Η ΟΠΛΟΜΑΧΗΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Eισαγωγή
Βασική προϋπόθεση κατανοήσεως κι εκμαθήσεως ενός αντικειμένου αποτελεί η , κατ’ αρχήν, εκμάθηση, κατανόηση και αφομοίωση της ακριβούς ορολογίας η οποία το αφορά.
Δυστυχώς και στην Ελληνική γλώσσα, η αμιγής ορολογία της Οπλομαχητικής δεν αποτελεί ένα ενιαίο μόρφωμα αλλά συνιστά «άρθρωση» δανείων.
Αν και η Ελλάδα λόγω του καθεστώτος της Οθωμανικής κατοχής δεν θα ήταν δυνατόν να έχει συμμετοχή στη διαμόρφωση εθνικής «Σχολής», εν τούτοις, πολύ αξιόλογοι Οπλοδιδάσκαλοι και Οπλομάχοι του 19ου αιώνος, στρατιωτικοί κυρίως, βοήθησαν ώστε , τουλάχιστον, να διαμορφωθεί μία εμπεριστατωμένη και ακριβής ορολογία σ’ αυτή την υψηλή τέχνη.
Τα «δάνεια αυτά προέρχονται από την Ελληνική στρατιωτική ορολογία, με πολλές αναπόφευκτες προσμίξεις των διαφόρων ξένων «Σχολών» που επέδρασαν στη διαμόρφωση της Ελληνικής Οπλομαχητικής. Και το θεμέλιο της Ελληνικής Οπλομαχητικής δεν ήταν δυνατόν παρά να τεθεί από τον πρώτο Οπλοδιδάσκαλο, Βαυαρό, Φίλιππο Μύλλερ, τον οποίο έφερε μαζύ του ο Μεγάλος Βασιλέας Όθων Α’ προκειμένου να διδαχθούν την Οπλομαχητική οι πρώτοι Αξιωματικοί του νεοσύστατου, τότε, Ελληνικού Στρατού.
Ο Οπλοδιδάσκαλος Φίλιππος Μύλλερ υπήρξε και ο πρώτος συγγραφέας εγχειριδίου Οπλομαχητικής στην Ελληνική γλώσσα ( 1847 ).
Ο δεύτερος μεγάλος «σταθμός» της ελληνικής Οπλομαχητικής υπήρξε ο στρατιωτικός Οπλοδιδάσκαλος Νικόλαος Πύργος (πατέρας του μετέπειτα -1896- Ολυμπιονίκου Λεωνίδου Πύργου) οποίος εξέδωσε τον Φεβρουάριο του 1872 την «ΟΠΛΟΜΑΧΗΤΙΚΗ» του, βασιζόμενος σε Γαλλικά συγγράμματα Οπλομαχητικής.
Η διεθνής ορολογία της Οπλομαχητικής έχει διαγράψει μία «πορεία» ανάλογη με τις ευρωπαϊκές εθνικές «Σχολές» που κυριάρχησαν μετά την Αναγέννηση. Τη «χαρτογράφηση» αυτής της «πορείας» μας τη δίνει με μεγάλη ιστορική ακρίβεια η εισαγωγή του βιβλίου ενός σύγχρονου Οπλοδιδασκάλου του William M. Gaugler με τίτλο “FENCING TERMINOLOGY” (Έκδοση Laureate Press , 1997) η οποία παρατίθεται εν συνεχεία. Ο William M. Gaugler, γερμανικής καταγωγής αν και διακεκριμένος αρχαιολόγος ανεδείχθη και σε δεινό σπαθιστή αποδεικνύοντας ότι ο πράγματι ισορροπημένος Άνθρωπος μπορεί να συνδυάζει άριστα την θεωρητική του πλευρά με την πρακτική!
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ
ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΟΠΛΟΜΑΧΗΤΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Η ορολογία της Οπλομαχητικής μεταβάλλεται από αιώνα σε αιώνα και από «Σχολή» σε «Σχολή», συχνά δε, ακόμη και μέσα στην ίδια την κάθε «Σχολή». Ως παράδειγμα, τόσο οι Ιταλοί όσο και οι Γάλλοι δάσκαλοι της Οπλομαχητικής χρησιμοποιούν έναν όρο ο οποίος προέρχεται από την κοινή «πηγή» της λατινικής γλώσσας «ligare» (ζευγνύω, συνδέω, ενώνω) που, στη μεν Ιταλική εξελίσσεται σε «legare» στη δε Γαλλική σε «lier». Αυτός ο βασικός οπλομαχητικός όρος κατά την σύγχρονη ερμηνεία του παρουσιάζει, σήμερα, μία σοβαρή ερμηνευτική δυσκολία στις δύο αυτές γλώσσες. Οι μεν Ιταλοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτό για να προσδιορίσουν μία εμπλοκή ελασμάτων (legamento) ενώ οι Γάλλοι για να σημάνουν ένα «δέσιμο» (liement). Οι Γερμανοί μεταφράζουν τον ιταλικό όρο της «εμπλοκής» ως «Bindung» (bind) ενώ οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τον όρο αυτό με την ίδια σημασία που του αποδίδουν οι Γάλλοι. Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας υπ όψη την σημασιολογική διαφορά μεταξύ του Ιταλο-Γερμανικού και Γαλλο-Αγγλικού προσδιορισμού του όρου «εμπλοκή». Για τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ο όρος «εμπλοκή» σημαίνει τον κυριαρχικό έλεγχο επί του ελάσματος του αντιπάλου και, συγκεκριμένα, έλεγχο με το ισχυρό ή μεσαίο τμήμα του ελάσματός μας επί του ασθενούς τμήματος του αντιπάλου, ενώ, για τους Γάλλους και Άγγλους ο όρος «εμπλοκή» σημαίνει, απλώς, την επαφή των ελασμάτων.
Ομοίως, διαφοροποιήσεις προκύπτουν και μέσα στην ίδια και την αυτή «Σχολή» με την πάροδο του χρόνου. Επί παραδείγματι, οι Ιταλοί Δάσκαλοι της Οπλομαχητικής κατά τον 17ο αιώνα, όπως και οι αντίστοιχοι Γάλλοι ομόλογοί τους, αναφέρονται συχνά σε έναν κυκλικό χειρισμό της λάμας που εκτελείται κατά τον χρόνο της απεμπλοκής από την αντίπαλη λάμα (contracavatione) ενώ οι σύγχρονοι διάδοχοί τους ορίζουν με τον όρο controcavazione μία προσποίηση που ακολουθείται από έναν εξαπατούντα κυκλικό χειρισμό της λάμας . Οι Γάλλοι Δάσκαλοι, αφ’ ετέρου, δυσκολεύονται να συμφωνήσουν μεταξύ τους, από τις αρχές του 19ου αιώνος, επί των όρων «redoublement» και «reprise».
Όπως είναι γνωστό, oι πρώτες διασωζόμενες οπλομαχητικές μελέτες χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα και έχουν συγγραφεί από Δασκάλους όπως ο Achille Marozzo (1536), o Jeronimo De Carranza (1569), o Joachim Meyer (1570) και ο Henry De Sainct-Dadier(1573). Αυτοί οι Δάσκαλοι καθώρισαν το θεωρητικό πλαίσιο των τεσσάρων ευρωπαϊκών βασικών «Σχολών» του 16ου αιώνος : της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Γερμανικής και της Γαλλικής «Σχολής».
Με την διάδοση του πολιτισμού της Ιταλικής Αναγεννήσεως κατά τον 16ο και 17ον αιώνα, κάθε τι ιταλικό, συμπεριλαμβανομένης και της Οπλομαχητικής, έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλές. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η Γαλλική Βασιλική Οικογένεια η οποία προσέλαβε Ιταλούς Δασκάλους της Οπλομαχητικής όπως τους Pompee και Silvie, ενώ Γάλλοι και Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ταξίδευαν συχνά στην Ιταλία για να διδαχθούν από τους φημισμένους Ιταλούς Δασκάλους εκείνης της εποχής. Ως αποτέλεσμα υπήρξε η εισαγωγή της Ιταλικής οπλομαχητικής ορολογίας στο Γαλλικό και Γερμανικό λεξιλόγιο. Στην Γαλλία, προσαρμόσθηκε σύντομα η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία και αφομοιώθηκαν οι Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι μετατρεπόμενοι σε Γαλλικούς, ώστε, στο τέλος του 17ου αιώνος αναπτύχθηκε μία αμιγής Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχίας, ενώ στην Γερμανία διατηρήθηκαν μέχρι και τον 21ο αιώνα πολλοί Ιταλικοί όροι όπως «filo» και «battuta». Ωστόσο, η Ισπανική «Σχολή» Οπλομαχίας έπαυσε να υφίσταται ως αυτοτελής, ήδη, από την αρχή του 19ου αιώνος. Ο Μanuel Antonio De Brea (1805), επί παραδείγματι, στον τίτλο της μελέτης του περί του χειρισμού του ξίφους, επισημαίνει ότι ο ίδιος ακολουθεί ένα αμάλγαμα Γαλλικού, Ιταλικού και Ισπανικού οπλομαχητικού δόγματος, ενώ, ο Julio Castelló (1933) δηλώνει στους μαθητές του ότι διδάσκει Γαλλικό ξίφος και Ιταλική σπάθη.
Κατά τον 16ο αιώνα οι Άγγλοι, όπως και οι Γάλλοι, εντυπωσιάσθηκαν από την Ιταλική Οπλομαχητική. Ιταλοί Δάσκαλοι άρχισαν να ιδρύουν Σχολές στην Αγγλία και η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία έγινε δημοφιλής με τις σπουδές που δημοσίευσαν οι Giacomo di Grassi (1594) και Vincentio Saviolo (1595). Λόγω των επιδράσεών τους, Ιταλικοί οπλομαχητικοί όροι όπως «imbroccata», «mandritta», «riverso» και «stoccata» εισεχώρησαν στο Αγγλικό οπλομαχητικό λεξιλόγιο. Κατά τον επακολουθήσαντα αιώνα, η εγγύς γειτονία Αγγλίας-Γαλλίας επέτρεψε στη Γαλλία να εισχωρήσει στα οπλομαχητικά «πράγματα» της Αγγλίας αυξάνοντας το ενδιαφέρον των Άγγλων για τις Γαλλικές οπλομαχητικές μεθόδους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα οπλομαχητικά εγχειρίδια του William Hope που εμφανίστηκαν μεταξύ του 1687 και 1729. Ωστόσο, παρά το ότι ακόμη και ως τα μέσα του 18ου αιώνος το Γαλλικό σύστημα είχα για τα καλά εδραιωθεί στην Αγγλία, στην ίδια χώρα η Ιταλική οπλομαχητική θεωρία εξακολουθούσε να ασκεί μία επίδραση. Αυτό ωφείλετο κατά πολύ στον Domenico Angelo Malevolti Tremamondo ο οποίος έφθασε στην Αγγλία το 1750 και ίδρυσε μία Ακαδημία Οπλομαχίας που μακροημέρευσε ως το τέλος του 19ου αιώνος. Ο Domenico αν και αρχικώς εκπαιδεύθηκε σε Ιταλική Σχολή, ωλοκλήρωσε την εκπαίδευσή του με τον Γάλλο Δάσκαλο Teillagory και κατόπιν συνέγραψε μία μελέτη (1763) συνδυάζοντας τις διδασκαλίες του Γαλλικού και Ιταλικού συστήματος. Η έκδοση αυτής της μελέτης αντιμετώπισε τέτοιο ενδιαφέρον τόσο στην Γαλλία όσο και στην Αγγλία, ώστε ο διάσημος για την εποχή εκδότης Denis Diderot συμπεριέλαβε στην πασίγνωστη «Encyclopedie» του πίνακες από το εγχειρίδιο του Domenico.
Κατά την αρχή του 19ου αιώνος, τα δύο επικρατέστερα εθνικά συστήματα Οπλομαχητικής ήσαν το Ιταλικό και το Γαλλικό. Η ακριβής περιγραφή του πλαισίου της κάθε «Σχολής» επιχειρείται από τους Ιταλούς Rosaroll Scorza και Pietro Grisetti (1803) καθώς και από τον Γάλλο La Boёssière (1818). H προσεκτική μελέτη των συγγραμμάτων τους, αποκαλύπτει ότι οι οπλομαχητικοί ορισμοί και οι περιγραφές των χειρισμών κατά την διάρκεια ενός μαθήματος της εποχής εκείνης, γενικώς, βρίσκονται πολύ κοντά στα αντίστοιχα των ημερών μας. Εκτός των φυλάξεων της «sixte» (έκτης) και «septime» (εβδόμης) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισχύει το σύγχρονο Γαλλικό σύστημα αριθμήσεως. Ο La Boёssière συνιστά ακόμη μία στάση φυλάξεως με εκτεταμένο τον βραχίονα της ξιφοφόρου χειρός κατάλληλη για μονομαχητική και αποκαλεί τις φυλάξεις της «sixte» και «septime», αντιστοίχως, ως «quarte sur les armes» και «demi-cercle» ενώ για την τελευταία δηλώνει ότι πρόκειται για φύλαξη έναντι μιας «quarte basse». Είναι προφανές ότι πρόκειται περί καταλοίπων των παλαιοτέρων Ιταλικών στάσεων φυλάξεως, της φυλάξεως εξωτερικής υψηλής γραμμής με την χείρα στη θέση τετάρτης (posizione di pugno di quarta), την φύλαξη ημικυκλίου (mezzocerchio) και τον ξιφισμό κατά την κάτω τετάρτης (quarta bassa).
H σύγχρονη Ιταλική οπλομαχητική θεωρία διεμόρφωσε τη σημερινή «μορφή» της προς το τέλος του 19ου αιώνος, όταν η «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης υιοθέτησε ως επίσημο εγχειρίδιο διδασκαλίας το σύγγραμμα του Masaniello Parise περί ξίφους και σπάθης (1884). Ο Parise, ως πρώτος διευθυντής αυτής της Σχολής, εκπαίδευσε την πλειονότητα των Οπλοδιδασκάλων που κυριάρχησαν στην Ιταλία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνος. Μετά τον θάνατό του (1910) τον Parise διεδέχθησαν οι βοηθοί του Salvatore Pecoraro και Carlo Pessina. Και οι δύο είχαν εκπαιδευθεί στη «Σχολή Σπαθασκίας Radaelli» και τώρα συνεργάζονται για την συγγραφή ενός νέου εγχειριδίου Σπαθασκίας (1910). Το νέο αυτό κείμενο σε συνδυασμό με το έργο του Parise διεμόρφωσαν τη θεωρητική βάση οπλομαχητικής διδασκαλίας στην Ιταλία μέχρι το 1970. Τότε, αποφασίσθηκε η εισαγωγή νέων εκπαιδευτικών εγχειριδίων που θα περιείχαν όλες τις νεώτερες τεχνικές μεταβολές που είχαν σημειωθεί μετά το 1910. Ο Giorgio Pessina και ο Ugo Pignotti υπήρξαν τα πρόσωπα στα οποία ανετέθη η συγγραφή των αναθεωρημένων εγχειριδίων, ένα για το ξίφος (1970) κι ένα για την σπάθη (1972). Ένας συνοδευτικός τόμος για το ξίφος μονομαχίας (1971) ξεκίνησε να συγγράφεται από τον Giuseppe Mangiarotti και ωλοκληρώθηκε από τον Edoardo Mangiarotti.
Oι Jean-Louis Michel και Bertrand είναι εκείνοι που θεωρούνται, γενικώς, ως οι θεμελιωτές της σύγχρονης εθνικής Γαλλικής «Σχολής». Δυστυχώς, κανείς από τους δύο μεγάλους Οπλοδιδασκάλους δεν συνέγραψε κάποια σπουδή αλλά ο Arsène Vigeant (1883) διασώζει παραδείγματα από τα μαθήματα του Jean-Louis Michel και τόσο ο Camille Prévost (1886) όσο και ο Georges Robert (1900) κατάφεραν να διασώσουν την μέθοδο του Bertrand. To 1908 o νέος «Στρατιωτικός Κανονισμός» Oπλομαχητικής έδωσε την τελική μορφή στην εθνική Γαλλική «Σχολή» Οπλομαχητικής του 20ού αιώνος. Όπως και με το έργο του Parise στην Ιταλία έτσι και ο «Στρατιωτικός Κανονισμός» απετέλεσε ένα θεμελιώδες εγχειρίδιο ώστε επάνω του να στηριχθούν μεγάλοι Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Pierre Thirioux (1970), o Raoul Cléry (1973) και ο Daniel Revenu (1992).
Η Οπλομαχητική στις Η.Π.Α., όπως και στην Αγγλία, επηρεάστηκε κυρίως από την Γαλλική «Σχολή» κατά την διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνος. Οπλοδιδάσκαλοι όπως ο Louis Rondelle kai o François Darrieulat δίδαξαν αρκετές γενιές Αμερικανών την τεχνική του Γαλλικού ξίφους. Ο Rondelle (1892) άφησε πίσω του μια σημαντική εκπαιδευτική «ιστορία» τόσο στο ξίφος όσο και στη σπάθη ενώ, η περί ξίφους διδασκαλία του διασώθηκε από τους μαθητές του Scott Breckinridge Senior και Junior (1941) σε ένα τομίδιο. Οπλοδιδάσκαλοι από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν για να μεταφέρουν στις Η.Π.Α. οπλομαχητικά συστήματα και διδασκαλίες από την Ισπανική, την Ιταλική, την Βελγική, την Ουγγρική, την Πολωνική και την Ρωσική «Σχολή». Μεταξύ των συγγραμμάτων που διεμόρφωσαν την Αμερικανική οπλομαχητική μεθοδολογία του 20ού αιώνος βρίσκονται, ασφαλώς, αυτά των Julio Castelló (1933), Aldo Nadi (1943) και Clovis Deladrier (1948).
Η σπάθη καίτοι εξασκήθηκε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως, από στρατιωτικούς, η σύγχρονη σπαθασκητική τεχνική βασίστηκε στη χρήση ενός ελαφρύτερου όπλου που επινοήθηκε από τον Ιταλό Giuseppe Radaelli περί τα μέσα του 19ου αιώνος. Το ξίφος υπήρξε η βάση επάνω στην οποία αναπτύχθηκε η σπαθασκητική θεωρία του Radaelli. Οι διάδοχοι του Radaelli, Luigi Barbasetti και Carlo Pessina, μετέφεραν τις αρχές της σπαθασκητικής του Radaelli στην «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης στην οποία δίδαξαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος.
Το 1894 ο Barbasetti εγκαινίασε μία Αίθουσα Όπλων στην Βιέννη και τον επόμενο χρόνο του ζητήθηκε να αναδιοργανώσει την Αυστρο-Ουγγρική τακτική Στρατιωτική Σχολή Οπλομαχητικής στο Wiener-Neustadt, εκεί όπου δίδαξε κατόπιν πολλούς Αυστριακούς και Ούγγρους μέλλοντες Οπλοδιδασκάλους της σπάθης. Κατόπιν, το 1896, ο Italo Santelli, ένας μαθητής του Carlo Pessina και απόφοιτος της Ιταλικής «Σχολής Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης προσεκλήθη από την Κυβέρνηση της Ουγγαρίας να διδάξει Οπλομαχητική στη Βουδαπέστη. Λόγω του ότι ήδη προϋπήρχε μια μεγάλη σπαθασκητική παράδοση στην Ουγγαρία, ο Santelli συνεισέφερε με την εισαγωγή της διδασκαλίας του Radaelli έτσι ώστε να διαμορφωθεί μία κοινή Ιταλο-Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδος. Κατόπιν, οι Ούγγροι εταίροι τροποποίησαν τη μέθοδο αυτή διατηρώντας την Ιταλική οπλομαχητική θεωρία αλλά απορρίπτοντας τις Ιταλικές ασκήσεις με κυκλικές καταφορές από τον αγκώνα, αντικαθιστώντας τις με βραχείες καταφορές που εκτελούνται από τον καρπό. Ο κύριος διαμορφωτής της σύγχρονης Ουγγρικής σπαθασκητικής, όπως αναγνωρίζεται γενικώς, είναι ο László Borsody Αρχι-Οπλοδιδάσκαλος στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos».
Οι επιτυχίες των Ούγγρων Σπαθιστών πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενέπνευσαν τους Βουλγάρους, Πολωνούς, Ρουμάνους και Ρώσους να υιοθετήσουν την Ουγγρική σπαθασκητική μέθοδο. Τελικώς, κάθε εθνική Ομάδα τροποποίησε την Ουγγρική παιδαγωγική προσέγγιση στη Σπαθασκία διαμορφώνοντας την κατά χώρα εθνική «Σχολή». Κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των εθνικών «Σχολών» ήσαν η έμφαση στη φυσική ενδυνάμωση με ιδιαίτερη προσοχή στα κάτω άκρα και η αναδιαμόρφωση των σπαθισμών ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των συγχρόνων αγώνων σπάθης.
Επίσης, εδώ θα έπρεπε να σημειώσουμε ότι η Ουγγρική τεχνική ξίφους, καίτοι αρχικώς βασίσθηκε στο Ιταλικό σύστημα, τροποποιήθηκε προκειμένου να συμπεριλάβει και Γαλλικά στοιχεία, όπως, λόγου χάρη οκτώ αντί τεσσάρων φυλάξεων. Οι τροποποιήσεις αυτές προέκυψαν όταν ο Γάλλος André Gardère εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία στη δεκαετία του 1930.
Το τελευταίο όπλο που ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Οπλομαχητική είναι το ξίφος μονομαχίας ανδρών. To όπλο αυτό υιοθετήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, κατόπιν εισηγήσεων των Γαλλικών Ακαδημιών Οπλομαχητικής, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις των συντηρητικών Οπλοδιδασκάλων που το θεωρούσαν ως εκφυλισμό του ξίφους . Η τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών κατ’ εκείνη την εποχή της διαμορφώσεώς της, περιγράφεται από τους Γάλλους Οπλοδιδασκάλους Jules Jacob (1887) και Anthime Spinnewyn και Paul Manoury (1898) και από τους Ιταλούς Οπλοδιδασκάλους Aurelio Greco (1907) και Agesilao Greco (1912). Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ιταλοί εκείνοι, βάσισαν τη μέθοδο του ξίφος μονομαχίας ανδρών στις γενικότερες αρχές του ξίφους. Η απουσία ορθής διαδρομής και εκτεταμένης επιφάνειας στόχου διαφοροποιούν το ξίφος μονομαχίας ανδρών από το ξίφος ασκήσεως. Όπως και στο ξίφος ασκήσεως, δύο ήσαν οι κυρίαρχες εθνικές «Σχολές», η Γαλλική και η Ιταλική. Η Ουγγρική τεχνική του ξίφος μονομαχίας ανδρών προέκυψε από το αντίστοιχο Ιταλικό σύστημα μέσω του Eduardo Alajmo ο οποίος δίδαξε στο «Ουγγρικό Βασιλικό Αθλητικό Ίδρυμα Toldi Miklos» τη δεκαετία του 1930. Η μέθοδος του Alajmo περιγράφεται σε ένα εγχειρίδιο του Μichele Alajmo αδελφού του Eduardo (1936) και την ξαναβρίσκουμε σε μία έκδοση του μαθητού του Eduardo, του Oύγγρου Ιmre Vas (1976).
Από την αρχή του 20ού αιώνος έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανική Οπλομαχητική κυριαρχούσαν Ιταλοί Οπλοδιδάσκαλοι από τη «Σχολή Στρατιωτικών Οπλοδιδασκάλων» της Ρώμης όπως ο Ettore Schiavoni που δίδαξε στο Βερολίνο και οι Arturo Gazzera και Francesco Tagliabò που δίδαξαν στη Φραγκφούρτη. Κατά την μεταπολεμική περίοδο οι Γερμανοί Οπλοδιδάσκαλοι ανέπτυξαν μία εθνική Γερμανική «Σχολή» η οποία παρακολουθεί γενικώς την αντίστοιχη Ιταλική, έχοντας όμως προσθέσει κάποια Γαλλικά στοιχεία. Επί παραδείγματι, ο Emil Beck στο Tauberbischofsheim έχει καθιερώσει την Γαλλική αρίθμηση φυλάξεων.