μουσική χωρίς πνευστά δεν νοείται κι έτσι ο Giulio Ferrario με την βοήθεια του χαράκτη του μας δίνουν την εκδοχή κάποιων αρχαϊκών πνευστών. 


     Τέλος, σ΄ αυτές τις σελίδες μνημονεύονται και τα κρουστά τα οποία συνεπλήρωναν την αρχαϊκήν ορχήστρα ώστε να μπορούμε να απολαύσουμε και την εικόνα ενός ολοκληρωμένου συνόλου της, όπως απεικονίζεται σε αυτό το περιγραφικότατο έργο του ανεκτίμητου Giulio Ferrario.

     

Συνιστώσα ακρογωνιαία του κ α λ ο ύ  η Μουσική, επαληθεύει τον ιδρυτή της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας Πλωτίνον ο οποίος θεωρούσε ότι αυτό, δηλαδή, το "καλόν", "ένα" κατά την τοποθέτησή του, δεν ήταν αντιληπτόν απλώς από τις αισθήσεις αλλά "δια ψυχής ορώμενον" εάν, βεβαίως, ήταν "απολύτως καλόν". Και η Μουσική εάν είναι απολύτως καλή, δεν γίνεται αντιληπτή, απλώς, δια της ακοής αλλά δια της επέκεινα των φυσικών αισθήσεων "αντιλήψεως της ψυχής" την οποία αδυνατεί να προσδιορίσει η επιστημονική ορολογία της φυσιολογίας των όντων. Και το καλόν υφίσταται στην φύση και στην τέχνη, στον χρόνο και στον χώρο, ώστε η Μουσική να είναι 
«...η εν χρόνω μετά ρυθμού και αρμονίας υψηλή ευαρέσκεια της ψυχής η παρεχομένη δια της μιμήσεως των εν τη φύσει ηδέων και ευφροσύνων φθόγγων.»
 (Κωνσταντίνου Γ, Ζησίου: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ» εν Αθήναις, 1910). Κι έτσι, η Μουσική, υποδιαιρείται κατά τον εξωτερικόν, μεν, τρόπον εκφράσεως σε  φ ω ν η τ ι κ ή  (με την βοήθεια της ανθρώπινης φωνής) και σε   ο ρ γ α ν ι κ ή  (με την βοήθεια των μουσικών οργάνων) ενώ, δε, κατά την εσωτερική σύσταση, οι παλαιότεροι την ανέλυαν κατά το "εναρμόνιον" και κατά το "διάτονον" (ή "χρώμα") ή, όπως κατόπιν επεκράτησε, σε "αρμονία" και "μελωδία". 


     Όμως, μιλώντας για "Μ ο υ σ ι κ ή", τι ακριβώς εννοούμε; Tι, ακριβώς, υποδηλώνει η λέξη αυτή και πού μας παραπέμπει;  


O Συνθέτης της μουσικής της ταινίας μας Γεώργιος Κοχλιός
 

Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών Κ. Α. Ψάχος στο συνοπτικό σύγγραμμά του «Δύναμις και επενέργεια της Μουσικής» (Αθήναι, τύποις Διονυσίου Ευστρατίου,1905) η λέξη «Μουσική» παράγεται από το ρήμα «μάω» το οποίο σημαίνει «επινοώ κάτι», «αναζητώ κάτι» διανοητικώς (Πλατ. Κρατυλ. σ. 406), ενώ κατά τον Πλούταρχο, η λέξη «Μούσα», στον πληθυντικό, παράγεται εκ του «ομού ούσαι». Για τους Έλληνες η Μούσα ήταν η θεά της υμνωδίας, του άσματος, της ωδής, της ποιητικής, της ορχήσεως και κάθε επιστήμης που εξημερώνει τα ανθρώπινα ήθη. Επίσης, οι Έλληνες τιμούσαν την Μούσα ως θεά που ενέπνεε αοιδούς και μάντεις και υπ΄ αυτό το πνεύμα συναντούμε την λέξη και στον Όμηρο ο οποίος, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, επικαλείται την Μούσα στις πλέον ποιητικές αναλαμπές και στις πιο κρίσιμες στιγμές των έργων του. Ειδικώς στην Οδύσσεια (Ω 60), ο Όμηρος ορίζει ως εννέα τις Μούσες, ήτοι, Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη, έφοροι και προστάτιδες τεχνών κι επιστημών. Οι Μούσες, κατά τις παλαιότατες Πελασγικές δοξασίες διεκρίνοντο ως (α) Π ρ ε σ β υ γ ε ν ε ί ς (Θελξινόη, Αοιδή, Αρχή και Μελέτη, κόρες του δευτέρου Διός ή, κατά Μίμνερμο, του Ουρανού), (β) Ν ε ώ τ ε ρ ε ς (κοινώς καλούμενες "εννέα Μούσες", κόρες του τρίτου Διός και της Μνημοσύνης) και (γ) Ν ε ώ τ α τ ε ς (ή "Πιερίδες", κόρες του Πιέρου και της Αντιόπης [Cic. Nat. deor 3.21.]. O Παυσανίας αριθμεί ως αρχικές μεν, μόνον τρεις Μούσες (Μελέτην, Αοιδήν και Μνημήν) κατόπιν, δε, τις εννέα του Πιέρου του Μακεδόνος (IX. 19.2. cier. Nat.).

Επιπλέον, οι Έλληνες της αρχαιότητος απέδιδαν στον όρο "Μουσική" την σύναψη όλων των γνώσεων που εκπροσωπούσαν οι Μούσες και ο Δειπνοσοφιστής Αθηναίος σημειώνει: «Το δε όλον έοικεν η παλαιά των Ελλήνων σοφία τη μουσική μάλλον δεδομένη», με άλλα λόγια, ως Μουσική νοείται ένα συνολικό εύρος γνώσεων που εμείς θα το αποκαλούσαμε "Παιδεία" δοθέντος ότι, για ό,τι σήμερα εμείς εννοούμε με τον όρο "μουσική" τότε εκαλείτο "αρμονική". Κατόπιν, δε, η λέξη "μουσική" εξελίχθηκε σε έναν τεχνικόν όρο που σημαίνει την φωνητικήν ή την οργανική μελωδία η οποία οροθετεί το απαραίτητο στοιχείο κάθε μορφής παιδεύσεως, ιδιαιτέρως δε, της ποιητικής και της ρητορικής.



Επανερχόμενοι όμως, μετά την μακρά μας, όσον και απαραίτητη, παρέκβαση, στον Giulio Ferrario και στον τόμο "Europa III" του έργου του "Il costume antico e moderno", ανακαλύπτουμε και δύο αναδιπλούμενες παρτιτούρες αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, όπως ο συγγραφέας τις θέλει. Αυτές τις παρτιτούρες και κατόπιν παρακλήσεώς μας, ο ευγενής Συνθέτης της μουσικής της ταινίας μας τις "μετέφρασε" οργανικώς στα δύο ηχητικά δείγματα που ακολουθούν και τα οποία μας παραπέμπουν στην ιταλικήν "εκδοχή" περί αντιλήψεως της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής η οποία, όμως, δεν παύει να έχει την, αξιοπαρατήρητη, σημαντικότητά της διότι, αυτή η "ιταλική εκδοχή" της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής σε συνδυασμό με τα "ιταλικά βιώματα" του Μιχαήλ Μαρούλλου Ταρχανιώτη θα εμπνεύσει τον εξαιρετικό Γεώργιο Κοχλιό ώστε να συνθέσει την πλέον αυθεντική μουσική της τελικής σκηνής της ταινίας μας, πάντοτε, ..."αυθεντικότητος ένεκεν"!


«ΟΡΧΗΣΗ»
Έργο με μολύβι "chiaro scuro" του Αριστοτέλους Ηρ. Καλέντζη
από το μανιφέστο τέχνης του: «ΣΕ ΣΕΝΑ» (1983).


Η τελική σκηνή της ταινίας μας, περί της οποίας και το παρόν "σκαρίφημα", δομείται με δύο "δομικά υλικά", την μουσική του Γεωργίου Κοχλιού και την όρχηση γύρω από το κυρίαρχο, εμβληματικό, γλυπτό του Εξηκία Τριβουλίδη το οποίο επισφραγίζει και την ταινία, υπογραμμίζοντας την νομοτέλεια της πραγματώσεως του οράματος του Μιχαήλ Μαρούλλου Ταρχανιώτη με την επανίδρυση της Ελλάδος κάτι που θα τεκμηριωθεί με εμβόλιμες σκηνές από την σημερινή ανέγερση του περικαλλέστατου Διοπανείου Ναός στην Αρκαδία, τα θυρανοίξια του οποίου οι "Έλληνες Κένταυροι" θα συνεορτάσουμε, αποδίδοντας τα δέοντα στους δύο Θεούς με τοξεύσεις των αρχαίων Ελληνικών Τόξων τα οποία, κατόπιν μακροχρόνιας αρχαιολογικής μελέτης, κατάφερε να ανακατασκευάσει ο Συνασκούμενός μας Περικλής Τελειορίδης!


Ο Έλληνας Στρατιώτης Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ως πολεμιστής και λόγιος, μας διδάσκει ότι χωρίς πνεύμα ο πόλεμος ευτελίζεται σε βαρβαρότητα και η Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" συντάσσεται μ' εκείνο τον λαμπρό Στρατιώτη, συνδυάζοντας την άσκηση στα όπλα με την διακονία των Μουσών καλλιεργώντας την Παιδεία των μαθητών μας. Γι αυτό και η ταινία μας δεν περιορίζεται στην ανάδειξη του πολεμικού κλέους του βιογραφουμένου της αλλά, κυρίως, στην Παιδεία του ως ανθρώπου και πολεμιστή. Έτσι, μια συστηματική εργασία μελέτης και ανασυστάσεως της πνευματικής του υποστάσεως επιχειρείται στα αφανή, πλην εργωδέστατα, "παρασκήνια" της παραγωγής αυτής της ταινίας, όπως αρμόζει σε ένα τόσο σοβαρό εγχείρημα. Και, πιστεύουμε, ότι το αποτέλεσμα θα δικαιώσει τις προσπάθειές μας!

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΦΙΠΠΗ ΣΠΑΘΑΣΚΙΑ


ΕΦΙΠΠΗ ΣΠΑΘΑΣΚΙΑ



     Η διδασκαλία της Έφιππης Σπαθασκίας στην Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" ακολουθεί το γενικότερο σκεπτικό της κατά το οποίο ό,τι διδάσκεται θα πρέπει να συντάσσεται με την λογική του εγκύρου και παραδεκτού! 

     Έτσι, αφού στην χώρα μας δεν υπάρχει, ούτε παράδοση Σχολών διδασκαλίας της Έφιππης Σπαθασκίας, ούτε κανένας απολύτως Διδάσκαλος, επιλέξαμε προς εφαρμογή την διδασκαλία του εγχειριδίου που συνέταξε ο Στρατηγός George S. Patton Jr. (1885-1945), ως Εκπαιδευτής Σπαθασκίας στο Σχολείο Ιππικού των Η.Π.Α. υπό τον τίτλο "Saber Exercise" (1914). Επικουρικώς, επιλέξαμε εν μέσω αρκετών αναλόγων και μιαν ελληνικήν έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών (1912) υπό τον τίτλο: "Κανονισμός των Ασκήσεων και Ελιγμών του Ιππικού". Παραλλήλως ενισχύσαμε την διδασκαλία με την προσωπική μας εμπειρία ως, παιδιόθεν, οπλομάχων. 

     Επιδίωξή μας υπήρξε η αμιγής μεταφορά του περιεχομένου των συγκεκριμένων στρατιωτικών εγχειριδίων και της προσωπικής εμπειρίας μας στους μαθητές μας, χωρίς χρονοβόρες θεωρητικολογίες και «ασκήσεις επί αμμοδόχου», αλλά με την εναργή δραστικότητα που απαιτεί το πνεύμα της ρεαλιστικής  Σπαθο-μ α χ ί α ς και όχι της απλής σκηνικής Σπαθ-α σ κ ί α ς. 

     Βεβαίως, μία ορθή διδασκαλία Έφιππης Σπαθασκίας απαιτεί και την χρήση σωστού αγχεμάχου όπλου το οποίο, με την διεξοδικότητα που μας χαρακτηρίζει, προτιμήσαμε να σχεδιάσουμε εξ αρχής οι ίδιοι, το 2011, υιοθετώντας μια διασταύρωση αρχαίας Ελληνικής Φαλκάτας και Μογγολικής Σπάθης Ιππικού.  

     Έτσι, ο Ιδρυτής των "Ελλήνων Κενταύρων", λαμβάνοντας υπ΄ όψη του πολλές σπαθασκητικές παραμέτρους και δεδομένα, κατέληξε στην προαναφερθείσα σχεδίαση η οποία αναλύεται εν συνεχεία και με την βοήθεια του αειμνήστου Συνεργάτη μας Νικολάου Καπλατζή κατασκευάσαμε δύο πρότυπα από ειδικό κράμα μετάλλου, μη υπάρχοντος στην Ελλάδα και εισηγμένου από την Βουλγαρία, τα οποία δοκιμάζουμε επί μακρόν στα μαθήματά μας με απολύτως επιτυχή αποτελέσματα. Τα πρότυπα αυτά αποδεικνύουν ότι είναι αρκετά ισχυρά ώστε να προξενήσουν σοβαρές ζημιές σε πολλά είδη υλικών (συμπεριλαμβανομένου και του σιδήρου) ενώ εκγυμνάζουν με το σκοπούμενα επαυξημένο βάρος τους και τον σπαθηφόρο καρπό.

     Τέλος, καθώς ο σκοπός μας είναι να καταστούμε ικανοί στην ορθήν έφιππη  χ ρ ή σ η της Σπάθης, πέραν από κάθε θεωρητική προσέγγιση επιδιώκουμε να απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα του χειρισμού της περισσότερο από το να ακολουθούμε, απλώς, κάποιους κανόνες. Οι Πολεμιστές προτιμούν να μάχονται αντί να μελετούν σε σκιερές Βιβλιοθήκες κι έτσι κι εμείς προτιμούμε να χαιρόμαστε τις σπάθες μας  ιππεύοντας στο ύπαιθρο, καλπάζοντας και αναβιώνοντας τις τακτικές των ινδαλμάτων μας, των Ελλήνων Στρατιωτών της Δύσεως.

 H ιδιοτυπία της σχεδιάσεως του ελάσματος και των καμπυλοτήτων της Σπάθης των "Ελλήνων Κενταύρων" είναι προϊόν μελέτης και εμπνεύσεως αρχαίων μυκηναϊκών αγχεμάχων τα οποία είχαμε την δυνατότητα να εξετάσουμε in vivo κατά την διάρκεια της πολυετούς συνεργασίας μας με το “Discovery Channel” και τον, διεθνώς διακεκριμένο, αρχαιολόγο του  Σίμκχα Γιακομπόβιτσι όταν, είχαμε την ευκαιρία να εργασθούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών κατά την δεκαετία του ’90, πριν λειτουργήσει η, τότε υπό σχεδίαση, Σχολή μας.

 Ιδρύοντας τους "Έλληνες Κενταύρους", οραματιστήκαμε μια Σχολή πολεμικής ουσίας και όχι ένα θίασο προοριζόμενο να αναλωθεί σε μία σκηνική παρουσία. Βεβαίως, μελετήσαμε και αενάως θα μελετούμε τη θεωρία του πολυσχιδούς εφιπποτοξοτικού αντικειμένου σε όλη του την, ανεξάντλητη, έκταση, αλλά πρωταρχικό μας μέλημα είναι η  π ρ ά ξ η, γι αυτό από το πρώτο κιόλας μάθημα επιδιώκουμε ο μαθητής μας να βιώσει τη πρακτική των εφίππων πολεμικών τεχνών και, κυρίως, να ανακαλύψει τον Πολεμιστή που κρύβει μέσα του.

     Η θεωρητική μελέτη των παραμέτρων μιας πολεμικής τέχνης όπως η Έφιππη Τοξοβολία, ασφαλώς, περιλαμβάνει και τη μελέτη πολύ περισσότερων όπλων από το Τόξο το οποίο βεβαίως είναι και το εκηβόλο μας, όπλο. Όμως, η ισορροπιστική ακεραίωση ενός εκηβόλου όπλου που προορίζεται για χέρια Ιππέως δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα αγχέμαχο και, μάλιστα, ένα αγχέμαχο όπως η Σπάθη.

     Εισάγοντας στην έφιππη εκπαίδευσή μας τη Σπάθη, αρχικώς, σκεφθήκαμε να καταφύγουμε στη βοήθεια ειδικών του αντικειμένου μιας και στη Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων" ούτε τους γνώστες παριστάνουμε, ούτε τον τίτλο του «Δασκάλου» ή …μαίστορος, διεκδικούμε. Παρά ταύτα, το πρώτο που διαπιστώσαμε, όπως προαναφέραμε, είναι την παντελή απουσία «ειδικού» του αντικειμένου στη χώρα μας! Η έρευνά μας προς εντοπισμό «ειδικού» Σπαθοδιδασκάλου το πρώτο που μας έδειξε ήταν ότι στη σημερινή Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστοι (λιγότεροι των τριών!) ειδικοί να εισαγάγουν τον μαθητή στην επίγεια χρήση της Σπάθης αλλά μόνον μέχρι αυτό το επίπεδο και κανείς για την έφιππη διδασκαλία της Σπάθης. Δυστυχώς και στη περίπτωση των οπλομαχητικών διδασκαλιών στη σημερινή Ελλάδα ισχύει το «ό,τι δηλώσεις είσαι» και κάθε ανεπάγγελτος δε διστάζει να δηλώσει «Οπλοδιδάσκαλος» προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, όπως ακριβώς και στην ευρύτερη «πιάτσα» των …ιθαγενών πολεμικών τεχνών, πλείστοι όσοι ευκαιριακοί απατεώνες μετρούν ασύστολα …τριψήφια «νταν» για να αλιεύσουν ανεγκέφαλους μαθητές οι οποίοι θα παραμείνουν …ασχετότεροι των αετονύχηδων μαυροζωναράδων, πανασχέτων, …«Δασκάλων» τους! Με ικανοποίηση είδαμε, μόνον, δύο λειτουργούσες σχολές Σπαθασκίας εδάφους να προσεγγίζουν το, άσχετο με το δικό μας, επίγειο σπαθασκητικό τους αντικείμενο και αυτές, όμως, εμμένουσες σε μία σκηνική έμφαση, απότοκο ομφαλοσκοπικής σπουδής αναγεννησιακών εγχειριδίων με ιδιαίτερα «κολλήματα» στο τι γράφει ο δείνα, ή, τι γράφει ο τάδε αναγεννησιακός Οπλοδιδάσκαλος στο εγχειρίδιό του και με κατάληξη όχι την ανταλλαγή σπαθισμών αλλά …απόψεων «περί διαγραμμάτου»!

     Αυτή την εμμονική μελετητική προσέγγιση κάθε άλλο παρά την λοιδορούμε! Την θεωρούμε ως βάση του σπαθασκητικού αντικειμένου για την οποία, όμως, ο μέλλον Οπλομάχος δεν προορίζεται ως «δεσμώτης» και όσο ενωρίτερα βιώσει τη γοητεία του σπαθισμού τόσο καλύτερα για την Οπλομαχία (και, όχι απλή Σπαθασκία)! Παρακολουθώντας, πάντως, τις διδασκαλίες στις Αίθουσες όπου βρεθήκαμε, διαπιστώσαμε ότι η ουσία της διδαχής ήταν ο μη σπαθισμός αλλά η υπόκριση σπαθισμού, κάτι το οποίο μία θεατρική σκηνή θα μπορούσε να φιλοξενήσει πολύ καλύτερα από ένα πεδίο μάχης!

     Καθ'  όλη την εμπλοκή του με την σχεδίαση της οπλομαχητικής διδασκαλίας στην Σχολή των "Ελλήνων Κενταύρων", ο Ιδρυτής της, στάθμισε την προσωπική του εμπειρία και ως εκπαιδευομένου στην Σχολή του Οργανισμού "Kassai" όταν ευτύχησε να διδάσκεται από τον Δάσκαλο Kassai Lajos και του ζητήθηκε να καλπάσει πλήττοντας (διπλά, το καθένα!) ανδρείκελα τοποθετημένα εκατέρωθεν του Ίππου, κατά μήκος του καλπαστικού ίχνους και, αυτό, αντί Σπάθης, με ένα μεταλλικό σωλήνα τριπλασίου βάρους μιας κανονικής Σπάθης. Τότε, αισθάνθηκε ότι, πραγματικά, αυτή η άσκηση τον εισήγαγε χωρίς καμία χρονοτριβή στην ουσία της Σπαθομαχίας που είναι η καταφορά ζωτικών (και όχι «σκηνικών») σπαθισμών επί του στόχου. Με αυτή την εμπειρία του, ο Ιδρυτής της Ομάδος των «Ελλήνων Κενταύρων» και εισαγαγών την Έφιππη Σπαθομαχία στους δικούς του εκπαιδευομένους, θεώρησε ότι, αν όχι τόσο απαιτητικώς όσο στην Κοιλάδα του Οργανισμού «KASSAI», αλλά με ένα και μόνον στόχο επί του καλπαστικού ίχνους, ο μαθητής θα μπορούσε να εισαχθεί με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στην έφιππη χρήση Σπάθης, κάτι το οποίο απεδείχθη ορθόν!



Η Σπάθη των "Ελλήνων Κενταύρων"

     

Η  σ χ ε δ ί α σ η  της εκπαιδευτικής Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» βασίσθηκε στο περιεχόμενο ενός άλλου στρατιωτικού εγχειριδίου που εξέδωσε, επίσης, το Υπουργείο Στρατιωτικών το 1904, προοριζόμενο για το «Στρατιωτικόν Σχολείον Υπαξιωματικών» υπό τον τίτλο: «Μαθήματα Πυροβολικής κλπ» το οποίο συνέγραψε ο τότε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Ν. Σολιώτης. Στο δεύτερο μέρος αυτού του σημαντικού εκπαιδευτικού εγχειριδίου και στο κεφάλαιο Ι’ (Οργανισμός των αγχεμάχων όπλων)    μας «περίμεναν» οι σχεδιαστικοί κανόνες της εκπαιδευτικής Σπάθης της Σχολής των «Ελλήνων Κενταύρων».



     Η διάκριση των αγχεμάχων όπλων σε δύο κατηγορίες, ήτοι (α) σε νυκτικά και τμητικά, όπως η καμπύλη Σπάθη, η ευθεία Σπάθη, η Σπαθολόγχη και το Εγχειρίδιο και (β) σε αποκλειστικώς νυκτικά, όπως η Λόγχη του Ιππικού και η Λόγχη του Πεζικού, ήταν η πρώτη παράμετρος που ελήφθη υπ’  όψη! Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή η Σπάθη του Ιππικού είναι το πλέον ενδεδειγμένο όπλο που θα μπορούσε να προβλεφθεί για την εκπαίδευση της Σχολής των «Ελλήνων Κενταύρων» αλλά υπό συγκεκριμένες βελτιωτικές διαφοροποιήσεις.


     Με γνώμονα την υπεροχή ενός συνδυαστικού αγχεμάχου το οποίο θα συνόψιζε τα πλεονεκτήματα του ευθέος και καμπύλου ελάσματος, η σχεδίασή μας κατέληξε σε ένα ανάλογο όπλο μετρίας κυρτότητος το οποίο εμφανίζεται ως σύζευξη της αρχαιοελληνικής Κοπίδος και της μογγολικής Σπάθης.


     Η ευθεία Σπάθη είναι ένα καλό νυκτικό αγχέμαχο όπλο με το κέντρο βάρους της κοντά στη κώπη, ελαφρύ το έλασμα και η χρήση της προϋποθέτει περισσότερο τεχνική παρά δύναμη καταφοράς.


     Αντιθέτως, η καμπύλη Σπάθη είναι ένα καλό τμητικό αγχέμαχο όπλο, με το κέντρο βάρους του μακράν της κώπης, βαρύ έλασμα και η χρήση της προϋποθέτει τόσον τεχνική όσο και δύναμη καταφοράς. Προκειμένου η χειρίζουσα χείρα να μη δέχεται αντίκτυπο από τη καταφορά με κίνδυνο να αποσπασθεί η Σπάθη θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στη ακρίβεια της καταφοράς με το καλούμενο «κέντρο κρούσεως» του ελάσματος ώστε η τμήση να είναι όσο γίνεται βαθύτερη αλλά και ασφαλέστερος ο όλος χειρισμός. Και, εάν η καταφορά γίνει με σημείο του ελάσματος μεταξύ κέντρου κρούσεως και λαβής ο παραγόμενος αντίκτυπος της λαβής επί της χειρός θα είναι από κάτω προς τα επάνω, εάν, αντιθέτως, η καταφορά γίνει με σημείο του ελάσματος μεταξύ κέντρου κρούσεως και αιχμής ο παραγόμενος αντίκτυπος της λαβής επί της χειρός θα είναι από επάνω προς τα κάτω.


     Η καμπυλότητα του ελάσματος ενός τμητικού αγχεμάχου όπλου (Σπάθη) συντελεί στη βαθύτερη διείσδυση (τμήση) του όπλου στο πληττόμενο σώμα. Όμως το αρνητικό στοιχείο της καμπυλότητος του όπλου έγκειται στο ότι αυτή δυσχεραίνει την Οπλομαχία (εν προκειμένω, Σπαθομαχία).


     Προκειμένου η καταφορά να διευθύνεται πάντοτε επί του επιπέδου του ελάσματος, ο υποφυλακτήρας της λαβής θα πρέπει να είναι συμμετρικώς κατανεμημένος ως προς το επίπεδο αυτό διότι, εν εναντία περιπτώσει, κατά την καταφορά το έλασμα τείνει να περιστραφεί προς το μέρος που αντιστοιχεί το βαρύτερο τμήμα της λαβής.


     Ας εξετάσουμε, όμως, τις συνθήκες αποτελεσματικότητος ενός τμητικού αγχεμάχου όπλου:


     Στο παραπάνω σχήμα, το (ευθύ) έλασμα abcd προορίζεται να διεισδύσει στο πληττόμενο σώμα ΑΜ και είναι προφανές ότι η τμήση θα είναι τόσο καλύτερη (βαθύτερη) όσο περισσότερο εισχωρήσει το έλασμα στο σώμα, δηλαδή, όσο το «στόμα» που θα διανοίξει το έλασμα θα είναι οξύτερο. Όμως, η γωνία των πλευρών του «στόματος» bak δεν είναι κατασκευαστικώς δυνατόν να είναι (πέραν ενός ορίου) οξεία διότι, τότε, το έλασμα θα ήταν ασθενές και κατά την κρούση θα εκάμπτετο και θα έσπαζε. Για τον λόγο αυτό, η γωνία των πλευρών του ελάσματος σχεδιάζεται μεταξύ 10 και 15 μοιρών, όμως, επειδή η γωνία αυτή καθιστά το έλασμα τόσο τμητικό που θα αμβλύνονταν κατά την κρούση επί σκληρών αντικειμένων, αμβλύνεται επιπροσθέτως ακονιζόμενο το «στόμα» και κατασκευάζονται δύο μικρές πλευρές πλάτους περίπου 0,5 χιλιοστομέτρου οι οποίες, μεταξύ τους, σχηματίζουν μία γωνία 50 έως 60 μοιρών η οποία καλείται «γωνία στόματος».


     Η γωνία του στόματος των τμητικών οργάνων αυξάνεται αναλόγως της σκληρότητος των σωμάτων που πρόκειται να τμηθούν (στόχων). Σε κάποια μαχαίρια τα οποία προορίζονται να κόβουν κρέατα η γωνία αυτή ποικίλλει μεταξύ 8 και 10 μοιρών, σε κάποια που προορίζονται για την τμήση ξύλων μεταξύ 25 και 35 μοιρών, σε άλλα που προορίζονται να κόβουν οστά μεταξύ 40 και 50 μοιρών και σε κάποια που προορίζονται για την τμήση μετάλλων φθάνει έως και τις 90 μοίρες.


     Σε κάθε περίπτωση, υιοθετώντας ορισμένη γωνία πλευρών του ελάσματος, μπορούμε να αυξήσουμε το βάθος διεισδύσεώς του δίνοντας στη καταφορά τη λοξή διεύθυνση CD ως προς το στόμα και όχι κάθετη όπως η ΑΒ. Με αυτή τη λοξή διεύθυνση της κινήσεως το έλασμα θα ενεργήσει κατά το τρίγωνο o’ b’ k’ του οποίου η βάση της τομής b’ k’ είναι ίση προς τη κάθετη τομή που αντιστοιχεί στο bk διότι το πλάτος της ράχεως του ελάσματος δεν μετεβλήθη, αλλά το μήκος της τομής o’ b’ θα είναι μεγαλύτερο και, επομένως, η γωνία των πλευρών μικρότερη. Αυτή τη λοξή κίνηση ευθέος ελάσματος μπορούμε να τη παρατηρήσουμε κόβοντας με ένα κοινό μαχαίρι κουζίνας. Μια ανάλογη λοξή κίνηση μπορεί να διαγράφεται από μία ευθεία Σπάθη κατά την καταφορά, με τον βραχίονα να χαμηλώνει και ταυτοχρόνως να απομακρύνεται από το σώμα.


     Επιλέγοντας, όμως, καμπύλο έλασμα μπορούμε να επιτύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς να πρέπει κατά τη κρούση να αποσύρουμε προς τα πίσω τον βραχίονα.
       


     Ας υποθέσουμε ότι επιχειρούμε καταφορά το καμπύλο έλασμα ΑΒ του παραπάνω σχήματος, με μόνη τη περιστροφική κίνηση της χειρός. Σε αυτή τη περίπτωση όλα τα σημεία του στόματος θα μετακινηθούν κατά τα τόξα ενός κύκλου ο οποίος διαγράφεται με κέντρο το σημείο Α. Εάν το ΒΓ παριστάνει το τμήμα του στόματος που συναντά κατά τη κρούση το πληττόμενο σώμα Μ, είναι φανερό ότι αυτό το τμήμα είναι λοξό ως προς τις γραμμές Ββ και Γγ ως προς τις οποίες κινούνται τα άκρα σημεία του Β και Γ. Έτσι, με καμπύλο έλασμα το τέμνον τμήμα του είναι πάντοτε κεκλιμένο (λοξό) ως προς την διεύθυνση της καταφοράς και παράγει την ίδια ενέργεια που προανεφέρθη, παραπάνω, για το ευθύ έλασμα.


     Στους ευρωπαϊκούς στρατούς οι παραδοσιακές Σπάθες δε σχεδιάζονταν αποκλειστικώς για να νύσσουν (νυκτικές) ή για να τέμνουν (τμητικές) αλλά με συνδυαστική αποστολή, ταυτοχρόνως,  ως νυκτικές και τμητικές, ώστε να καλύπτουν όλες τις ανάγκες μιας Σπαθομαχίας, έτσι το έλασμά τους σχεδιάζονταν καμπύλο. Βεβαίως, ο σχεδιαστή λάβαινε πάντοτε υπ΄ όψη του τις διαφοροποιήσεις των αναγκών μάχης μεταξύ των Σωμάτων του ιδίου στρατού ώστε να διαφοροποιεί και το σχήμα του ελάσματος της Σπάθης που προορίζονταν για το κάθε Σώμα.


     Ένα υπόδειγμα καμπύλου ελάσματος αποτελεί η παραπάνω Σπάθη (Πρότυπο 1822) προοριζόμενη προς χρήση από το Ελληνικό Πυροβολικό των μέσων του 19ου αιώνος, αποτελούμενη από τρία κύρια μέρη (κώπη, έλασμα, κολεό) και με το έλασμά της κατασκευασμένο από χωνευτό χάλυβα «ψημένου» και «βαμμένου», φέροντος ένα εκατέρωθεν κοίλασμα και μία αύλακα. Η κώπη αναλύεται στη λαβή που φέρει στο ανώτερο μέρος της ορειχάλκινο καλυπτήρα και τον υποφυλακτήρα (φυλακτήρα, ή, δακτυλιοφύλακα) ο οποίος είναι αυτοτελής κατασκευασμένος και αυτός από ορείχαλκο. Ο κολεός κατασκευάζεται από χάλυβα («πετάλειο χάλυβα» τον ονόμαζαν την εποχή εκείνη) και φέρει στο κατώτατο άκρο του «πτερνίδα» η οποία τον προεφύλασσε από φθορές κρούσεων επί του εδάφους. Από αυτήν την Σπάθη του Πυροβολικού, η αντίστοιχη του Ιππικού της ιδίας εποχής διέφερε στο μικρότερο βαθμό καμπυλότητος του ελάσματος και στο  ότι ο φυλακτήρας δεν είχε διάκενα, κάνοντάς μας να δεχθούμε ότι, περιέργως, η αποστολή της ήταν περισσότερο νυκτική παρά τμητική. 
  

     Σε κάποιους λαούς, οι Σπάθες διαθέτουν έλασμα με μεγάλη καμπυλότητα και εντελώς διαφορετικά διασκευασμένο απ΄ ό,τι είδαμε παραπάνω αναλόγως του τρόπου «μάχεσθαι» αλλά και των ηθών των λαών που τις υιοθετούν προς χρήση και Σπάθες με τέτοια ελάσματα χειρίζονται, κυρίως, Τούρκοι και Άραβες.


     Η τουρκική Σπάθη έχει πολύ καμπύλο έλασμα και η καμπυλότητά του αυξάνεται από την λαβή προς την ακμή. Η Σπάθη αυτή είναι κατάλληλη για τον τρόπο με τον οποίο μάχονται έφιπποι οι ανατολίτες οι οποίοι την χειρίζονται ολισθαίνοντας το έλασμα  από την ακμή προς τη λαβή και εφαρμόζοντας επί της λαβής όλη τη δύναμη των μυών τους η οποία επαυξάνεται με την ταχύτητα της οποίας το αποτέλεσμα μεταδίδουν οι Ίπποι στη μάζα του σώματός τους. Έτσι σε κάθε χρήση ο βραχίονας απομακρύνεται από το σώμα του Σπαθιστή. Η τουρκική Σπάθη προορίζεται για έναν λαό ιππικό ο οποίος, κυρίως, μάχεται σε έφιππες συμπλοκές.


     Η αραβική Σπάθη (γιαταγάνι) έχει αντίθετη διασκευή. Το έλασμά της είναι, επίσης, πολύ καμπύλο αλλά το στόμα υπάρχει στο κοίλο μέρος του. Η διάταξη αυτή επιτρέπει να «αγκαλιασθεί» πολύ καλύτερα το προς τμήση αντικείμενο αλλά απαιτεί την ολίσθηση του ελάσματος από τη λαβή προς την ακμή, επαναφερομένου του βραχίονος του Σπαθιστή προς το σώμα του σε κάθε χρήση. Όμως, αυτή η κίνηση δε μπορεί να συνδυασθεί με την κεκτημένη ταχύτητα ενός Σπαθιστή-Ιππέως κι έτσι η αραβική Σπάθη υπηρετεί, κυρίως, τα τοπικά πολεμικά ήθη ποτ η θέλουν ως αποκεφαλιστικό όπλο μάχης σώματος προς σώμα. 


     Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ΄ όψη, κατά την σχεδίαση της Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» δε διστάσαμε να καταλήξουμε στο, όπως προανεφέρθη, συνδυαστικό αποτέλεσμα μιας αρχαιοελληνικής Κοπίδος με μία μογγολική Σπάθη, δημιουργώντας ένα αγχέμαχο όπλο, ταυτοχρόνως νυκτικό και τμητικό. 


     Με ένα ειδικώς σχεδιασμένο πρόσθιο λοξότμητο τμήμα που καταλήγει σε μία λεπτόσχημη ακμή πολλαπλασιάζεται το νυκτικό αποτέλεσμα ενώ ένα ισχυρό κοπτικό κέντρο σε συνδυασμό με ένα κέντρο βάρους μακράν της λαβής πολλαπλασιάζει το τμητικό αποτέλεσμα χωρίς να απαιτεί την ιδιαίτερη καταβολή μυϊκής δυνάμεως από τον Σπαθιστή, συγκριτικώς βραχύτερη από μία κοινή στρατιωτική Σπάθη. Η λαβή της προορίζεται για κράτημα από μία μέση χείρα δοθέντος ότι στην Ομάδα των «Ελλήνων Κενταύρων» τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες και τα παιδιά υποχρεούνται στην εκμάθηση και χρήση όλων των όπλων συμπεριλαμβανομένης, ασφαλώς και της Σπάθης, ενώ ο υποφυλακτήρας διατηρείται δραστικός μεν κατά την προστασία, περιορισμένος δε κατά το δέμας, προκειμένου να τηρούνται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής ζυγίσεως και ορθού σημείου του κέντρου βάρους βασικού για την αποτελεσματικότητα τμητικής καταφοράς


     Μπορεί το βάρος του υπό δοκιμή υποδείγματος να είναι εξαιρετικώς μεγάλο [1300gr] και, επί τούτου, να παραμένει καθ’ όλη την περίοδο των δοκιμών χωρίς διευκολυντική λαβή με αποτέλεσμα ο Σπαθιστής να επιβαρύνεται με αυξημένη μυϊκή ισχύ «συγκρατήσεως» ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή της Σπάθης από την χείρα του, οι φωτογραφίες οι οποίες τηρούνται καθ’ όλες τις εκπαιδευτικές ημερίδες απέδειξαν ότι αυτή η σχεδίαση είναι εξαιρετικώς επιτυχής αποδεικνυόμενο το ίδιο κατάλληλο και για άνδρες και για γυναίκες, αλλά ακόμη και για νεαρά κορίτσια τα οποία, φύσει, δε διαθέτουν μεγάλη μυϊκή δύναμη. Και αυτό οφείλεται στο υποβοηθητικό «ζύγισμά» του και στην, παρά το υπερβολικό βάρος του, ορθή σχεδίασή του.


     Προκειμένου να δοκιμάσουμε την χρηστική αποτελεσματικότητα της Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» επιλέξαμε στόχους πολύ μικρούς και πολύ δυσδιάκριτους για έναν έφιππο Σπαθιστή ο οποίος καλπάζει και, εν καλπασμώ, πλήττει το στόχο του. Στην Ομάδα των «Ελλήνων Κενταύρων» τα εκπαιδευτικά «σενάρια» επικεντρώνονται πάντοτε στη δυσκολότερη εκδοχή μάχης διότι μόνον έτσι αναδεικνύονται εκ της εκπαιδεύσεως πραγματικοί Πολεμιστές και όχι σκηνικοί θεατρίνοι!


     Στόχος, λοιπόν, των δοκιμών της Σπάθης μας δεν είναι παρά ένα τυχαίο κλαράκι το οποίο τοποθετείται (ενίοτε και ασταθώς, πάντοτε για εκπαιδευτικούς λόγους) στο ύψος κεφαλής πεζού αντιπάλου (γονυπετούς έως ορθίου) επί μεταλλικού στυλιδίου εμπεπηγμένου στο έδαφος. Το «προφίλ» αυτού του σχεδόν αόρατου στόχου για τον καλπάζοντα Σπαθιστή, προκαλεί επιπρόσθετες δυσκολίες εγκαίρου εντοπισμού και αποτελεσματικής στοχεύσεως ώστε να επενεχθεί ένα αποτελεσματικό τμητικό αποτέλεσμα, αλλά όπως προαναφέρεται, η αύξηση της εκπαιδευτικής δυσκολίας εγγυάται το αποτέλεσμα της αναπτύξεως υψηλών πολεμιστήριων ικανοτήτων.


     Πράγματι, το πρώτο συμπέρασμα από την παρακολούθηση των καθημερινών δοκιμών της Σπάθης στα χέρια των μαθητών μας ήταν η συμβατότητά της ακόμη και με τις μυικές ικανότητες των ασθενεστέρων σωματικώς (εν σχέσει προς τους άνδρες) ανηλίκων εν πολλοίς, μαθητριών μας και για άλλη μια φορά επιβεβαιώσαμε την ορθότητα αντιλήψεων των νομαδικών λαών οι οποίοι θεωρούν την γυναίκα εξίσου ικανή πολεμίστρια με τον άνδρα. Παρετηρήσαμε προσεκτικώς τις επιπτώσεις χρήσεως της Σπάθης στις νεαρές μαθήτριές μας και όχι μόνον δεν διεπιστώσαμε ιδιαίτερες βαρύνσεις επί του μυοσκελετικού τους αλλά, με λελογισμένο, πάντοτε, εκπαιδευτικό προγραμματισμό, η αποτελεσματικότητα νυκτικής και τμητικής χρήσεως παρέμενε σε υψηλό επίπεδο. Πέραν αυτών, τα θετικά συμπεράσματα δεν «βαθμολογούν», απλώς, την συμβατική χρήση της συγκεκριμένης Σπάθης υπό των νεαρών μαθητριών μας αλλά και την ασύμβατη, όπως τους αντιθετικούς τμητικούς σπαθισμούς κατά την διάρκεια καλπασμού και, δη, υπεράνω εμποδίου, κατάσταση προϋποθέτουσα αυξημένες απαιτήσεις αντιλήψεως, καταβολής μυικών προσπαθειών αλλά και ισορροπίας.



     Το ίδιο θετικά ήσαν και τα συμπεράσματα από την χρήση της Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» στη περισυλλογή κρίκων, άσκηση η οποία προϋποθέτει ταχύτητα και, ως εκ ταύτης, ανάλογη συμβατότητα του όπλου προς επιτυχή εκτέλεση ταχέων αντιδράσεων.


     Βεβαίως δε γίνεται λόγος για την αποτελεσματική χρήση της συγκεκριμένης Σπάθης υπό των ενηλίκων ανδρών-Μελών της Ομάδος μας οι οποίοι, υπό διάφορες συνθήκες κατέδειξαν ότι αυτή η Σπάθη μπορεί να αποβεί ιδανικό όπλο εφίππου Πολεμιστή υπό κάθε περίσταση. Ως δοκιμαστές επελέγησαν τόσο αρχάριοι όσο και έμπειροι Εφιπποτοξότες με το ίδιο ικανοποιητικότατο, πάντοτε, αποτέλεσμα.



     Παρά το βάρος και τη δύσχρηστη λαβή, οι αντιθετικοί νυκτικοί σπαθισμοί κατέδειξαν ακρίβεια καταφοράς, χωρίς κανένα ιδιαίτερο «κόστος» ανέσεως χειρισμού του Σπαθιστή.


     Βεβαίως, δε γεννάται ζήτημα για την αποτελεσματικότητα της Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» στα χέρια των εμπείρων Εφιπποτοξοτών και, δη, των Εκπαιδευτών, όπως στα χέρια του Αρχηγού της Ομάδος, Αρπάλυκου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή που την ανέλαβε έδειξε ότι μάλλον είχε …γεννηθεί μαζύ της!



     Δεν είναι τυχαίο το ότι σε μία ουγγρική ειδική έκδοση (Βουδαπέστη, 2010, σελ. 75) περί του Οπλισμού των Ουσάρων του 15ου έως 17ου αιώνων, συναντήσαμε ένα απόσπασμα τσεχικού χειρογράφου των μέσων του 15ου αιώνος επί του οποίου εμφανίζεται σχεδιασμένη μία Σπάθη ανάλογης της Σπάθης των «Ελλήνων Κενταύρων» με αξιοπρόσεκτη ομοιότητα.


     Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένουμε την ολοκλήρωση και μιας ακόμη Σπάθης για την Ομάδα μας την οποία σχεδιάζει ο ικανότατος Αρχηγός των «Ελλήνων Κενταύρων» και της οποίας ένα πρώτο υπόδειγμα ήδη κατεσκεύασε ο ίδιος και δοκιμάζει.


     Η έρευνα και σχεδίαση ατομικού οπλισμού της περιόδου η οποία αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο της Ομάδος μας (Μεσαίωνας – Αναγέννηση) αποτελεί ακόμη μία παράμετρο πολιτισμικής δραστηριότητος των «Ελλήνων Κενταύρων».


     Η Σπάθη των «Ελλήνων Κενταύρων» κατά τον τρίτο χρόνο των καθημερινών, σχεδόν, δοκιμών της είχε την πρώτη δημόσια παρουσίασή της ενώπιον των Μελών της Ομάδος, σε ένα ειδικό Σεμινάριο Σπαθασκίας που έγινε στη Κοιλάδα μας στις 22 Νοεμβρίου 2014. Παρά ταύτα και με γνώμονα την συνεχή βελτίωση κάθε πρακτικής παραμέτρου της εφιπποτοξοτικής εκπαιδεύσεώς μας, η Σπάθη των «Ελλήνων Κενταύρων» συνεχίζει να βρίσκεται υπό δοκιμή.

Η διαμόρφωση της Οπλομαχητικής Ορολογίας

Γράφει ο: 

  Η ορολογία της Οπλομαχητικής μεταβάλλεται από αιώνα σε αιώνα και από «Σχολή» σε «Σχολή», συχνά δε, ακόμη και μέσα στην ίδια την κάθε «Σχολή». Ως παράδειγμα, τόσο οι Ιταλοί όσο και οι Γάλλοι δάσκαλοι της Οπλομαχητικής χρησιμοποιούν έναν όρο ο οποίος προέρχεται από την κοινή «πηγή» της λατινικής γλώσσας «ligare» (ζευγνύω, συνδέω, ενώνω) που, στη μεν Ιταλική εξελίσσεται σε «legare» στη δε Γαλλική σε «lier». Αυτός ο βασικός οπλομαχητικός όρος κατά την σύγχρονη ερμηνεία του  παρουσιάζει, σήμερα, μία σοβαρή ερμηνευτική δυσκολία στις δύο αυτές γλώσσες. Οι μεν Ιταλοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτό για να προσδιορίσουν μία εμπλοκή ελασμάτων (legamento) ενώ οι Γάλλοι για να σημάνουν ένα «δέσιμο» (liement). Οι Γερμανοί μεταφράζουν τον ιταλικό όρο της «εμπλοκής» ως «Bindung» (bind) ενώ οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τον όρο αυτό με την ίδια σημασία που του αποδίδουν οι Γάλλοι. Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας υπ όψη την σημασιολογική διαφορά μεταξύ του Ιταλο-Γερμανικού και Γαλλο-Αγγλικού προσδιορισμού του όρου «εμπλοκή». Για τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ο όρος «εμπλοκή» σημαίνει τον κυριαρχικό έλεγχο επί του ελάσματος του αντιπάλου και, συγκεκριμένα, έλεγχο με το ισχυρό ή μεσαίο τμήμα του ελάσματός μας επί του ασθενούς τμήματος του αντιπάλου, ενώ, για τους Γάλλους και Άγγλους ο όρος «εμπλοκή» σημαίνει, απλώς, την επαφή των ελασμάτων.

     Ομοίως, διαφοροποιήσεις προκύπτουν και μέσα στην ίδια και την αυτή «Σχολή» με την πάροδο του χρόνου. Επί παραδείγματι, οι Ιταλοί Δάσκαλοι της Οπλομαχητικής κατά τον 17ο αιώνα, όπως και οι αντίστοιχοι Γάλλοι ομόλογοί τους, αναφέρονται συχνά σε έναν κυκλικό χειρισμό της λάμας που εκτελείται κατά τον χρόνο της απεμπλοκής από την αντίπαλη λάμα (contracavatione) ενώ οι σύγχρονοι διάδοχοί τους ορίζουν με τον όρο controcavazione μία προσποίηση που ακολουθείται από έναν εξαπατούντα κυκλικό χειρισμό της λάμας . Οι Γάλλοι Δάσκαλοι, αφ’  ετέρου, δυσκολεύονται να συμφωνήσουν μεταξύ τους, από τις αρχές του 19ου αιώνος, επί των όρων «redoublement» και «reprise».

     Όπως είναι γνωστό, oι πρώτες διασωζόμενες οπλομαχητικές μελέτες χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα και έχουν συγγραφεί από Δασκάλους όπως ο Achille Marozzo (1536), o Jeronimo De Carranza (1569), o Joachim Meyer (1570) και ο Henry De Sainct-Dadier(1573). Αυτοί οι Δάσκαλοι καθώρισαν το θεωρητικό πλαίσιο των τεσσάρων ευρωπαϊκών βασικών «Σχολών» του 16ου αιώνος : της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Γερμανικής και της Γαλλικής «Σχολής». 

     Με την διάδοση του πολιτισμού της Ιταλικής Αναγεννήσεως κατά τον 16ο και 17ον αιώνα, κάθε τι ιταλικό, συμπεριλαμβανομένης και της Οπλομαχητικής, έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλές. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η Γαλλική Βασιλική Οικογένεια η οποία προσέλαβε Ιταλούς Δασκάλους της Οπλομαχητικής όπως τους Pompee και Silvie, ενώ Γάλλοι και Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ταξίδευαν συχνά στην Ιταλία για να διδαχθούν από τους φημισμένους Ιταλούς Δασκάλους εκείνης της εποχής. Ως αποτέλεσμα υπήρξε η εισαγωγή της Ιταλικής οπλομαχητικής ορολογίας στο Γαλλικό και Γερμανικό λεξιλόγιο. Στην Γαλλία, προσαρμόσθηκε σύντομα η Ιταλική  οπλομαχητική θεωρία και αφομοιώθηκαν οι Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι μετατρεπόμενοι σε Γαλλικούς, ώστε, στο τέλος του 17ου αιώνος αναπτύχθηκε μία αμιγής Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχίας, ενώ στην Γερμανία διατηρήθηκαν μέχρι και τον 21ο αιώνα πολλοί Ιταλικοί όροι όπως «filo» και «battuta». Ωστόσο, η Ισπανική «Σχολή» Οπλομαχίας έπαυσε να υφίσταται ως αυτοτελής, ήδη, από την αρχή του 19ου αιώνος. Ο Μanuel Antonio De Brea (1805), επί παραδείγματι, στον τίτλο της μελέτης του περί του χειρισμού του ξίφους, επισημαίνει ότι ο ίδιος ακολουθεί ένα αμάλγαμα Γαλλικού, Ιταλικού και Ισπανικού οπλομαχητικού δόγματος, ενώ, ο Julio Castelló (1933) δηλώνει στους μαθητές του ότι διδάσκει Γαλλικό ξίφος και Ιταλική σπάθη.

     Κατά τον 16ο αιώνα οι Άγγλοι, όπως και οι Γάλλοι, εντυπωσιάσθηκαν από την Ιταλική Οπλομαχητική. Ιταλοί Δάσκαλοι άρχισαν να ιδρύουν Σχολές στην Αγγλία και η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία έγινε δημοφιλής με τις σπουδές που δημοσίευσαν οι Giacomo di Grassi (1594) και Vincentio Saviolo (1595). Λόγω των επιδράσεών τους, Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι όπως «imbroccata», «mandritta», «riverso» και «stoccata» εισεχώρησαν στο Αγγλικό οπλομαχητικό λεξιλόγιο. Κατά τον επακολουθήσαντα αιώνα, η εγγύς γειτονία Αγγλίας-Γαλλίας επέτρεψε στη Γαλλία να εισχωρήσει στα οπλομαχητικά «πράγματα» της Αγγλίας αυξάνοντας το ενδιαφέρον των Άγγλων για τις Γαλλικές οπλομαχητικές μεθόδους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα οπλομαχητικά εγχειρίδια του William Hope που εμφανίστηκαν μεταξύ του 1687 και 1729. Ωστόσο, παρά το ότι ακόμη και ως τα μέσα του 18ου αιώνος το Γαλλικό σύστημα είχα για τα καλά εδραιωθεί στην Αγγλία, στην ίδια χώρα η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία εξακολουθούσε να ασκεί μία επίδραση. Αυτό ωφείλετο κατά πολύ στον Domenico Angelo Malevolti Tremamondo ο οποίος έφθασε στην Αγγλία το 1750 και ίδρυσε μία Ακαδημία Οπλομαχίας που μακροημέρευσε ως το τέλος του 19ου αιώνος. Ο Domenico αν και αρχικώς εκπαιδεύθηκε σε Ιταλική Σχολή, ωλοκλήρωσε την εκπαίδευσή του με τον Γάλλο Δάσκαλο Teillagory και κατόπιν συνέγραψε μία μελέτη (1763) συνδυάζοντας τις διδασκαλίες του Γαλλικού και Ιταλικού συστήματος. Η έκδοση αυτής της μελέτης αντιμετώπισε τέτοιο ενδιαφέρον τόσο στην Γαλλία όσο και στην Αγγλία, ώστε ο διάσημος για την εποχή εκδότης Denis Diderot συμπεριέλαβε στην πασίγνωστη «Encyclopedie» του πίνακες από το εγχειρίδιο του Domenico.

     Κατά την αρχή του 19ου αιώνος, τα δύο επικρατέστερα εθνικά συστήματα Οπλομαχητικής ήσαν το Ιταλικό και το Γαλλικό. Η ακριβής περιγραφή του πλαισίου της κάθε «Σχολής» επιχειρείται από τους Ιταλούς Rosaroll Scorza και Pietro Grisetti (1803) καθώς και από τον Γάλλο La Boёssière (1818). H προσεκτική μελέτη των συγγραμμάτων τους, αποκαλύπτει ότι οι οπλομαχητικοί ορισμοί και οι περιγραφές των χειρισμών κατά την διάρκεια ενός μαθήματος της εποχής εκείνης, γενικώς, βρίσκονται πολύ κοντά στα αντίστοιχα των ημερών μας. Εκτός των φυλάξεων της «sixte» (έκτης) και «septime» (εβδόμης) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισχύει το σύγχρονο Γαλλικό σύστημα αριθμήσεως. Ο La Boёssière συνιστά ακόμη μία στάση φυλάξεως με εκτεταμένο τον βραχίονα της ξιφοφόρου χειρός κατάλληλη για μονομαχητική και αποκαλεί τις φυλάξεις της «sixte» και «septime», αντιστοίχως, ως «quarte sur les armes» και «demi-cercle» ενώ για την τελευταία δηλώνει ότι πρόκειται για φύλαξη έναντι μιας «quarte basse». Είναι προφανές ότι πρόκειται περί καταλοίπων των παλαιοτέρων Ιταλικών στάσεων φυλάξεως, της φυλάξεως εξωτερικής υψηλής γραμμής με την χείρα στη θέση τετάρτης (posizione di pugno di quarta), την φύλαξη ημικυκλίου (mezzocerchio) και τον ξιφισμό κατά την κάτω τετάρτης (quarta bassa). 

     H σύγχρονη Ιταλική οπλομαχητική θεωρία διεμόρφωσε τη σημερινή «μορφή» της προς το τέλος του 19ου αιώνος, όταν η «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης  υιοθέτησε ως επίσημο εγχειρίδιο διδασκαλίας το σύγγραμμα του Masaniello Parise περί ξίφους και σπάθης (1884). Ο Parise, ως πρώτος διευθυντής αυτής της Σχολής, εκπαίδευσε την πλειονότητα των Οπλοδιδασκάλων που κυριάρχησαν στην Ιταλία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνος. Μετά τον θάνατό του (1910) τον Parise διεδέχθησαν οι βοηθοί του Salvatore Pecoraro και Carlo Pessina. Και οι δύο είχαν εκπαιδευθεί στη «Σχολή Σπαθασκίας Radaelli» και τώρα συνεργάζονται για την συγγραφή ενός νέου εγχειριδίου Σπαθασκίας (1910). Το νέο αυτό κείμενο σε συνδυασμό με το έργο του Parise διεμόρφωσαν τη θεωρητική βάση οπλομαχητικής διδασκαλίας στην Ιταλία μέχρι το 1970. Τότε, αποφασίσθηκε η εισαγωγή νέων εκπαιδευτικών εγχειριδίων που θα περιείχαν όλες τις νεώτερες τεχνικές μεταβολές που είχαν σημειωθεί μετά το 1910. Ο Giorgio Pessina και ο Ugo Pignotti υπήρξαν τα πρόσωπα στα οποία ανετέθη η συγγραφή των αναθεωρημένων εγχειριδίων, ένα για το ξίφος (1970) κι ένα για την σπάθη (1972). Ένας συνοδευτικός τόμος για το ξίφος μονομαχίας  (1971) ξεκίνησε να συγγράφεται από τον Giuseppe Mangiarotti και ωλοκληρώθηκε από τον Edoardo Mangiarotti.

     Oι Jean-Louis Michel και Bertrand είναι εκείνοι που θεωρούνται, γενικώς, ως οι θεμελιωτές της σύγχρονης εθνικής Γαλλικής «Σχολής». Δυστυχώς, κανείς από τους δύο μεγάλους Οπλοδιδασκάλους δεν συνέγραψε κάποια σπουδή αλλά ο Arsène Vigeant (1883) διασώζει παραδείγματα από τα μαθήματα του Jean-Louis Michel και τόσο ο Camille Prévost (1886) όσο και ο Georges Robert (1900) κατάφεραν να διασώσουν την μέθοδο του Bertrand. To 1908 o νέος «Στρατιωτικός Κανονισμός» Oπλομαχητικής έδωσε την τελική μορφή στην εθνική Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχητικής του 20ού αιώνος. Όπως και με το έργο του Parise στην Ιταλία έτσι και ο «Στρατιωτικός Κανονισμός» απετέλεσε ένα θεμελιώδες εγχειρίδιο ώστε επάνω του να στηριχθούν μεγάλοι Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Pierre Thirioux (1970), o Raoul Cléry (1973) και ο Daniel Revenu (1992).

     Η Οπλομαχητική στις Η.Π.Α., όπως και στην Αγγλία, επηρεάστηκε κυρίως από την Γαλλική «Σχολή» κατά την διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνος. Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Louis Rondelle kai o François Darrieulat δίδαξαν αρκετές γενιές Αμερικανών την τεχνική του Γαλλικού ξίφους. Ο Rondelle (1892) άφησε πίσω του μια σημαντική εκπαιδευτική «ιστορία» τόσο στο ξίφος όσο και στη σπάθη ενώ, η περί ξίφους διδασκαλία του διασώθηκε από τους μαθητές του Scott Breckinridge Senior και Junior (1941) σε ένα τομίδιο. Οπλοδιδάσκαλοι από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν για να μεταφέρουν στις Η.Π.Α. οπλομαχητικά συστήματα και διδασκαλίες από την Ισπανική, την Ιταλική, την Βελγική, την Ουγγρική, την Πολωνική και την Ρωσική «Σχολή».

     Μεταξύ των συγγραμμάτων που διεμόρφωσαν την Αμερικανική οπλομαχητική μεθοδολογία του 20ού αιώνος βρίσκονται, ασφαλώς, αυτά των Julio Castelló (1933), Aldo Nadi (1943) και Clovis Deladrier (1948). 

     Η σπάθη καίτοι εξασκήθηκε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως, από στρατιωτικούς, η σύγχρονη σπαθασκητική τεχνική βασίστηκε στη χρήση ενός ελαφρύτερου όπλου που επινοήθηκε από τον Ιταλό Giuseppe Radaelli περί τα μέσα του 19ου αιώνος. Το ξίφος υπήρξε η βάση επάνω στην οποία αναπτύχθηκε η σπαθασκητική θεωρία του Radaelli. Οι διάδοχοι του Radaelli, Luigi Barbasetti και Carlo Pessina, μετέφεραν τις αρχές της σπαθασκητικής του Radaelli στην «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης  στην οποία δίδαξαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος.

     Το 1894 ο Barbasetti εγκαινίασε μία Αίθουσα Όπλων στην Βιέννη και τον επόμενο χρόνο του ζητήθηκε να αναδιοργανώσει την Αυστρο-Ουγγρική τακτική Στρατιωτική Σχολή Οπλομαχητικής στο Wiener-Neustadt, εκεί όπου δίδαξε κατόπιν πολλούς Αυστριακούς και Ούγγρους μέλλοντες Οπλοδιδασκάλους της σπάθης. Κατόπιν, το 1896, ο Italo Santelli, ένας μαθητής του Carlo Pessina και απόφοιτος της Ιταλικής «Σχολής Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης προσεκλήθη από την Κυβέρνηση της Ουγγαρίας να διδάξει Οπλομαχητική στη Βουδαπέστη. Λόγω του ότι ήδη προϋπήρχε μια μεγάλη σπαθασκητική παράδοση στην Ουγγαρία, ο Santelli συνεισέφερε με την εισαγωγή της διδασκαλίας του Radaelli έτσι ώστε να διαμορφωθεί μία κοινή Ιταλο-Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδος. Κατόπιν, οι Ούγγροι εταίροι τροποποίησαν τη μέθοδο αυτή διατηρώντας την Ιταλική οπλομαχητική θεωρία αλλά απορρίπτοντας τις Ιταλικές ασκήσεις με κυκλικές καταφορές από τον αγκώνα, αντικαθιστώντας τις με βραχείες καταφορές που εκτελούνται από τον καρπό. Ο κύριος διαμορφωτής της σύγχρονης Ουγγρικής σπαθασκητικής, όπως αναγνωρίζεται γενικώς, είναι ο László Borsody Αρχι-Οπλοδιδάσκαλος στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos». 

     Οι επιτυχίες των Ούγγρων Σπαθιστών πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενέπνευσαν τους Βουλγάρους, Πολωνούς, Ρουμάνους και Ρώσους να υιοθετήσουν την Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδο. Τελικώς, κάθε εθνική Ομάδα τροποποίησε την Ουγγρική παιδαγωγική προσέγγιση στη Σπαθασκία διαμορφώνοντας την κατά χώρα εθνική «Σχολή». Κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των εθνικών «Σχολών» ήσαν η έμφαση στη φυσική ενδυνάμωση με ιδιαίτερη προσοχή στα κάτω άκρα και η αναδιαμόρφωση των σπαθισμών ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των συγχρόνων αγώνων σπάθης. Επίσης, εδώ θα έπρεπε να σημειώσουμε ότι η Ουγγρική τεχνική ξίφους, καίτοι αρχικώς βασίσθηκε στο Ιταλικό σύστημα, τροποποιήθηκε προκειμένου να συμπεριλάβει και Γαλλικά στοιχεία, όπως, λόγου χάρη οκτώ αντί τεσσάρων φυλάξεων. Οι τροποποιήσεις αυτές προέκυψαν όταν ο Γάλλος André  Gardère εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία στη δεκαετία του 1930.

     Το τελευταίο όπλο που ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Οπλομαχητική είναι το ξίφος μονομαχίας ανδρών. To όπλο αυτό υιοθετήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, κατόπιν εισηγήσεων των Γαλλικών Ακαδημιών Οπλομαχητικής, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις των συντηρητικών Οπλοδιδασκάλων που το θεωρούσαν ως εκφυλισμό του ξίφους . Η τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών  κατ’ εκείνη την εποχή της διαμορφώσεώς της, περιγράφεται από τους Γάλλους Οπλοδιδασκάλους Jules Jacob (1887) και Anthime Spinnewyn και Paul Manoury (1898) και από τους Ιταλούς Οπλοδιδασκάλους Aurelio Greco (1907) και Agesilao Greco (1912). Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ιταλοί εκείνοι, βάσισαν τη μέθοδο του ξίφος μονομαχίας ανδρών  στις γενικότερες αρχές του ξίφους. Η απουσία ορθής διαδρομής και εκτεταμένης επιφάνειας στόχου διαφοροποιούν το ξίφος μονομαχίας ανδρών από το ξίφος ασκήσεως. Όπως και στο ξίφος ασκήσεως, δύο ήσαν οι κυρίαρχες εθνικές «Σχολές», η Γαλλική και η Ιταλική. Η Ουγγρική τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών προέκυψε από το αντίστοιχο Ιταλικό σύστημα μέσω του Eduardo Alajmo ο οποίος δίδαξε στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos» τη δεκαετία του 1930. Η μέθοδος του Alajmo περιγράφεται σε ένα εγχειρίδιο του Μichele Alajmo αδελφού του Eduardo (1936) και την ξαναβρίσκουμε σε μία έκδοση του μαθητού του Eduardo, του Oύγγρου  Ιmre Vas (1976).

     Από την αρχή του 20ού αιώνος έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανική Οπλομαχητική  κυριαρχούσαν Ιταλοί Οπλοδιδάσκαλοι από  τη   «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης όπως ο Ettore Schiavoni που δίδαξε στο Βερολίνο και οι Arturo Gazzera και Francesco Tagliabò που δίδαξαν στη Φραγκφούρτη. Κατά την μεταπολεμική περίοδο οι Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ανέπτυξαν μία εθνική Γερμανική «Σχολή» η οποία παρακολουθεί γενικώς την αντίστοιχη Ιταλική, έχοντας όμως προσθέσει κάποια Γαλλικά στοιχεία. Επί παραδείγματι, ο Emil Beck στο Tauberbischofsheim έχει καθιερώσει την Γαλλική αρίθμηση φυλάξεων.