Η ΤΟΞΟΒΟΛΙΑ
ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΟΜ WINTER
ΤΟΜ WINTER
Μετάφραση-Σχόλια : ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΙΝΙΩΤΑΚΗ
Εισαγωγικό Σημείωμα
Πεποίθηση των περισσοτέρων από
εμάς που έχουμε ενδιαφερθεί για την αρχαία Ελληνική πολεμική ιστορία, είναι ότι
η οπλιτική φάλαγγα[1] , ο αντιπροσωπευτικός στρατιωτικός σχηματισμός και
απόδειξη της πολεμικής ισχύος κάθε
πόλης-κράτους, ήταν μια σχεδόν ανίκητη δύναμη. Η ακμή των αρχαίων Ελλήνων
βασίστηκε στο τρίπτυχο: πολιτισμός, ποντοκρατορία και πολεμική ισχύς με πυλώνα
τον οπλίτη/πολίτη της πόλης-κράτους. Η οπλιτική φάλαγγα θριάμβευσε επί όλων
όσων βρέθηκαν απέναντί της με αποκορύφωμα την επικράτηση των Ελλήνων επί της
υπερδύναμης εκείνης της εποχής, της Περσικής αυτοκρατορίας. Η πολεμική αρετή,
όπως εκφραζόταν στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη και υμνήθηκε από τους ιστορικούς,
σύγχρονους και μεταγενέστερους, είχε πρότυπο τον οπλίτη ο οποίος μαχόταν στις
πρώτες γραμμές της φάλαγγας δίπλα στους συμπολεμιστές του και ήταν πρόθυμος να
θυσιάσει τη ζωή του για να διαφυλάξει την ευημερία της πόλης του.
Μήπως όμως η οπλιτική φάλαγγα δεν
ήταν μια αήττητη πολεμική μηχανή; Μήπως υπήρξαν περιπτώσεις στην πλουσιότατη
αρχαία ελληνική πολεμική ιστορία όπου δυνάμεις πολύ κατώτερες σε εκπαίδευση,
δυναμικότητα και εξοπλισμό κατόρθωσαν να υπερισχύσουν στη μάχη τους με μια
οπλιτική φάλαγγα; Και μήπως, ακριβώς επειδή το
πρότυπο της εποχής ήταν οι πανίσχυροι οπλίτες, οι άντρες που τόλμησαν να
σταθούν απέναντί τους και να τους νικήσουν δεν υμνήθηκαν από τους ιστορικούς
και οι νίκες τους γράφτηκαν στα ψιλά γράμματα της Ιστορίας;
Αφορμή για την παράθεση των
παραπάνω σκέψεων, στάθηκε η ανάγνωση ενός μάλλον παλαιού ακαδημαϊκού κειμένου
(1990) του Tom Winter, “The Place of Archery in Greek Warfare” (δηλαδή σε
μετάφραση: «Η Τοξοβολία στις πολεμικές επιχειρήσεις των αρχαίων Ελλήνων»). Στο
πόνημα αυτό, παρουσιάζονται αρκετές περιπτώσεις όπου εφιπποτοξότες, τοξότες και
ακοντιστές κατόρθωσαν να νικήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οπλιτικές
φάλαγγες. Προχώρησα στη μετάφραση του αγγλικού κειμένου χρησιμοποιώντας γλώσσα
όσο πιο κοντινή γίνεται στο αρχικό κείμενο.
Εντούτοις, παρά τα αξιόλογα
στοιχεία που παρουσιάζονται στο κείμενο αυτό, υπάρχουν υποθέσεις ή παραδοχές
του συγγραφέα οι οποίες δε με βρίσκουν σύμφωνο. Επίσης, υπάρχουν ορισμένα σημεία
τα οποία έκρινα ότι έχριζαν περισσότερης ανάπτυξης, οπότε και έχω παραθέσει το
σχετικό αρχαίο κείμενο ή/και αντίστοιχη μετάφρασή του.
Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι
υπάρχουν δύο είδη υποσημειώσεων:
1. Οι αριθμητικές υποσημειώσεις (1 έως και 11) στο κάτω
μέρος κάθε σελίδας που αφορούν
διευκρινήσεις που θεωρώ ότι διευκολύνουν την κατανόηση του κειμένου
2. Υποσημειώσεις με λατινικούς χαρακτήρες (a έως και e) στο
τέλος του μεταφρασμένου κειμένου, με τις αντιρρήσεις ή/και τις διαφωνίες μου
Προσωπικά, βρήκα ιδιαιτέρως
ενδιαφέρουσα την εμπειρία τόσο της μετάφρασης όσο και της μελέτης που
ακολούθησε ώστε να τεκμηριώσω τις δικές μου απόψεις.
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση
Θεόδωρος Πρινιωτάκης
Αθήνα, 7 Οκτωβρίου 2016
Η Τοξοβολία
στις πολεμικές
επιχειρήσεις
των αρχαίων Ελλήνων[2]
Ο Αρχαίος Έλληνας Τοξότης στο
έργο & τον πόλεμο
του Tom Winter
Περίληψη: Παρά την πιθανότητα ενός αρχαίου Ελληνικού
ισοδύναμου ενός Agincourt, ο Ελληνικός στρατιωτικός νους σταθερά διατηρούσε το
βαρύ πεζικό και όχι τους τοξότες, ως την κύρια στρατιωτική δύναμη.
Αναγνωρισμένες «χρήσεις» ενός τοξότη στους ελληνικούς πολέμους ήταν να
αποκρούουν επιθέσεις στα τείχη των πόλεων, να πραγματοποιούν καταδρομικές
επιχειρήσεις και να προσφέρουν οι ίδιοι βολές κάλυψης σε καταδρομικές
επιχειρήσεις. Αυτή η εργασία, η οποία συνεγράφη μετά από την πρόσφατη ανάγνωση
των κύριων Ελλήνων ιστορικών, ενώνει όλα τα κομμάτια ώστε να μπορέσει κανείς να
δει τον αρχαίο Έλληνα τοξότη στο έργο και στο στρατιωτικό περιβάλλον
Όταν ο Περικλής ανακοινώνει τον
κατάλογο των δυνάμεων της Αθήνας κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου
(431-404 π.Χ.), η στρατιωτική κατανομή των δυνάμεων παρουσιαζόταν ως εξής:
15,000 οπλίτες πρώτης γραμμής
1,600 οπλίτες εφεδρείας
1,600 Ιππικό (συμπεριλαμβανομένων
έφιππων τοξοτών)
1,200 τοξότες
300 πολεμικά πλοία
Οι τοξότες αποτελούσαν εκείνη την
εποχή, χονδρικά το 10% της πολεμικής δύναμης μιας αρχαίας ελληνικής πόλης. Η
ερώτηση που προκύπτει, φυσικά, είναι: «τί τους έκαναν αυτούς τους τοξότες;».
Αυτή η ερώτηση μας οδηγεί να εξετάσουμε τον τρόπο που διεξαγόταν ο πόλεμος στην
Ελλάδα.
Η λίστα των Αθηναϊκών δυνάμεων
του Περικλή μας επιτρέπει να δούμε τα σχετικά νούμερα, όμως είναι σε ένα βαθμό
παραπλανητική, δεδομένου ότι παραλείπει μια βασική κατηγορία στρατιωτών και δη
τον ελαφρά εξοπλισμένο στρατιώτη. Τον άντρα δηλαδή, οπλισμένο με ασπίδα και
δόρυ, σε αντίθεση όμως με τον οπλίτη, χωρίς σωματική θωράκιση.
Το τί εξυπηρετούσε η κάθε
κατηγορία πολεμιστών στο πεδίο της μάχης, θα γίνει αμέσως κατανοητό, εάν τους
χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: εκείνους που πολεμούν σε παράταξη σώμα με σώμα και
εκείνους που πολεμούν από μέση ή μεγάλη απόσταση.
Οι οπλίτες αποτελούν τα Sherman
Tanks[3] της αρχαιότητας. Η θωράκισή τους
είναι χυτός και σφυρήλατος μπρούτζος. Ο μπρούτζος, λάβετε υπόψη σας, είναι
βαρύτερος από το σίδερο. Τυπικά, εάν ένας οπλίτης πρέπει να τρέξει για μεγάλη
απόσταση, είναι αναγκασμένος να «πετάξει» από πάνω του την πανοπλία του. Με
πλήρη εξάρτηση, δεν είναι ευκίνητος και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως
καταδρομέας. Ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης είναι γυμνός από θωράκιση με
εξαίρεση την ασπίδα και το κράνος του. Φέρει διάφορες ονομασίες στην αρχαία
Ελλάδα, όπως: «ψιλός», «γυμνήτης» ή «ακοντιστής». Οι σφενδονήτες και οι τοξότες υπάγονται στην ίδια κατηγορία, με
την εξαίρεση βεβαίως ότι κανείς από τους δύο δεν μπορεί να λειτουργεί
αποτελεσματικά ως εκηβόλος και ταυτοχρόνως να χειρίζεται και ασπίδα[a]. Σε
γενικές γραμμές ένας «ψιλός» είναι κατά βάση ένας πεζός καταδρομέας. Μπορεί να
θεαθεί σε πολλές πολεμικές συρράξεις να τρέχει προς ένα σώμα οπλιτών, να
εκσφενδονίζει το δόρυ του (το δόρυ διέθετε ένα μακρύ λουρί τυλιγμένο σπειρωτά
στο σημείο ισορροπίας - περίπου στο μέσο του - για καλύτερη ρίψη) και στη
συνέχεια να απομακρύνεται με ταχύτητα εκτός εμβέλειας των ακοντίων του
αντιπάλου. Αν και οι Ασσύριοι τοξότες έβαλλαν προστατευμένοι πίσω από τη μεγάλη
ασπίδα ενός συνοδού, ο Έλληνας τοξότης φαίνεται να είναι εντελώς απροστάτευτος,
με μοναδική του ασφάλεια το βεληνεκές του όπλου του και την απόστασή του από
τον εχθρό[b]. Οι «Ιππείς» διέθεταν ποικίλο
οπλισμό, που περιλάμβανε ακόντια, σπάθες ή / και τόξα.
Κανένα από τα παραπάνω σώματα δεν
μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι σε μια παράταξη
οπλιτών. Για κάτι τέτοιο ένα αντίστοιχο σώμα οπλιτών ήταν απαραίτητο. Αυτό
βέβαια δε σημαίνει ότι μόνο οπλίτες μπορούσαν να νικήσουν άλλους οπλίτες.
Αντιθέτως μάλιστα! Μπορούμε να δούμε καθαρά τί εξυπηρετούσε κάθε μια ειδικότητα
πολεμιστών στη μάχη, εάν παρατηρήσουμε τί συμβαίνει όταν κάποια από αυτές
απουσιάζει.
Ας ξεκινήσουμε με το ιππικό.
10,000 Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες είχαν βαδίσει στα βάθη της Περσικής
αυτοκρατορίας με τον Κύρο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να αποσπάσει την
αυτοκρατορία από τον αδελφό του (401-400 π.Χ.). Νίκησαν τους Πέρσες που είχαν
απέναντί τους, αλλά καθώς ο εργοδότης τους ο Κύρος σκοτώθηκε στη μάχη,
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν διανύοντας 1,500 μίλια εχθρικής επικράτειας.
Παρ’ότι είχαν κατατροπώσει επανειλημμένα τους επιτιθέμενους Πέρσες αντιπάλους
τους, ήταν απαισιόδοξοι για τις πιθανότητές τους να καταφέρουν να επιστρέψουν
ζωντανοί. Και αυτό, διότι δεν διέθεταν ιππικό.
Τί σήμαινε αυτό για τους Έλληνες;
Οι 10,000, όλοι γνώριζαν τί σήμαινε και ο Ξενοφώντας το εξέφρασε ως εξής:
«...αλλά δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε καθόλου ιππικό, εάν νικήσουμε δεν είμαστε
σε θέση να σκοτώσουμε κανέναν, ενώ εάν χάσουμε θα σκοτωθούμε όλοι.».
Αναπτύσσοντας αυτή την πρόταση,
μπορούμε να διακρίνουμε το πλεονέκτημα των «γυμνητών»: τη στιγμή που οι
νικηφόροι οπλίτες φορούν την πανοπλία τους, δεν μπορούν να καταδιώξουν τους
ηττημένους που έχουν ήδη «πετάξει» από πάνω τους τη δική τους πανοπλία.
Μια ενδιαφέρουσα επιπλοκή, που θα
διαπιστώσουμε ότι λαμβάνει χώρα στην Ιστορία, είναι ότι οι οπλίτες από μόνοι
τους δεν είναι σε θέση να νικήσουν σε μάχη τους «γυμνήτες», καθώς οι τελευταίοι
έχουν κάθε στιγμή τη δυνατότητα, εάν χρειαστεί, να τρέξουν μακρυά. Για να
κατοχυρώσουν τη νίκη, οι αρχαίοι χρειάζονταν το ιππικό για να καταδιώξει τους
ηττημένους και να τους εξοντώσει. Εάν ηττούντο, οι 10,000 δεν θα ήταν σε θέση
να ξεφύγουν από το εχθρικό ιππικό. Συνεπώς, σε αυτή την περίπτωση το ιππικό
είναι απαραίτητο προκειμένου να (εμποδίσει το εχθρικό ιππικό να επιτεθεί ώστε
να) καλύψει την υποχώρηση μιας διασπασμένης φάλαγγας οπλιτών. Η Σικελική
εκστρατεία, όπως παρουσιάζεται στο 6ο Βιβλίο του Θουκυδίδη, είναι ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η Αθήνα στην στρατιωτική επιχείρηση στις Συρακούσες
δεν απέστειλε ιππικό. Από την άλλη πλευρά, οι Συρακούσιοι διέθεταν ισχυρό
ιππικό. Στην πρώτη μεγάλη μάχη μπροστά στην πόλη των Συρακουσών, οι Αθηναίοι επικράτησαν
του άπειρου και άτολμου βαρέως πεζικού των Συρακούσιων.
Κι όμως, στην πραγματικότητα δεν
ήταν έτσι τα πράγματα. Στην ουσία, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αβέβαιο, καθώς
το ιππικό των Συρακούσιων εμπόδιζε συνεχώς την καταδίωξη του πεζικού τους που
υποχωρούσε. Όποτε κάποια μονάδα της πρώτης γραμμής των Αθηναίων οπλιτών
πλησίαζε επικίνδυνα τους Συρακούσιους που υποχωρούσαν, ξαφνικά δεχόταν την
παρενόχληση από έφιππους καταδρομείς που τους επιτίθονταν με ακόντια και στη
συνέχεια απομακρύνονταν. Οι Αθηναίοι «νίκησαν» στη μάχη, όμως δεν μπορούσαν να
σκοτώσουν κανέναν: χωρίς ιππικό, η νίκη τους εξελίχθηκε σε μια ισοπαλία! Αυτό
είναι ένα ακραίο παράδειγμα του που μπορεί να οδηγήσει η απουσία ιππικής
δύναμης. Μια ενδιαφέρουσα λοιπόν
παρατήρηση που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι η εξής: Οπλίτες μπορούν να
νικήσουν οπλίτες, όμως οπλίτες δεν μπορούν να νικήσουν μια συνδυασμένη δύναμη
οπλιτών και ιππικού.
Αυτό που κάνει στη συνέχεια η
Αθηναϊκή ηγεσία στην προκειμένη περίπτωση, είναι να στείλει μήνυμα ζητώντας να
ενισχυθεί με ιππικό. Πέραν όμως αυτού, εκτός από ενισχύσεις σε ιππικό, ζητούν
επιπλέον να σταλούν και τοξότες ώστε να κρατηθεί σε απόσταση το εχθρικό ιππικό.
Δηλαδή η αντιμετώπιση ευέλικτων και γρήγορων μονάδων (ιππικό) από εκηβόλες
δυνάμεις (τοξότες). Το παραπάνω στοιχείο μας δείχνει ότι οι τοξότες ήταν ένα
σχετικά «φτηνό» και εύκολα μεταφερόμενο μέσο αντιμετώπισης υπέρτερης δύναμης
ιππικού[c] .
Μια χαρακτηριστική μίξη οπλιτών,
τοξοτών και ακοντιστών, μπορεί να ειδωθεί στην περίπτωση του στρατηγού Δημοσθένη
κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Δημοσθένης διέθετε ευρεία και
ανεξάρτητη σκέψη. Επικεφαλής μια ναυτικής εκστρατευτικής δύναμης που είχε
εγκατασταθεί στις ακτές της σημερινής Αλβανίας, πείστηκε από τους γηγενείς
νησιώτες να επιτεθεί στους αντίπαλούς τους, τους Αιτωλούς, που κατοικούσαν στην
ενδοχώρα.
Ο Δημοσθένης συναίνεσε σε αυτή
την περιπέτεια, με σχέδιο να κατακτήσει όλη την ενδοχώρα μέχρι και τις
βορειότερες ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Οι νησιώτες τον πληροφόρησαν ότι οι
Αιτωλείς διέθεταν μόνο ελαφρύ πεζικό και ως εκ τούτου θα τους νικούσε γρήγορα[4].
Και πράγματι, έτσι ήταν, στην
αρχή. Η κατάληψη των 3 πρώτων πόλεων ήταν μια εύκολη υπόθεση. Δυστυχώς όμως για
την καριέρα του Δημοσθένη, οι Αιτωλείς, συνεχώς υποχωρούσαν και συγκέντρωναν τις
δυνάμεις τους, μέχρι που είχαν αρκετή δύναμη ακοντίων για να αντιμετωπίσουν
τους Αθηναίους οπλίτες. Στην πόλη που ονομαζόταν Αιγίτιον, για πρώτη φορά
βλέπουμε γυμνήτες να νικούν βαρύ πεζικό. Η περιγραφή της μάχης από τον
Θουκυδίδη μιλά για «μια σειρά καταδιώξεων
και υποχωρήσεων, με τους Αθηναίους να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση αφού
έπρεπε να πολεμούν σε όλες τις κατευθύνσεις.». Το μοναδικό όπλο των Αιτωλών, το
ακόντιο, κατάφερε τελικά να επικρατήσει. Η Αθηναϊκή Δύναμη, αν και πολύ
ισχυρότερη αναγκάστηκε να σπάσει τις γραμμές της, να πετάξει τις πανοπλίες της
και να αγωνιστεί για να γυρίσει στην ακτή μέσα από τα δάση.
Τοξότες; Ναι, πράγματι ο
Δημοσθένης είχε και μερικούς τοξότες. Μελετώντας την περιγραφή της μάχης,
μπορεί κάποιος να διακρίνει το εξής απόσπασμα: «Οι Αθηναίοι ήταν μια χαρά όσο
οι τοξότες τους είχαν βέλη»[5].
Αν προσθέσουμε τη μάχη του
Αιγίτιου σε αυτά που έχουμε δει μέχρι τώρα, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα: Οπλίτες
δεν μπορούν να νικήσουν γυμνήτες.
Γυμνήτες μπορούν να νικήσουν οπλίτες. Συνεπώς, οι οπλίτες χρειάζονται
τοξότες για να κρατούν τους γυμνήτες σε απόσταση.
Είναι ενδιαφέρον ότι, ο
Δημοσθένης πήρε το μάθημά του και αξιοποίησε την εμπειρία του από το Αιγίτιο,
στην επόμενη περιπέτειά του, στην Πύλο και στο γειτονικό νησί τη Σφακτηρία. Η
Σφακτηρία ήταν ένα μικρό νησί, μακρύ και στενό, στα δυτικά παράλια της
Πελοποννήσου. Το μήκος του εξασφάλιζε και σχεδόν απέκλειε την πρόσβαση δια
θαλάσσης στα λιμάνια της Πύλου. Στην άκρη του όρμου της ηπειρωτικής γης[6] δέσποζε ένας απόκρημνος βράχος στην ύπαρξη
του οποίου ο Δημοσθένης αναγνώρισε μια στρατηγική ευκαιρία. Μια Αθηναϊκή
εκστρατευτική δύναμη οχύρωσε το συγκεκριμένο βράχο. Κατόρθωσε έτσι να βάλει ένα
δόρυ στο λαιμό των Σπαρτιατών, αφού n Σφακτηρία απείχε 40 μόλις μίλια από τη
Σπάρτη.
Ως αντίμετρο, οι Σπαρτιάτες
τοποθέτησαν μια δύναμη 300 οπλιτών στο νησί. Αυτό θα τους βοηθούσε να ελέγξουν
το λιμάνι και σκόπευαν να αποκλείσουν το Αθηναϊκό φυλάκιο από κάθε βοήθεια από
τη θάλασσα. Ο Κλέωνας, υποσχόμενος στους Αθηναίους ότι θα κατάφερνε ότι να
διώξει τους Σπαρτιάτες από τη Σφακτηρία, νεκρούς ή ζωντανούς μέσα σε 20 μέρες,
έλαβε την αρχηγία της εκστρατείας[7]. Ποιά ήταν η στρατιωτική δύναμη που επέλεξε;
Και αυτός, είχε διδαχθεί από το μάθημα που είχε πάρει ο Δημοσθένης στο
Αιγίτιον. Δεν πήρε κανέναν οπλίτη, παρά μόνο ακοντιστές και τοξότες!
Μοιραζόμενος την αρχηγία μαζί με
το Δημοσθένη, ο οποίος φοβόταν να επιστρέψει στην Αθήνα μετά την αποτυχία του
στο Αιγίτιον, ο Κλέωνας θριάμβευσε.
Ο Κλέωνας και ο Δημοσθένης
τοποθέτησαν μια μικρή δύναμη από βαρύ πεζικό στη μια άκρη του νησιού, αλλά ποτέ
δεν τους μετακίνησαν. Αυτοί ήταν απλώς το δόλωμα. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες,
βλέποντας τον εχθρό, βάδισαν με τόλμη προς την επακόλουθη μάχη. Οι Αθηναίοι δεν
κουνήθηκαν από τις θέσεις τους. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες έπρεπε αυτοί να καλύψουν
όλη την απόσταση που τους χώριζε.
Ποτέ δεν έφτασαν εκεί. Οι
αντίπαλοι τοξότες ήταν συγκεντρωμένοι σε ομάδες στα πλευρά των Σπαρτιατών, μαζί
με τους ελαφρά οπλισμένους ακοντιστές και σφενδονήτες. Με τη σταθερή πίστη που
είχαν οι Σπαρτιάτες ότι η πραγματική μάχη λαμβάνει χώρα όταν συγκρούονται οι
οπλιτικές φάλαγγες, οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να βαδίζουν προς τον εχθρό κάτω από
μια βροχή από βέλη και ακόντια. Ο Θουκυδίδης αφηγείται: «Τα κράνη των
Σπαρτιατών δεν παρείχαν ασφάλεια απέναντι στη διατρητικότητα των βελών!». Οι Σπαρτιάτες που επέζησαν
υποχώρησαν βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο οχυρό σε ένα
ύψωμα. Αυτό τους έδωσε λίγο χρόνο, μέχρι που ένα σώμα των αντίπαλων τοξοτών
βρήκε ένα δρόμο που οδηγούσε στην άλλη άκρη του υψώματος. Οι τοξεύσεις
τους έφεραν γρήγορα τους Σπαρτιάτες σε απελπιστική θέση. Σε αυτό το σημείο, ο
Δημοσθένης και ο Κλέωνας, βλέποντας ότι όλοι οι Σπαρτιάτες θα σκοτώνονταν,
έδωσαν στους εναπομείναντες Σπαρτιάτες την ευκαιρία να παραδοθούν.
Και προς έκπληξη όλων, οι
Σπαρτιάτες παραδόθηκαν. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που μια Σπαρτιάτικη
δύναμη έκανε κάτι τέτοιο. Δημιούργησε μεγάλο θόρυβο σε όλο τον Ελληνιστικό
κόσμο. Κανείς δε μπορούσε να πιστέψει ότι οι εναπομείναντες ζωντανοί Σπαρτιάτες
ήταν γενναίοι όσο ήταν οι νεκροί. Ένας Αθηναίος, εξέφρασε μια τέτοια σκέψη σε
ένα αιχμάλωτο Σπαρτιάτη για να πάρει την απάντηση: «Το βέλος θα ήταν ένα
σπουδαίο όπλο εάν σκότωνε μόνο τους γενναίους.»[8]
Τοξότες μπορούν να νικήσουν
οπλίτες
Αν και παράδοξο, αυτή φαίνεται να
είναι η μοναδική στρατιωτική σύγκρουση στην κλασσική Ελληνική ιστορία μεταξύ
οπλιτών και τοξοτών. Επιπλέον, αυτή ήταν η μεγαλύτερη χερσαία νίκη που είχαν
πετύχει οι Αθηναίοι σε όλο τον [Πελοποννησιακό] πόλεμο (431-405π.Χ.). Η
Σφακτηρία επέδειξε το αποφασιστικό πλεονέκτημα των τοξοτών επί του βαρέως
πεζικού. Κι όμως, κατά πώς φαίνεται, αυτή η στρατηγική ποτέ δεν υιοθετήθηκε
μέχρι την εποχή του αγγλικού «μακρού» τόξου.
Ο Δημοσθένης και ο Κλέωνας έμαθαν
από την ήττα στο Αιγίτιον και νίκησαν στη Σφακτηρία, όμως η Σφακτηρία δεν
παρήγαγε άλλες αντίστοιχε περιπτώσεις μεταξύ των Ελλήνων. Ήταν υπερβολικά δύσκολο
να ξεπεραστεί η σταθερή αντίληψη ότι η πραγματική μάχη γινόταν μόνο όταν μια
οπλιτική φάλαγγα συναντούσε άλλη φάλαγγα. Η λιγότερο «έξυπνη» χρήση των τοξοτών
φαίνεται, στις λίγες περιπτώσεις που αναφέρεται, να είναι η συνήθης πρακτική:
εξιστορώντας μια μεγάλη μάχη στις Συρακούσες, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι
ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις (ακοντιστές, τοξότες, ιππικό) πολεμούσαν πρώτες
«όπως γίνεται στις μάχες μεταξύ ελαφρά οπλισμένων δυνάμεων» και η πραγματική
μάχη γινόταν όταν στη συνέχεια συγκρούονταν οι δυνάμεις των οπλιτών. Ουσιαστικά
δηλαδή, η συνεχώς μειούμενη απόσταση μεταξύ δύο συγκρουόμενων δυνάμεων ήταν
αυτή που καθόριζε τον τύπο του στρατιώτη που μαχόταν και το είδος του όπλου που
χρησιμοποιείτο: πρώτα οι πολεμιστές και τα όπλα μεγάλου βεληνεκούς και στη
συνέχεια οι στρατιώτες και τα όπλα για μάχη εκ του συστάδην.
Έαν ένας τοξότης είναι σε θέση να
νικήσει έναν οπλίτη, γιατί αυτό το μάθημα δεν κατανοήθηκε από τους Έλληνες;
Πιθανώς διότι είχαν πετύχει αποφασιστικές νίκες εναντίον των Περσών των οποίων
το κύριο όπλο ήταν το τόξο. Και πρέπει να αναρωτηθούμε πως έγινε αυτό.
Η πιο ευκρινής εικόνα της μάχης
Ελλήνων οπλιτών με τους Πέρσες, δίδεται από τον Ηρόδοτο, στην περιγραφή της
μάχης των Πλαταιών το 480 π.Χ.
Αυτή ήταν η τελευταία και
καθοριστική μάχη των Περσικών πολέμων και στην αρχή έδειχνε να εξελίσσεται
αρκετά καλά για τους Πέρσες. Οι Πέρσες εφιπποτοξότες κινούνταν γύρω από το
στρατοπεδευμένο Ελληνικό στράτευμα φθείροντας το με τις τοξεύσεις τους. Ο
Ηρόδοτος και οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν τις απώλειές τους ως μάταιες:
«...πριν καν ξεκινήσει η μάχη». Ο Παυσανίας, διοικητής των Ελληνικών δυνάμεων,
συνέχιζε να κάνει θυσίες καθώς οι Πέρσες έριχναν τα βέλη τους περιμένοντας
μέχρι οι οιωνοί να είναι ευνοϊκοί. Τελικά, οι λοβοί από τα συκώτια των ζώων
έδειχναν εντάξει και δόθηκε η εντολή στην οπλιτική φάλαγγα να προελάσει.
Αντιμετώπιζαν ένα στρατό που
επιχειρούσε να συνδυάσει ένα τοξότη και ένα πολεμιστή μάχης εκ του συστάδην. Οι
Πέρσες συνέχιζαν να τοξεύουν τους προελαύνοντες οπλίτες μέχρι που οι τελευταίοι
πλησίασαν πολύ κοντά. Τότε έπρεπε να προετοιμαστούν για να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη σώμα με
σώμα. Όμως, προκειμένου να χρησιμοποιούν τα τόξα τους, είχαν αφήσει τις ασπίδες
τους. Δεν μπορείς να κρατάς μια μεγάλη βαριά ασπίδα στο αριστερό σου χέρι και
ταυτόχρονα να ρίχνεις με τόξο. Έτσι, η περσική τεχνική ήταν να τοποθετούν τις
ασπίδες τους μπροστά τους ο ένας δίπλα στον άλλο, δημιουργώντας ένα τείχος. Οι
Έλληνες προέλασαν σπάζοντας εύκολα το τείχος των ασπίδων. Οι Πέρσες
αντιμετώπισαν τους βαριά οπλισμένους έλληνες οπλίτες όντας οι ίδιοι χωρίς
ασπίδες. Έγινε σφαγή. Οι Ελληνικές ιστορικές πηγές υμνούν την ανδρεία των
Ελλήνων οπλιτών. Πράγματι, είχαν την τόλμη να βαδίσουν ενώ βέλη τοξεύονταν
εναντίον τους, όμως από τη στιγμή που οι τοξότες επέτρεψαν στους οπλίτες να
τους πλησιάσουν, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν προκαθορισμένο.
Από την ένδοξη νίκη τους επί των
χερσαίων Περσικών δυνάμεων, οι Έλληνες πιστεύω ότι πήραν ορισμένα λάθος
μαθήματα. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω ένα σενάριο «τι θα γινόταν εάν...»: τί θα
γινόταν λοιπόν εάν ο Μαρδόνιος, ο Πέρσης στρατηγός, είχε αντιληφθεί ότι οι
έφιπποι τοξότες του τα κατάφερναν καλά και τους είχε αφήσει να συνεχίζουν τις
επιθέσεις τους από απόσταση, φροντίζοντας απλώς οι έφιπποτοξότες να έχουν
συνεχώς επαρκές απόθεμα βελών; [d] [e]. Αυτή η
στρατηγική είναι φυσικά ο τρόπος που οι Πάρθοι υπό τη διοίκηση του Σουρένα
νίκησαν τον Κράσσο, τον Ρωμαίο Ανθύπατο
της Συρίας και τις ρωμαϊκές του
λεγεώνες στη μάχη των Καρρών το 53 π.Χ. Η ίδια τακτική θα μπορούσε να έχει
λειτουργήσει και το 480 π.Χ.
Για ένα στρατό σε πορεία, ο
τοξότης και ο ακοντιστής ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι σε ενέδρες. Μελετώντας
τους Έλληνες ιστορικούς, διαπιστώνουμε ότι όταν μια στρατιωτική δύναμη κινείται
σε ύποπτη περιοχή, ο διοικητής δίνει την εντολή: «οι ακοντιστές να προχωρήσουν
με το ακόντιο έτοιμο προς ρίψη και οι τοξότες με το βέλος στη χορδή».
Οι αρχαίοι Έλληνες
αντιλαμβάνονταν καλύτερα την ανάγκη για τοξότες όταν μια επιθετική δύναμη
ερχόταν εναντίον της πόλης τους: αν μια αρχαία πόλη γνώριζε ότι επαπειλείται
μια πολιορκία, τί προετοιμασίες έκαναν; Καθώς η πόλη της Μυτιλήνης ετοιμάζεται να αποσχιστεί από την Αθηναϊκή
αυτοκρατορία (428 π.Χ.) βλέπουμε ότι κάνει προετοιμασίες σε τρεις κατευθύνσεις
προκειμένου να αντιμετωπίσει την πολιορκία: αγοράζει σιτάρι, μεγαλώνει το ύψος
των τειχών και φέρνει τοξότες από τη Θράκη.
Σε μια πολιορκία, οι αμυνόμενοι
έχουν πάντα το υψομετρικό πλεονέκτημα. Τοξεύουν και βάλλουν από τα τείχη της
πόλης, τη στιγμή που οι επιτιθέμενοι βάλλουν από το έδαφος. Μαθηματικά αυτό το
υψομετρικό πλεονέκτημα υπολογίζεται με την τετραγωνική ρίζα του δύο. Για
παράδειγμα, εάν βάλλεις από ύψος 2 μέτρων, το βέλος σου θα φτάσει 1,414 φορές
πιο μακρυά. Εάν βρίσκεσαι σε επάλξεις 50 πόδια[9] ψηλές και ο αντίπαλός σου βάλλει από ύψος 5 ποδιών[10] , το βέλος σου θα φτάσει επτά φορές πιο μακρυά από
το δικό του (πρόκειται για απλή εφαρμογή των δυνάμεων της μηχανικής και χωρίς
να ληφθούν υπόψη οι δυνάμεις της αεροδυναμικής).
Το τόξο ήταν, μεταξύ των Ελλήνων,
το κύριο όπλο στις πολιορκίες των πόλεων. Το πόσο αποτελεσματικό ήταν σε αυτές
τις περιπτώσεις, εξηγεί το γιατί η πρώτη εξέλιξη στις αρχαίες μηχανές
πολιορκίας ήταν ο κινητός πύργος. Πρόκειται για μια εφεύρεση του Διονύσιου των
Συρακουσών. Τον κατασκευάζεις έξω από την εμβέλεια των εκηβόλων όπλων του
εχθρού, ψηλό όσο και τα τείχη της πόλης ή και ακόμη ψηλότερο, καλύπτεις το
μπροστινό μέρος με δέρματα, τον προωθείς και δίνεις στους τοξότες σου μια καλή
ευκαιρία να καθαρίσουν τα τείχη της πόλης από τους αμυνόμενους. Παρά το γεγονός
ότι οι κινητοί πύργοι κατασκευάζονταν εκτός εμβέλειας των αντιπάλων, υπήρχαν
και περιπτώσεις «ατυχίας»: Ο Φίλιππος ο Δεύτερος, Βασιλέας της Μακεδονίας και
πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επιθεωρούσε τις εργασίες πολιορκίας όταν
προέκυψε η πιο γνωστή πληγή του: ένα βέλος που τοξεύτηκε από τα τείχη της πόλης
του έβγαλε το μάτι.
Οι τοξότες στα τείχη των πόλεων
συχνά μπορούσαν να αναστρέψουν τη μοίρα της μάχης: καθώς οι νικηφόροι
πολιορκητές είχαν τρέψει σε φυγή τους υπερασπιστές της πόλης, πάνω στον
ενθουσιασμό της καταδίωξης, πλησίαζαν υπερβολικά κοντά τα τείχη! Ο Ξενοφών
περιγράφει μια τέτοια περίπτωση, αναφερόμενος στον θάνατο του Τελευτία. Ο
Τελευτίας ήταν ένας ευρηματικός Σπαρτιάτης στρατηγός. Οι έφοροι της Σπάρτης, έχοντας
απόλυτη πίστη στο πρόσωπό του, τον έστειλαν να αναλάβει τον πόλεμο εναντίον της
Ολύνθου, στις βόρειες ακτές του Αιγαίου. Το ένα τμήμα των δυνάμεών του, είχε
εμπλακεί στην καταστροφή των αγροκτημάτων και των οπωρώνων ενώ το άλλο
απομάκρυνε το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό που προσπαθούσε να τους εμποδίσει.
Θυμωμένος από την επιτυχία μερικών τοξοτών της Ολύνθου οι οποίοι πέτυχαν τους
άντρες του, διέταξε τις περισσότερο ευκίνητες δυνάμεις του, υποστηριζόμενες από
το βαρύ πεζικό που προέλαυνε πίσω τους, να καταδιώξουν τους Ολύνθιους.
Η καταδίωξη έφερε τους Σπαρτιάτες
εντός της εμβέλειας των τοξοτών που βρίσκονταν πάνω στα τείχη της πόλης. Οι
αμυνόμενοι τοξότες, βλέποντας την ευκαιρία που παρουσιαζόταν, περίμεναν λίγο
ακόμη ώστε οι Σπαρτιάτες να πλησιάσουν περισσότερο και στη συνέχεια τους
αποδεκάτισαν με τα βέλη τους. Καθώς οι Σπαρτιάτες οπισθοχωρούσαν, οι Ολύνθιοι
έκαναν αντεπίθεση και υποχρέωσαν τους Σπαρτιάτες σε άτακτη υποχώρηση. Ο
Ξενοφώντας περιγράφοντας αυτό το επεισόδιο, παρατηρεί ότι: «μια δύναμη που
καταδιώκει τους εχθρούς μέχρι τα τείχη της πόλης, συχνά δυσκολεύεται να
ξεφύγει». Στον επίλογό του αναφέρει: «ένας διοικητής δεν πρέπει ποτέ να δίνει
μια εντολή υπό το καθεστώς θυμού».
Οι τοξότες είναι απολύτως
απαραίτητοι για τους πολιορκημένους ώστε να καλύψουν ξαφνικές αντεπιθέσεις των
δυνάμεών τους εναντίον των πολιορκητών. Αναφέρονται τρία τέτοια περιστατικά
στην περιγραφή των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου από το Θουκυδίδη. Το
νησί της Μήλου (εκεί που έχει βρεθεί το άγαλμα της ομώνυμης Αφροδίτης)
βρισκόταν έξω από την Αθηναϊκή αυτοκρατορία και οι Αθηναίοι ήθελαν να την προσαρτήσουν. Έτσι, πολιόρκησαν την πόλη. Η
στρατηγική που ακολούθησαν, δεδομένου ότι η οχυρωμένη πόλη της Μήλου βρισκόταν
σε έδαφος υψηλότερο από το λιμάνι της, ήταν να χτίσουν ένα τείχος ολόγυρά της.
Δύο φορές οι Μήλιοι επιτυχημένα επέδραμαν στις αποθήκες των Αθηναίων και
επέστρεψαν στην πόλη με προμήθειες. Το πώς ακριβώς έγινε αυτό, γίνεται ορατό
από την εξιστόρηση του Θουκυδίδη αναφορικά με την «έξοδο» των Πλαταιών[11]. Οι Σπαρτιάτες
πολιορκούσαν τις Πλαταιές, πόλη της οποίας οι περισσότεροι πολίτες είχαν βρει
καταφύγιο στην Αθήνα λόγω του πολέμου. Κατά το χρόνο της πολιορκίας (428 π.Χ.)
η φρουρά της πόλης ήταν 400 στρατιώτες ενώ μαζί τους είχαν μείνει και 120
γυναίκες που τους μαγείρευαν. Οι Σπαρτιάτες έχτισαν ένα διπλό τείχος γύρω από
την πόλη. Το ένα για να περιορίσουν τους Πλαταιείς και το δεύτερο για να
αποτρέψουν την επίθεση από ενισχύσεις που μπορεί να έφταναν από την Αθήνα. Μπροστά
από κάθε ένα από τα δύο τείχη είχε σκαφτεί και μια τάφρος. Υπήρχαν 10 πύργοι
κατά μήκος του διπλού τείχους που έπαιζαν το ρόλο σημείων διέλευσης,
παρατήρησης και ενίσχυσης της οχύρωσης. Οι Πλαταιείς αποφάσισαν να αποδράσουν.
Ετοίμασαν σκάλες και περίμεναν να έρθει μια αφέγγαρη και θυελλώδης νύχτα.
Εκείνο το χειμώνα, μια καταιγίδα με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες χτύπησε την
περιοχή. Οι Σπαρτιάτες βρήκαν καταφύγιο στους πύργους, αφήνοντας τα τείχη
σχεδόν αφύλακτα. Οπλισμένοι και έτοιμοι για ταξίδι, 200 Πλαιταιείς ξεκίνησαν
την επιχείρηση. Καθώς σκαρφάλωναν και έπαιρναν θέσεις μάχης στα τείχη και τις
κορυφές των πύργων, η καταιγίδα κάλυπτε κάθε θόρυβο που έκαναν, μέχρι που
κάποιος έριξε κατα λάθος ένα κεραμίδι από ένα πύργο. Καθώς οι Σπαρτιάτες βγήκαν
έξω για να το ελέγξουν, οι Πλαταιείς τοξότες έβαλλαν εναντίον των Σπαρτιατών
σημαδεύοντας τα σημεία τους σώματος που δεν προστατεύονταν από θωράκιση.
Οι Πλαταιείς που είχαν παραμείνει
στην πόλη, προκάλεσαν θόρυβο στην άλλη πλευρά των τειχών ώστε να μπερδέψουν
τους Σπαρτιάτες πολιορκητές. Οι Σπαρτιατική δύναμη, πήρε θέσεις μάχης και
παραδόξως οι άντρες κρατούσαν πυρσούς για να φωτίζει το δρόμο τους. Οι
Πλαταιείς δραπέτευσαν αρχικά προς την πλευρά της Σπάρτης προτού αλλάξουν δρόμο
με κατεύθυνση προς την Αθήνα ξεγλιστρώντας από τους Σπαρτιάτες που τους
καταδίωκαν. Η απόδραση των Πλαταιών θεωρήθηκε μια από τις μεγάλες επιτυχίες
κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Υπήρξε μόνο μια απώλεια» γράφει ο Θουκυδίδης
«ένας τοξότης στο άκρο της τάφρου». Πιστεύεται ότι αυτός ήταν ο τελευταίος
άντρας της οπισθοφυλακής, ένας ανώνυμος ήρωας που έμεινε πίσω για να
καθυστερήσει τους Σπαρτιάτες, μέχρι που τον σκότωσαν.
Υποθέτουμε ότι και οι δύο αυτές
καταδρομικές επιδρομές των Μηλίων και των Πλαταιαίων ήταν δύσκολες και
χρονοβόρες επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν με την κάλυψη από τοξότες και ότι
και εκεί έδρασαν ανώνυμοι τοξότες ήρωες.
Ι. Η φάλαγγα οπλιτών απαρτιζόταν
από τους βαριά θωρακισμένους και οπλισμένους πολίτες της πόλης κράτους οι
οποίοι μάχονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, σχηματίζοντας κατά βάση κλειστούς
τετράγωνους ή παραλληλόγραμμους σχηματισμούς. Η επίθεση από μια φάλαγγα γινόταν
κατά μέτωπο και σκοπό είχε να διασπάσει και να διαλύσει αντίστοιχους κλειστούς
σχηματισμούς.
ΙΙ. Το πρωτότυπο άρθρο μπορεί να
αναγνωστεί σε μορφή “pdf” στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://digitalcommons.unl.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1008&context=classicsfacpub
ΙΙΙ. Σημείωση του μεταφραστή: ο
συγγραφέας εννοεί τις βαριές θωρακισμένες δυνάμεις
IV. Σημείωση του μεταφραστή: ΒΛΕΠΕΤΕ
«Θουκυδίδου Ιστορίαι», Βιβλίο Γ.94, σε μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου: «Καθόσον
υπεστήριζαν ότι ο Αιτωλικός λαός είναι αληθώς πολυάριθμος και πολεμικός, αλλ'
επειδή κατοικεί εις κώμας ατειχίστους, αι οποίαι μάλιστα κείνται εις μεγάλην
απόστασιν η μία από την άλλην, και είναι ελαφρώς ωπλισμένοι, δεν είναι δύσκολον
να νικηθούν πριν συγκεντρωθούν προς κοινήν άμυναν.»
V. Σημείωση του μεταφραστή: ΒΛΕΠΕΤΕ
«Θουκυδίδου Ιστορίαι», Βιβλίο Γ.98, σε μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου: «Εφόσον οι
τοξόται των είχαν βέλη και την δύναμιν να τα μεταχειρίζονται, οι Αθηναίοι
αντείχαν, διότι οι Αιτωλοί, οι οποίοι έφεραν ελαφρόν οπλισμόν, εφόσον
ετοξεύοντο, ανεχαιτίζοντο. Αλλ' όταν οι τοξόται, μετά τον θάνατον του αρχηγού
των, διεσκορπίσθησαν, καί το κύριον σώμα του στρατού ήτο κατάκοπον, λόγω της
πολύ μακράς και μονοτόνου πάλης, και οι Αιτωλοί τους επίεζαν εκ του πλησίον,
ακοντίζοντες αυτούς, τότε πλέον ετράπησαν εις φυγήν...»
VI. Σημείωση του μεταφραστή: απέναντι
από το βόρειο άκρο της Σφακτηρίας
VII. Σημείωση του μεταφραστή:
Παρατίθεται ο λόγος του Κλέωνα στην Εκκλησία του Δήμου όπως την καταγράφει ο
Θουκυδίδης στις «Θουκυδίδου Ιστορίαι», Βιβλίο Δ.28, σε μετάφραση του
Ελ.Βενιζέλου: «...Ο Κλέωνας είπεν ότι δεν φοβείται τους Λακεδαιμονίους και ότι
θα εκστρατεύση χωρίς να παραλάβη ούτε ένα Αθηναίον στρατιώτην, αλλά μόνον τους
στρατιώτας από την Λήμνον και Ίμβρον, που ευρίσκοντο τότε εις τας Αθήνας, και
τους πελταστάς, οι οποίοι είχαν έλθει ως επίκουροι από την Αίνον, και
τετρακοσίους τοξότας από άλλα μέρη. Με την δύναμιν αυτήν και τους στρατιώτας
που ευρίσκοντο εις την Πύλον, έλεγεν ότι εντός είκοσι ημερών ή θα έφερε τους
Λακεδαιμονίους εις τας Αθήνας ή θα εδέχετο να τον φονεύσουν»
VIII. Σημείωση του μεταφραστή: ΒΛΕΠΕΤΕ
Θουκυδίδου Ιστορίαι», Βιβλίο Δ.40, σε μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου: «Και όταν βραδύτερον, εις
κάποιαν περίστασιν, εις από τους συμμάχους των Αθηναίων ηρώτησεν ένα από τους
αιχμαλώτους της Σφακτηρίας, με σκοπόν να τον πειράξη, εάν οι φονευθέντες
συναγωνισταί του ήσαν όλοι γενναίοι και καθώς πρέπει, εκείνος απήντησεν ότι η
άτρακτος, εννοών με την λέξιν αυτήν το βέλος, θα είχε τωόντι, μεγάλην αξίαν,
εάν διέκρινε τους γενναίους, υπαινιττόμενος με αυτό, ότι οι λίθοι και τα βέλη
εφόνευαν αδιακρίτως όσους έτυχε να κτυπήσουν.»
IX. 1 πόδι = 0.3848 μέτρα άρα 50 πόδια =
15,24 μέτρα
X. 5 πόδια = 1,524 μέτρα
XI. Σημείωση του μεταφραστή: Έχει ενδιαφέρον η παράθεση των γεγονότων από
το Θουκυδίδη της πολιορκίας και της απόδρασης των Πλατειαίων. ΒΛΕΠΕΤΕ
Θουκυδίδου Ιστορίαι», Βιβλίο Γ.20-24, σε μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
ΕΠΙ
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[a] Διαφωνώ με την παραδοχή ότι: «κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να
λειτουργεί αποτελεσματικά ως εκηβόλος και ταυτοχρόνως να χειρίζεται και
ασπίδα». Υπάρχουν περιπτώσεις που ελαφρύ πεζικό διέθετε περικεφαλαία, περικνημίδες
και ασπίδα ως αμυντικό εξοπλισμό και τόξο και σπαθί ως επιθετικό.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω τεχνογραφία σε αγγείο:
Επίσης, περίπου από το 510 π.Χ.
και μετέπειτα, χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τις ελληνικές πόλεις κράτη (με
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Αθήνας) ως τοξότες οι «βάρβαροι» Σκύθες,
διάσημοι για τις τοξευτικές τους ικανότητες. Όπως απεικονίζεται στην παρακάτω
εικόνα (χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ.) ένας γυμνός τοξότης καλύπτεται πίσω
από την ασπίδα του. Φορά τον αντιπροσωπευτικό Σκυθικό σκούφο που χαρακτήριζε
τους λαούς που ζούσαν βόρεια και ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας. Ένα ενδιαφέρον
στοιχείο είναι ότι έχει τη φαρέτρα του ζωσμένη κάτω από τον ώμο
Τέλος, σπουδαίας ποιότητας
τοξότες ήταν οι Κρήτες και η αξία τους αναγνωριζόταν σε όλο τον γνωστό κόσμο.
Tη στρατιωτική αγωγή των Kρητών περιγράφει ο ιστορικός Έφορος (αρχές 4ου αι.
π.X., - έως 330 π.X.), που μεταξύ άλλων λέγει: "Kαι των δώρων τιμιώτατα
αυτοίς είναι τα όπλα". (Kαι από τα δώρα, τα όπλα γι' αυτούς χαίρουν
μεγαλύτερης εκτίμησης). "...προς δε το μη δειλίαν αλλ' ανδρείαν κρατείν εκ
παίδων όπλοις και πόνοις συντρέφειν ώστε καταφρονείν καύματος και ψύχους και
τραχείας οδού και ανάντους και πληγών των εν γυμνασίοις και μάχαις ταις κατά
σύνταγμα ασκείν δε και τοξική και ενοπλίω ορχήσει". [Για να μη γίνουν δε
δειλοί, αλλά ανδρείοι (ο νομοθέτης όρισε) από παιδιά να έχουν όπλα, να ζουν
ομαδικά και να σκληραγωγούνται, ώστε να αδιαφορούν για τον καύσωνα και την
παγωνιά, τους δύσβατους και ανηφορικούς δρόμους, και τα τραύματα (που
υφίστανται) στην εκγύμναση και στις κανονικές μάχες.Nα ασκούν δε και την τέχνη
του τοξεύειν και τον ένοπλο χορό]. Πολεμούσαν έχοντας περασμένη στο
αριστερό τους χέρι μια μικρή μεταλλική (χάλκινη) συνήθως ασπίδα, την πέλτη, με
τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν την αριστερή τους παλάμη
για να κρατούν το τόξο τους
[b] Θεωρώ λανθασμένη την παραδοχή του συγγραφέα ότι δηλαδή: «ο Έλληνας
τοξότης φαίνεται να είναι εντελώς απροστάτευτος, με μοναδική του ασφάλεια το
βεληνεκές του όπλου του και την απόστασή του από τον εχθρό». Ο φιλόσοφος
Ασκληπιόδοτος ο Τακτικός (Asclepiodotus Tacticus), ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα
μ.Χ., στο έργο του “Techne Tactica” αναφέρεται σε τεχνικές μάχης της
Ελληνιστικής περιόδου (6,1, 6,2) όπου ελαφρά οπλισμένοι πολεμιστές
αναμειγνύονται και δρουν μέσα στη φάλαγγα (τεχνικές της ένταξης και της
παρένταξης). Χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω εικόνες από αγγεία:
Στην πρώτη απεικονίζεται τοξότης να βάλλει υπό
την προστασία οπλίτη, ενώ στη δεύτερη Έλληνας οπλίτης περπατά συνοδευόμενος από
Σκύθη τοξότη με τους δύο τους να κρατούν δόρατα
[c] Δε συμφωνώ με τη θέση του συγγραφέα ότι : «οι τοξότες ήταν ένα σχετικά
«φτηνό» ... μέσο...». Αντιθέτως μάλιστα, πιστεύω ότι η συγκέντρωση αξιόμαχου
σώματος τοξοτών προς χρήση σε πολεμικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας, πρέπει
να ήταν χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία. Συγκεκριμένα, δύο λόγοι καθιστούσαν
την ευρεία χρήση τοξοτών σχεδόν απαγορευτική: Πρώτον η κοινώς αποδεκτή αντίληψη
(ιδιαίτερα μέχρι και τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου) σε όλο τον Ελληνιστικό
κόσμο ότι το τόξο είναι «όπλο των δειλών» και δεύτερον ο σχεδόν αδιαπέραστος
οπλισμός του βαρέως οπλίτη και η τελετουργική διεξαγωγή των μαχών με τις
αντίπαλες φάλαγγες να συγκρούονται κατά μέτωπο. Επιπλέον δε, πρέπει να ληφθεί
σοβαρά υπόψη η χρονοβόρα διαδικασία και το κόστος κατασκευής πολεμικών τόξων
και βελών καθώς και η πολύχρονη εξάσκηση που απαιτείτο ώστε να καταστεί ένας
τοξότης αξιόμαχος. Συνεπώς, η χρήση του τόξου ως όπλου υπό αυτές τις συνθήκες
δεν άφηνε πολλά περιθώρια αξιοποίησης στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι,
εκτός του ότι ο αριθμός των τοξοτών ήταν μικρός (όπως αναφέρει και ο ίδιος ο
συγγραφέας, αποτελούσε περίπου το 10% της συνολικής δύναμης μιας πόλης)
ελάχιστοι εξ’αυτών πρέπει να ήταν «πολίτες» αλλά από αυτούς (εάν ακόμη υπήρχαν
«πολίτες» τοξότες), ακόμα λιγότεροι θα
μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «επίλεκτοι τοξότες». Δυσκολεύομαι να συμμεριστώ
την άποψη ορισμένων σύγχρονων ιστορικών ότι αρκετοί από τους τοξότες ήταν «πολίτες»
χαμηλότερης εισοδηματικής τάξης. Και αυτό διότι όπως ανέφερα ήδη, ειδικά οι
φτωχοί και οι άποροι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να προμηθευτούν αξιόμαχα τόξα
και βέλη ούτε βεβαίως να διαθέσουν αρκετό χρόνο για εντατική εξάσκηση, όταν
καθημερινώς αγωνίζονταν για τα προς το ζειν. Αυτή λοιπόν η έλλειψη ικανών
τοξοτών, οδήγησε στη χρήση είτε «συμμαχικών δυνάμεων» (κατά βάση ορεινών λαών
της κεντρικής Ελλάδας που γνώριζαν αρκετά καλά τη χρήση του τόξου ως καθημερινό
μέσο επιβίωσης) είτε ιδιαίτερα μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, μισθοφόρων
από την Κρήτη και από άλλες πόλεις (Χίος, Δήλος, Ρόδος, Κύπρος κλπ.), αλλά και
Σκυθών απελεύθερων [το προκείμενο αποτελεί υπόθεση του συγγράφοντος: δεν θεωρώ
πιθανό οι Σκύθες τοξότες που αγωνίστηκαν στα πεδία μαχών του Ελλαδικού χώρου να
ήταν σκλάβοι, αφού αυτή η πρακτική δεν ήταν συνήθης, με εξαίρεση φυσικά τους
Σπαρτιάτες που χρησιμοποιούσαν συχνά είλωτες ως συμπληρωματικές στρατιωτικές
δυνάμεις] ή μισθοφόρων. Συμπερασματικά λοιπόν, από τη
στιγμή που δεν υπήρχε μια «δεξαμενή» άντλησης παρά ελάχιστων μόνο τοξοτών
αμφιβόλου μάλιστα αξίας και όταν οι υπηρεσίες τους κρίνονταν αρκετά αναγκαίες
έπρεπε ουσιαστικά να εξαγοραστούν (με την πρόσληψη μισθοφόρων) δεν είναι δυνατό
να χαρακτηρίζονται οι τοξότες ως «φτηνό» στρατιωτικό δυναμικό.
[d] Αυτό που «ξεχνά» ή δε γνωρίζει ο συγγραφέας, είναι ότι στην πρώτη φάση
της μάχης των Πλαταιών, οι μονάδες των επίλεκτων Περσών εφιπποτοξοτών
επιτιθόταν κατά κύματα εναντίον των Ελλήνων (συγκεκριμένα των Μεγαρέων) με τόση
ορμή που παραλίγο αυτοί να υποχωρήσουν. Καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης
έπαιξαν καταρχήν οι ενισχύσεις στην πιεζόμενη ελληνική πρώτη γραμμή από
εθελοντές Αθηναίους (300 οπλίτες «και αφού πήραν μαζί τους [και όλους τους 800]
τοξότες») και ο θάνατος του Διοικητή του
περσικού ιππικού Μασίστιου ο οποίος έπεσε από το άλογό του όταν το τελευταίο
τοξεύτηκε από βέλος και στη συνέχεια ο ίδιος φονεύτηκε κατά τη διάρκεια της
συμπλοκής που ακολούθησε. Συνεπώς, κρίνω ότι λανθασμένα ο συγγραφέας επιρρίπτει
την ευθύνη της ήττας στη στρατηγική του Μαρδόνιου, ο οποίος σύμφωνα με την
περιγραφή της μάχης από τον Ηρόδοτο, ορθώς χρησιμοποίησε τους εφιπποτοξότες
τους εναντίον των συνασπισμένων Ελλήνων. Κατά τα φαινόμενα όμως, η αντίδραση
του ελληνικού στρατηγείου ήταν αποτελεσματική, αφού η ενίσχυση της
επαπειλούμενης γραμμής με περισσότερους οπλίτες και η αξιοποίηση των «Αθηναίων»
τοξοτών, ελάφρυνε καθοριστικά την πίεση που δέχονταν οι ελληνικές δυνάμεις
Διαφωτιστική είναι η παράθεση των γεγονότων από τον Ηρόδοτο:
ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Ἱστορίαι (9.15.4-9.28.1)
[9.20.1] Ο Μαρδόνιος, καθώς οι
Έλληνες δεν κατέβαιναν στην πεδιάδα, στέλνει εναντίον τους όλο το ιππικό, που
είχε αρχηγό τον Μασίστιο, που οι Πέρσες τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση —αυτόν οι
Έλληνες τον λένε Μακίστιο— κι είχε άλογο Νησαίο με χρυσά χαλινάρια και μ᾽ όλα
τ᾽ άλλα χάμουρα καλοπλουμισμένα. Τότε, καθώς οι ιππείς έκαναν έφοδο εναντίον
των Ελλήνων, επιχειρούσαν επιθέσεις η κάθε ίλη με τη σειρά της, και με τις
επελάσεις τους προξενούσαν μεγάλες απώλειες σ᾽ αυτούς και τους
φώναζαν’γυναίκες.
[9.21.1] Κι ήρθαν έτσι τα πράματα
που οι Μεγαρείς έτυχε να παραταχτούν στο πιο εκτεθειμένο στις εχθρικές
επιθέσεις σημείο όλης της περιοχής, εκείνο που πιο πολύ από κάθε άλλο δεχόταν
τις επελάσεις του ιππικού. Και, καθώς η θέση τους έγινε δύσκολη με τις εφόδους
του ιππικού, οι Μεγαρείς έστειλαν κήρυκα στους στρατηγούς των Ελλήνων· και
φτάνοντας σ᾽ αυτούς ο κήρυκας τους έλεγε:
[9.21.2]«Οι Μεγαρείς λένε· Άνδρες
σύμμαχοι, εμείς αδυνατούμε ν᾽ αντιμετωπίσουμε μόνοι μας το ιππικό των Περσών,
κρατώντας τις θέσεις στις οποίες παραταχτήκαμε αρχικά· κι αν κρατήσαμε ώς αυτή
την ώρα όσο κι αν μας πίεζε ο εχθρός, είναι επειδή κάναμε κουράγιο κι
επιστρατεύσαμε την παλικαριά μας. Τώρα όμως, αν δε στείλετε κάποιους άλλους να
μας διαδεχτούν σ᾽ αυτή τη θέση, να το ξέρετε πως εμείς θα εγκαταλείψουμε τη
θέση μας».
[9.21.3] Εκείνοι λοιπόν αυτό το μήνυμα τους έστειλαν κι ο Παυσανίας
βολιδοσκοπούσε τους Έλληνες μήπως βρεθούν κάποιοι άλλοι να παν εθελοντικά σ᾽
αυτή τη θέση και να διαδεχτούν τους Μεγαρείς. Και, καθώς οι άλλοι δεν ήθελαν,
φιλοτιμήθηκαν οι Αθηναίοι, κι απ᾽ τους Αθηναίους οι τριακόσιοι επίλεκτοι, που
είχαν αρχηγό τον Ολυμπιόδωρο, το γιο του Λάμπωνος.
[9.22.1] Αυτοί ήταν που δέχτηκαν
να πάρουν αυτή τη θέση και παρατάχτηκαν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων στις
Ερυθρές, αφού πήραν μαζί τους και τους τοξότες. Η μάχη τους κράτησε πολύ και νά
ποιό τέλος είχε· καθώς το ιππικό έκανε εφόδους, η μια ίλη μετά την άλλη με τη
σειρά τους, το άλογο του Μασιστίου κάλπαζε μπροστά από τ᾽ άλλα, ώσπου ένα βέλος
το χτύπησε στο πλευρό· από τον πόνο το άλογο ορθώνεται στα πισινά του και
γκρεμίζει από πάνω του τον Μασίστιο·
[9.22.2] αυτός πέφτει καταγής και
στη στιγμή οι Αθηναίοι ρίχνονται καταπάνω του. Παίρνουν λοιπόν τ᾽ άλογό του και
τον ίδιο, που έδινε αγώνα για να σωθεί, τον σκοτώνουν, όσο κι αν στην αρχή δεν
μπορούσαν. Γιατί προστατευόταν από μια τέτοια σκευή: είχε από μέσα χρυσό θώρακα
λεπιδωτό και πάνω απ᾽ τον θώρακα είχε φορέσει χιτώνα πορφυρό. Τα χτυπήματά τους
λοιπόν στον θώρακα δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα, ώσπου κάποιος κατάλαβε τί
συμβαίνει και τον χτυπά στο μάτι. Έτσι τέλος έπεσε και σκοτώθηκε. [9.22.3] Κι
οι άλλοι ιππείς δεν αντιλήφθηκαν τί συνέβαινε, και νά γιατί· δεν τον είδαν να
πέφτει καταγής από τ᾽ άλογο ούτε να σκοτώνεται· γιατί, καθώς εκείνη τη στιγμή
ήταν στη φάση της υποχώρησης και της μεταβολής, δεν αντιλήφτηκαν τί συνέβαινε.
Όταν όμως ήρθαν στην ανάπαυλα, ένιωσαν αμέσως την απουσία του, καθώς δεν
έβλεπαν κανένα να τους δίνει διαταγές· κι όταν αντιλήφτηκαν τί είχε συμβεί,
δίνοντας καρδιά ο ένας στον άλλο σπιρούνιζαν τ᾽ άλογά τους, για να σηκώσουν
τουλάχιστον το πτώμα του.
[9.23.1] Κι όταν είδαν οι
Αθηναίοι πως οι ιππείς δεν έκαναν πια εφόδους τμηματικά, αλλά όλοι μαζί,
φώναξαν σε βοήθεια τον υπόλοιπο στρατό. Την ώρα που έσπευδε σε βοήθεια ολόκληρο
το πεζικό, γινόταν μάχη φονική για το ποιός θα σηκώσει τον νεκρό.
[9.23.2] Λοιπόν, όση ώρα οι
τριακόσιοι ήταν μόνοι τους, βρίσκονταν σε πολύ μειονεκτική θέση κι εγκατέλειπαν
το πτώμα· όταν όμως έφτασε σε βοήθειά τους ο πολύς στρατός, τότε πια οι ιππείς
δεν κράτησαν τη θέση τους κι ούτε μπόρεσαν να σηκώσουν τον νεκρό, αλλά, κοντά
σ᾽ εκείνον, έχασαν κι άλλους ιππείς. Κι όταν υποχωρώντας βρέθηκαν σε απόσταση
κάπου δύο σταδίων, συσκέπτονταν τι πρέπει να κάνουν· κι έτσι που δεν είχαν
αρχηγό να τους διοικεί, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στον Μαρδόνιο.
[e] Σε συνέχεια της Υποσημείωσης 5, ερωτηματικό παραμένει η εθνικότητα των
800 περίπου «Αθηναίων» τοξοτών που πολέμησαν στη μάχη των Πλαταιών. Αναφορικά
με τον αριθμό τους, αυτός υπονοείται από τον Ηρόδοτο [Ιστορίαι 9.29] δεδομένου
ότι αναφέρονται στην απαρίθμηση των ελληνικών δυνάμεων 800 περισσότεροι ελαφρά
οπλισμένοι πολεμιστές από ότι οπλίτες (χωρίς να υπολογίζονται οι 5,00
Σπαρτιάτες και οι 35,000 παραστάτες τους (είλωτες)). Επειδή ακριβώς γίνεται
ελάχιστη μνεία στους τοξότες που έφεραν μαζί τους οι Αθηναίοι, μόνο υποθέσεις
μπορούν να γίνουν αναφορικά με την εθνικότητά τους. Οι περιπτώσεις που
εξετάζονται είναι οι ακόλουθες:
1. Να ήταν πράγματι όλοι Αθηναίοι πολίτες - αυτή την περίπτωση
δεν τη θεωρώ πιθανή για τους λόγους που έχω ήδη αναφέρει, από τη μια δηλαδή
πλευρά «η αρετή» του αρχαίου Έλληνα δεν άφηνε και πολλά περιθώρια στην πολεμική
χρήση του τόξου από τους πολίτες των πόλεων-κρατών, ενώ από την άλλη, η
καθιερωμένη στρατηγική της μάχης με τη σύγκρουση αποκλειστικά και μόνο
οπλιτικών σχηματισμών, περιόριζε δραματικά την χρήση τους και άρα το αξιόμαχο
και την πολεμική εμπειρία των αρχαίων Ελλήνων ως τοξοτών (με εξαίρεση ίσως
κάποιες ορεινές και ημιορεινές ελλαδικές περιοχές που υιοθέτησαν αυτό τον τρόπο
πολέμου, δηλαδή τον ανταρτοπόλεμο με τη χρήση καταδρομέων τοξοτών και ακοντιστών).
Θα μπορούσαμε ίσως με περισσότερη ευκολία να δεχτούμε την περίπτωση οι τοξότες
να ήταν πράγματι Αθηναίοι, εάν βρισκόμασταν χρονικά 60 περίπου χρόνια αργότερα,
γύρω στο 430 π.Χ. (έναρξη Πελοποννησιακών πολέμων), οπότε η ανάγκη της
Αθηναϊκής συμμαχίας να αντιμετωπίσει τη σαφώς ανώτερη σπαρτιατική φάλαγγα,
υποχρέωσε τους Αθηναίους να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους πολέμου. Ένας από
αυτούς ήταν ενδεχομένως, πέραν της χρήσης Σκυθών και Κρητών μισθοφόρων, η
εκπαίδευση Αθηναίων πολιτών στην εξειδικευμένη πολεμική χρήση του τόξου (για
χερσαίες και ναυτικές επιχειρήσεις). Δεν είναι τυχαίο, ότι σχεδόν σε όλα τα
ιστορικά περιστατικά/παραδείγματα που αναφέρονται στην εργασία του Thomas
Winter για τη χρήση του τόξου στις πολεμικές επιχειρήσεις των αρχαίων Ελλήνων,
πρωταγωνιστές ήταν οι Αθηναίοι. Είναι προφανές ότι αν και τελικώς οι Αθηναίοι
ήταν οι ηττημένοι στον Πελοποννησιακό πόλεμο, εντούτοις επέδειξαν αξιοθαύμαστη
προσαρμοστικότητα στις πολεμικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες
οι οποίοι αν και νικητές ποτέ ουσιαστικά δεν εξέλιξαν ή διεύρυναν τις πολεμικές
τους τακτικές, με αποτέλεσμα σταδιακά να απωλέσουν την στρατιωτική
πρωτοκαθεδρία τους στην Ελλάδα μετά από μερικά χρόνια (Δείτε σχετικά, τις
στρατηγικές ήττες της Σπάρτης από τους Θηβαίους στις μάχες των Λεύκτρων το 371
π.Χ. και της Μαντινείας το 362 π.Χ.).
2. Να ήταν Σκύθες μισθοφόροι ή απελεύθεροι Σκύθες - αυτή η
υπόθεση φαίνεται να προκρίνεται περισσότερο για δύο λόγους: Πρώτον, σύμφωνα με
τον αρχαίο Σοφό Αισχίνη, μετά τη μάχη της Σαλαμίνας το 490 π.Χ. η Αθήνα μεταξύ
άλλων αγόρασε 300 Σκύθες («τριακόσιους
Σκύθας επριάμεθα», Αισχίνης, Περί της Παραπρεσβείας 2.173). Σύμφωνα δε με τον
ρήτορα Ανδοκίδη, οι 300 αυτοί Σκύθες ήταν τοξότες («τοξότας τριακόσιους Σκύθας
επριάμεθα» Ανδοκίδης, Περί της προς Λακεδαιμόνιους Ειρήνης 3.5). Αυτοί οι
Σκύθες τοξότες χρησιμοποιήθηκαν ως η αστυνομική δύναμη της αρχαίας Αθήνας. Σε
αυτό το σημείο όμως υπάρχει μια περιπλοκή διότι, τόσο ο Αισχίνης όσο και ο
Ανδοκίδης, φαίνονται να διαφοροποιούν αυτούς τους Σκύθες τοξότες από τη
στρατιωτική δύναμη τοξοτών της Αθήνας. Συγκεκριμένα, αφού πρώτα αναφέρουν τα
όσα ήδη περιγραψάμε αμέσως παραπάνω, ο μεν Αισχίνης λέει: «σχηματίσαμε ένα σώμα
από 1,200 ιππείς και μια δύναμη από άλλους τόσους τοξότες («χιλίους δε και
διακόσιους ιππέας κατεστήσαμεν και τοξότας έτερους τοσούτους» Αισχίνης 2,174).
Ομοίως ο Ανδοκίδης αναφέρει: «εγγράψαμε 1200 ιππείς και άλλους τόσους τοξότες»
(«χιλίους τε και διακόσιους ιππέας και τοξότας τοσούτους ετέρους κατεστήσαμεν»
Ανδοκίδης 3.7). Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι 300 Σκύθες τοξότες και οι 1200
(απροσδιορίστου ταυτότητας) τοξότες ήταν δυό διαφορετικά ξεχωριστά σώματα. Από
την άλλη πλευρά, στην περίπτωση που οι τοξότες ήταν Αθηναίοι πολίτες, δεδομένου
ότι αυτή η καινοτομία θα είχε προκαλέσει τεράστια εντύπωση στον αρχαίο κόσμο,
δεν θα έπρεπε να αναφέρονται από κάποιον ιστορικό της εποχής; Η εκπαίδευση και
ο εξοπλισμός των τοξοτών ιδιαίτερα εάν ήταν Αθηναίοι πολίτες θα έπρεπε να
αναφέρεται σε κάποιο κείμενο της εποχής, πολύ περισσότερο δε, θα έπρεπε να γίνεται
κάποια ειδική αναφορά σε αυτούς τους τοξότες στις λίστες που κατήρτιζε η κάθε πόλη με τους
νεκρούς των πολέμων. Ουδεμία όμως τέτοια ειδική αναφορά φαίνεται να υπάρχει.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό ισχυροποιεί την άποψη ότι οι τοξότες που χρησιμοποιούνται
τόσο γενικά όσο και ειδικότερα στην μάχη των Πλαταιών ήταν είτε «βάρβαροι» ή
μισθοφόροι, μη άξιοι αναφοράς από τον Ηρόδοτο ακριβώς λόγω της χαμηλής
πολιτικής και κοινωνικής τους θέσης στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Φυσικά, δεν
αποκλείεται αυτοί οι πρώτοι Σκύθες τοξότες να αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά ενός
σώματος τοξοτών, μέλη του οποίου έγιναν σταδιακά και κάποιοι Αθηναίοι
χαμηλότερης όμως πιθανότατα κοινωνικής τάξης. Δεύτερον, όπως προκύπτει από την
περιγραφή του Ηρόδοτου, η παρέμβαση των Αθηναίων οπλιτών και τοξοτών απέτρεψε
την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι οι «Αθηναίοι» τοξότες
κατόρθωσαν να ελαφρύνουν την πίεση που ασκούσαν στην ελληνική πρώτη γραμμή οι
επίλεκτες και περίφημες ίλες των Περσών εφιπποτοξοτών. Από αυτό συνάγεται ότι οι
«Αθηναίοι» τοξότες πρέπει να ήταν εμπειρότατοι πολεμιστές και εξαιρετικοί στις
τοξεύσεις τους προκειμένου να κατορθώσουν να παρενοχλήσουν βαριά θωρακισμένους
και συνεχώς κινούμενους Πέρσες έφιππους. Θεωρώ λοιπόν πως το γεγονός ακριβώς
ότι ο Ηρόδοτος (ή άλλοι ιστορικοί) δεν κάνουν ειδική μνεία στις εξαιρετικές
επιδόσεις των «Αθηναίων» τοξοτών πιθανότατα σημαίνει ότι ακριβώς αυτοί οι
τοξότες δεν ήταν Έλληνες, αλλά εμπειροπόλεμοι Σκύθες.