ΟΙ ΔΥΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΤΟΞΟΒΟΛΙΑΣ
Η
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΦΙΠΠΟΤΟΞΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» μετά από έρευνα του Προέδρου της και του προσώπου που
επανεισήγαγε τόσο την Έφιππη, όσο και την Παραδοσιακή Τοξοβολία στη σύγχρονη Ελλάδα, λαμβάνουσα υπ΄ όψη την διεθνώς ακολουθούμενη
τακτική της καθιερώσεως «εθνικών στόχων» κατά την εφαρμογή της, κατά τόπους,
Παραδοσιακής Τοξοβολίας, εκθέτει τα παρακάτω:
Από την βαθειά αρχαιότητα έως και την
ανακάλυψη της πυρίτιδος το Τόξο «μονοπώλησε»
την αποκλειστικότητα της εκηβόλου αναμετρήσεως τόσο σε πολέμους (με τον εχθρό)
όσο και στην ειρήνη (με το θήραμα).
Καθ’
όλη αυτή τη χρονική έκταση ο τοξότης αντιμετώπισε όχι μόνον
πολυποίκιλους στόχους αλλά και ανέπτυξε, ομοίως, πάμπολλες τεχνικές εξασκήσεως
ώστε να καταφέρνει να χειρίζεται αποτελεσματικά το Τόξο του.
Σε κάθε περίπτωση οι τεχνικές εξασκήσεως
των τοξοτών ανά τους αιώνες συμβάδιζαν με τα ιδιοσυστασιακά βιώματά τους και τα
ιστορικά δεδομένα των περιοχών δράσεώς τους. Θα άξιζε, λοιπόν, κάθε λαός να
μελετήσει και να τεκμηριώσει ιστορικώς τον στόχο ή τους στόχους που τον
αντιπροσωπεύουν και τον χαρακτηρίζουν στην Παραδοσιακή Τοξοβολία ώστε και μέσα
από αυτή την σημαντική παράμετρο να διαφανεί ακόμη ευκρινέστερος ο ιδιαίτερος χαρακτήρας
και η πολιτισμική διαφορετικότητα ενός εκάστου λαού μέσα στο ωραίο φάσμα του
Κόσμου.
Στην Ελλάδα, η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΦΙΠΠΟΤΟΞΟΤΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» μελέτησε επί μακρόν την υπόθεση του αντιπροσωπευτικού στόχου που θα
μπορούσε να χαρακτηρίσει τους Έλληνες και κατέληξε σε δύο, ιστορικώς,
τεκμηριωμένα σχήματα αντιπροσωπευτικών στόχων Παραδοσιακής Τοξοβολίας: (α) το σχήμα στόχου άνευ …σχήματος και, (β)
την μεσαιωνική τοξοθυρίδα.
Η
ΟΜΗΡΙΚΗ ΤΟΞΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ
Για τον Όμηρο και τους Έλληνες η εσωτερικότητα
του Κόσμου αλλά και της «Τοξικής» (Τοξοβολίας) δεν ήταν καθόλου άγνωστη και η
επίκληση της τοξεύσεως του Οδυσσέως δεν αποτελεί παρά υπογράμμιση αυτής της
βασικής παραμέτρου η οποία υπήρξε και ο γόνιμος «αγρός» της ερμητικής
φιλοσοφίας.
Κατά την Τόξευση του Οδυσσέως ο Όμηρος μας
εισάγει στη θέαση του αθέατου και στην επαισθητή αντίληψή του όχι δια μιας ή
περισσότερων των φυσικών αισθήσεων αλλά μέσω της εξωαισθητής αντιλήψεως των
όσων προσφέρει το «ίχνος του μονοπατιού» (πτήση βέλους/σκοπευτική ευθεία) που
άγει προς αυτό το αθέατο. Ο Οδυσσεύς τοξεύει επ΄ ευθείας η οποία αποτελεί τον
τοξευτικό αυτοσκοπό χωρίς να καταλήγει σε στόχο και τούτο αποτελεί μιαν
ιδιοτυπία η οποία αναδεικνύει ως ακόμη πιο υψηλή τέχνη την Τοξοβολία. Στην
περίπτωση της τοξεύσεως επί κοινότυπου στόχου ένα τοξευόμενο βέλος μπορεί να
τον πλήξει επιτυχώς ακόμη και στην περίπτωση εσφαλμένης σκοπεύσεως, δηλαδή, μη
τηρήσεως της ενδεδειγμένης σκοπευτικής ευθείας, λόγω αστάθμητων παραγόντων
(π.χ. αποστρακισμού κλπ). Αντιθέτως, στη περίπτωση της Τοξεύσεως του Οδυσσέως η
τήρηση της σκοπευτικής ευθείας, αν και μη διευθύνουσα σε στόχο, αποτελεί
απαρέγκλιτη προϋπόθεση της δράσεως η οποία υπογραμμίζει το «δέον» κι επαληθεύει
την ορθότητα ενός κανόνος βίου ο οποίος επιτάσσει: «Κάνε εκείνο που πρέπει κι
ας γίνει ο,τιδήποτε»!
Οι Έλληνες επέμεναν στο «δέον γενέσθαι»
και δια της εφαρμογής του κατάφερναν να κυριαρχούν στην Ιστορία, επέμεναν στο
«ορθό μονοπάτι» και το ακολουθούσαν ηρωικά και ανενδοίαστα (Μαραθώνας, Σαλαμίνα
κλπ) ώστε, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα-στόχο (π.χ. αριθμητικώς υπερέχων
αντίπαλος) να τον κατανικήσουν (πετύχουν ευστοχία/πλήξουν). Η τήρηση της
«σκοπευτικής γραμμής» (=πολεμική εμπλοκή και όχι «συνομιλία» με τον εχθρό) η
εύστοχη διέλευση του «βέλους» μέσω των «οπών των τσεκουριών» (η ακανθώδης
αναμέτρηση) απεδείχθη, τελικώς, το «ορθό μονοπάτι» της τοξεύσεως Εκείνων οι
οποίοι «χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν»! Ο ομηρικός Οδυσσεύς πετυχαίνει
ακριβώς το ίδιο κατανικώντας τους πολυπληθέστερους μνηστήρες του Οίκου του (όπως
και οι Μήδοι, τον ελληνικόν Οίκον) με την εύστοχη τόξευσή του ανάμεσα από τις
τρύπες δώδεκα τσεκουριών οι οποίες κατέληγαν όχι σε κάποιο κοινό στόχο αλλά σε
έναν υπαρκτό, απτό όσο και αθέατο: την, συλλήβδην, εξόντωση του εχθρού!
O ομηρικός λόγος πρωτοτυπεί ιστορικώς και ενώ περιφρονεί αυτόν
καθαυτό τον στόχο, εν τούτοις, τοξεύει κατ’ αυτού του …ανύπαρκτου στόχου ένα
βέλος το οποίο διευθύνεται κατόπιν …στοχεύσεως! Ένα απολύτως παράδοξο με
μαθηματική-γεωμετρική, όμως, τεκμηρίωση το οποίο χαρακτηρίζει την αβυθομέτρητη
εσωτερικότητα της Ελληνικής ιδιοσυστασίας και κοσμοθεάσεως, το ίδιο το
πλατωνικό «Σπήλαιο»!
Ο πρώτος, λοιπόν, στόχος στην Ελληνική
Τοξοβολία υπήρξε ο …μη στόχος, πάντως, τοξευόμενος με …ευστοχία! Το μεγαλείο
της ζενικής αφαιρέσεως σε ένα τόσο μακρυνό γεωγραφικό «μήκος και πλάτος» που
δείχνει τις πνευματικές «συγγένειες» λαών οι οποίοι, φαινομενικώς, εμφανίζονται
τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους.
Η
ΤΟΞΟΘΥΡΙΔΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗΣ
Η αναγεννησιακή περίοδος η οποία αποτελεί
το ιστορικό πλαίσιο της δράσεως των Ελλήνων Στρατιωτών-προτύπων της Ομάδος μας
αναδεικνύει το μεσαιωνικό οχυρωματικό κάστρο ως ένα από τα «πεδία»-επίκεντρα εμπόλεμων
αναμετρήσεων.
Αν και ο πλάνης βίος και η τακτική των
Ελλήνων Στρατιωτών της Αναγεννήσεως δεν τους επέτρεπε να ανεγείρουν μόνιμα
οχυρωματικά κτίσματα και να μάχονται μέσα από αυτά, εν τούτοις, κατά τις μακρές
εμπόλεμες περιπλανήσεις τους ήσαν συχνά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν
αντιπάλους ορμώμενους μέσα από μόνιμα οχυρωματικά κτίσματα, πύργους, κάστρα
κλπ, τα οποία έπρεπε να υπερκερασθούν.
Βεβαίως οι Οθωμανοί οι οποίοι ήσαν οι
κύριοι εχθροί-στόχοι των Ελλήνων Στρατιωτών δεν συνήθιζαν να ανεγείρουν κάστρα
παρόμοιας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με εκείνα του δυτικού μεσαίωνος αλλά
συχνά οχυρώνονταν μέσα σε τέτοια μετά από την κατάληψή τους ή, όταν οι δυτικοί
κτήτορές τους απεφάσιζαν, μετακινούμενοι, να τα εγκαταλείψουν. Επίσης, συχνά οι
Έλληνες Στρατιώτες ήσαν υποχρεωμένοι να υπερβούν απαγορεύσεις μετακινήσεως τις
οποίες επιχειρούσαν (κυρίως για πολιτικο-διπλωματικούς λόγους) να τους
επιβάλουν δυτικοί τοποτηρητές μέσω των φρουρών που βρίσκονταν οχυρωμένες σε
μόνιμες καστρικές εγκαταστάσεις.
Τι
ήταν, όμως, εκείνο στο οποίο θα έπρεπε να επικεντρωθούν οι Έλληνες Στρατιώτες
αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο οχυρωμένο σε μια μόνιμη καστρική εγκατάσταση;
Μα, ασφαλώς η τοξοθυρίδα!
Η τοξοθυρίδα ήταν ένα ειδικώς σχεδιασμένο
άνοιγμα, είτε στις επάλξεις, είτε στους τοίχους ενός μονίμου οχυρωματικού έργου
το οποίο επέτρεπε στους αμυνόμενους την δια των τόξων προσβολή κάθε εξωτερικώς
επιχειρούντος αντιπάλου, χωρίς όμως να διευκολύνει τον εξωτερικό αντίπαλο να
πλήξει τον εσωτερικώς της τοξοθυρίδος αμυνόμενο. Αυτό σήμαινε ότι εσωτερικώς,
πίσω από κάθε τοξοθυρίδα, η έπαλξη ή ο τοίχος θα έπρεπε να εξασφαλίζει στον
αμυνόμενο την ασφάλειά του από εξωτερικά πλήγματα ενώ, ταυτοχρόνως, θα έπρεπε
να του παρέχει άνεση ώστε να χειρίζεται το τόξο του αλλά και να κινείται
αναλόγως ώστε να καλύπτει με αποτελεσματική τόξευση τον εξωτερικώς επιτιθέμενο
εχθρό-στόχο.
Κάθε, λοιπόν, τοξοθυρίδα είχε αμφίπλευρη
σχεδιαστική χρηστικότητα όπως, κατά κανόνα, αμφίπλευρο ενδεχόμενο έχει και κάθε
αναμέτρηση, με αποτέλεσμα συχνά ο εξωτερικώς επιτιθέμενος αρκετές φορές να
αναδεικνύεται και νικητής, καθιστάμενος πλέον ο κύριος του κατακτημένου
κάστρου. Αυτό σημαίνει ότι, πλέον, για τον νικητή η τοξοθυρίδα την οποία μέχρι
προ τινος προσέβαλε εκ των έξω τώρα θα πρέπει να την υπερασπίζεται εκ των έσω.
Η μεσαιωνική αλλά και η αναγεννησιακή
οχυρωματική αρχιτεκτονική εμφανίζει πολλές διαφοροποιούσες «αντιλήψεις» ακόμη
και στην περίπτωση της σχεδιάσεως των τοξοθυρίδων. Εξ’ άλλου υπάρχουν και
εκείνα τα κάστρα τα οποία υπέστησαν, ανά τους αιώνες, σημαντικές αρχιτεκτονικές
μεταβολές λόγω καταστρεπτικών σεισμών, ισοπεδωτικών καταστροφών από εισβολείς ή
και από τους ίδιους τους κτήτορες όταν το εγκατέλειπαν ώστε να μη
χρησιμοποιηθεί από μελλοντικούς εχθρούς. Επί παραδείγματι, το κάστρο της Πάφου,
αρχικώς κτίσθηκε επί Βυζαντινής περιόδου ώστε να προστατεύει το λιμάνι της
πόλεως, αργότερα, τον 13ο αιώνα, ανακατασκευάσθηκε από τους
Λουζινιανούς, κατόπιν καταστράφηκε από τους Ενετούς, τέλος δε, κατά τον 16ο
αιώνα, ξαναχτίσθηκε από τους Οθωμανούςόταν αυτοί κατέλαβαν την Κύπρο. Αυτό το
παράδειγμα είναι «εύγλωττο» της αρχιτεκτονικής «πολυσυλλεκτικότητος» ως προς το
τελικό δομικό αλλά και οχυρωματικό αποτέλεσμα, κάτι που ασφαλώς «αγγίζει» και
την σχεδίαση και διάταξη των τοξοθυρίδων.
Την τοξοθυρίδα ως στοιχείο της μεσαιωνικής
και αναγεννησιακής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής την μελετήσαμε σε αρκετά κάστρα
της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής Ευρώπης.
Ο Ιδρυτής της Ομάδος των «ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» και ερευνητής του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκπαιδεύεται η
Ομάδα επισκέφθηκε για τον σκοπό αυτό πολλούς οχυρωματικούς τόπους και εξήγαγε
πλήθος συμπερασμάτων για την σημασία της τοξοθυρίδος.
Τα τελικά συμπεράσματα, εν προκειμένω, τα
αντλήσαμε στο κάστρο του Κολοσσίου που αποτελεί μία μεσαιωνική στρατιωτική
εγκατάσταση στη νότια Κύπρο, 11 χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού, στο ομώνυμο
χωριό της πεδιάδος Φασούρι.
Το κάστρο αυτό αποτελεί ένα από τα
σημαντικότερα οχυρωματικά έργα που σώζονται στην ελεύθερη Κύπρο, από την
περίοδο της Φραγκοκρατίας ενώ συνδέεται άμεσα με την παρουσία των μοναστικών
ιπποτικών ταγμάτων – Ναϊτών και Ιωαννιτών – στο νησί. Το κάστρο ή φρούριο, όπως
είναι αλλιώς γνωστό, πλαισιώνεται από το
υδραγωγείο, το εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης και πιο πίσω το βυζαντινό εκκλησάκι
του Αγίου Ευσταθίου.
Κτίστηκε, αρχικά στα 1210 από τους
Ιωαννίτες ιππότες και ήταν έδρα της ανώτατης στρατιωτικής διοικήσεως του
νησιού. Στα 1306 περιήλθε για ένα σύντομο διάστημα στην κατοχή των Ναϊτών, οι
οποίοι υποστήριξαν τον σφετεριστή του θρόνου της Κύπρου, Αμάλριχο της Τύρου.
Μετά την κατάργηση του Τάγματος των Ναϊτών στα 1313, ο Πύργος επανήλθε στα
χέρια των Ιωαννιτών, για να καταστραφεί στα 1426 από τις επιδρομές των
Μαμελούκων της Αιγύπτου. Μερικά από αυτά τα ερείπια είναι ακόμα ορατά στα
ανατολικά του τωρινού κάστρου. Πάνω στα ερείπια του καταστραμμένου πύργου
κτίστηκε στα 1454 ο υφιστάμενος, από τον μάγιστρο του Τάγματος των Ιωαννιτών,
Louis de Magnac. προσθήκες και αλλαγές έγιναν και επί Τουρκοκρατίας, από τα
τέλη του 16ου έως τον 19ο αιώνα. Ας
γνωρίσουμε το κάστρο Κολοσσίου και ας ξεναγηθούμε σε αυτό όπως παρουσιάζεται
από τις επιτόπιες επιγραφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου.
Σε
απόσταση μόλις εκατό μέτρων από το κάστρο, είναι η μικρή σε μέγεθος, βυζαντινή
εκκλησία του 12ου αιώνα με μετατροπές του 15ου, αφιερωμένη στον Άγιο
Ευστάθιο.
Φαίνεται ότι
εδώ εκκλησιάζονταν οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, αφού το 1936,
σύμφωνα με τον Βρεττανό R.Gunnis, στην αψίδα του ναού σωζόταν ακόμη το οικόσημο
του Μεγάλου Διοικητή του Τάγματος Louis de Magnac.
Στο κάστρο, λοιπόν, αυτό έγινε η μελέτη
της τοξοθυρίδος ως «στόχου» των Ελλήνων Στρατιωτών της Αναγεννήσεως η οποία
αναδεικνύεται ως ο, χρονολογικώς, δεύτερος κατά σειρά εθνικός στόχος της
Ελληνικής Παραδοσιακής Τοξοβολίας, υιοθετούμενη και ως επίσημος στόχος
Παραδοσιακής Τοξοβολίας της Ελληνικής Ομάδος Έφιππης Τοξοβολίας των «ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ».
Πριν, όμως, αναλύσουμε την τοξοθυρίδα, ας
ρίξουμε μια ματιά στα τόξα εκείνης της εποχής.
ΤΑ
ΤΟΞΑ ΕΠΟΧΗΣ
Αν και το μακρύ τόξο υπήρξε το καθιερωμένο
εκηβόλο για μάχες ανοικτού πεδίου, το βραχύτερο, αντίκυρτο τόξο ήταν το
προσφιλές των Εφιπποτοξοτών της εποχής εκείνης ως πλέον εύχρηστο επί του Ίππου,
αλλά και πλέον εύχρηστο πίσω από την τοξοθυρίδα. Περί αυτού μαρτυρούν τα
χαρακτικά του Albrecht Duerer μερικά χαρακτηριστικά, των οποίων, παρατίθενται ενδεικτικώς
εν συνεχεία.
Η
ΤΟΞΟΘΥΡΙΔΑ ΩΣ ΣΤΟΧΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΤΟΞΟΒΟΛΙΑΣ
Υιοθετώντας την τοξοθυρίδα ως στόχο της
Ελληνικής Παραδοσιακής Τοξοβολίας και της Ομάδος των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ»
επιθυμούμε, κατ΄ αρχήν, να τιμήσουμε τους Έλληνες Στρατιώτες της Αναγεννήσεως οι οποίοι τις αντιμετώπισαν
συχνά κατά τις αναμετρήσεις τους αλλά και να εξοικειώσουμε τα Μέλη της Ομάδος
μας με μία ρεαλιστική συνισταμένη του, εντός ιστορικού πλαισίου, αγωνίζεσθαι.
Και, βεβαίως, η τοξοθυρίδα ως στόχος κατά την Εκπαίδευση στην Ομάδα μας θα
αξιοποιηθεί ως παράγων αμφίπλευρης εξασκήσεως με ανάλογη βαθμονόμηση σύμφωνα με
την δυσκολία προσβολής ή άμυνας των πραγματικών συνθηκών που προέκυψαν
Έτσι, κατόπιν επισταμένης, επιτόπιας,
μελέτης καταλήγουμε ότι εξωτερικώς η τοξοθυρίδα έχει διαστάσεις 45 εκτμ. ύψος,
9 εκτμ. πλάτος και εσωτερικώς 45 εκτμ. ύψος, 30 εκτμ. πλάτος και 30 εκτμ.
βάθος. Το μέσον του ύψους της είναι 175 εκτμ από το έδαφος.
Η εξωτερικώς προσβαλλόμενη τοξοθυρίδα, ως
στόχος, βαθμονομείται όπως δείχνει το χειρόγραφο σκαρίφημα θεωρουμένου ενός στρογγυλού
στόχου του οποίου μόνον η κεντρώα κάθετη λωρίδα (ίση με τις διαστάσεις της
τοξοθυρίδος) λογίζεται ως βαθμολογούμενη επιφάνεια εφ όσον προσκρούσουν βέλη.
Όπως φαίνεται στο παρατιθέμενο σκαρίφημα, βαθμολογούνται οι πέντε τομείς της (4
ερυθροί και 1 μαύρος) ενώ πρόσκρουση βελών στους υπόλοιπους τομείς παραμένει
αβαθμολόγητη (εκτός στόχου). Ως κέντρο λογίζεται ο μαύρος τομέας που
αντιστοιχεί σε 3 βαθμούς, ενώ η συνεχής επανάπληξή του αυξάνει γεωμετρικώς την
βαθμολογία. Έτσι στη περίπτωση διπλής συνεχούς επαναπλήξεως η βαθμολογία
αθροίζεται σε 10 βαθμούς, στην περίπτωση τριπλής συνεχούς επαναπλήξεως
αθροίζεται σε 30 βαθμούς, σε περίπτωση τετραπλής συνεχούς επαναπλήξεως αθροίζεται σε 120 βαθμούς, σε περίπτωση
πενταπλής συνεχούς επαναπλήξεως αθροίζεται σε 600 βαθμούς κ.ο.κ. Ο λόγος, διότι
η επανειλημμένη αντικατάσταση των αμυντόρων της πολεμίστρας
Υπό συνθήκες πραγματικής μάχης
προξενεί σημαντική βλάβη στους αμυνόμενους της οποίας οι συνέπειες
πολλαπλασιάζονται με την απόσυρση ή περίθαλψη των πληγέντων αμυντόρων.
Οι υπόλοιποι τομείς της εξωτερικώς
πληττόμενης τοξοθυρίδος βαθμολογούνται από το κέντρο προς τα άνω και προς τα
κάτω όπως ακριβώς εμφανίζεται στο σκαρίφημα, ανεξαρτήτως συνεχούς ή μη
επαναπλήξεως.
Η εσωτερικώς χρησιμοποιούμενη τοξοθυρίδα
θα πρέπει να εμφανίζει εξωτερικώς στη σκοπευτική γραμμή τρεις διαφορετικούς
στόχους , στρογγυλούς διαμέτρου 40 εκτμ. ο καθένας, των οποίων το κέντρο της
διαμέτρου θα πρέπει να βρίσκεται 2 μέτρα υπεράνω της επιφανείας του εδάφους. Οι
στόχοι συμβολίζουν επιτιθέμενους εφίππους.
Οι στόχοι δεν φέρουν άλλη βαθμονόμηση της
επιφανείας τους λογιζόμενης ως ενιαίας και πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου ορατοί
από τον έσωθεν τοξεύοντα και σε αποστάσεις 10, 15 και 20 μέτρων από το
εξωτερικό μέτωπο της τοξοθυρίδος. Πλήγμα επί του στόχου που βρίσκεται σε
απόσταση 10 μέτρων βαθμολογείται με 1 βαθμό, πλήγμα επί του στόχου που
βρίσκεται σε απόσταση 15 μέτρων βαθμολογείται με 2 βαθμούς, πλήγμα επί του
στόχου που βρίσκεται σε απόσταση 20 μέτρων βαθμολογείται με 3 βαθμούς και ισχύουν
και εν προκειμένω οι προηγουμένως αναφερθείσες γεωμετρικές αυξήσεις βαθμολογίας
στη περίπτωση επανειλημμένων συνεχών επαναπλήξεων. Ο λόγος είναι ότι
εξουδετερώνοντας συνεχόμενα στη μεγαλύτερη απόσταση τον επιτιθέμενο αντίπαλο
ενισχύεται η άμυνα του οχυρού με τα ευνόητα οφέλη. Οι «ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ»
εξασκούνται με τρία βέλη τα οποία, στην περίπτωση και μόνον τριών συνεχομένων
επαναπλήξεων, είτε του κέντρου της τοξοθυρίδος (υπό την έννοια της εξωτερικής
προσβολής), είτε του πλέον μακρυνού στόχου (υπό την έννοια της έσωθεν
τοξεύσεως) μπορούν να ανανεώσουν τον αριθμό των βελών κατά τρία απεριορίστως
εφ΄ όσον συνεχίζονται οι συνεχείς επαναπλήξεις.
Ο Στόχος-τοξοθυρίδα αφιερώνεται στη Σχολή
των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ» προς Τιμή των Ελλήνων Στρατιωτών της
Αναγεννήσεως που έδρασαν στην Κύπρο και για τους οποίους ο Κωνσταντίνος Σάθας
γράφει:
«Ο
χρονογράφος Λεόντιος ο Μαχαιράς διηγούμενος τον προς τους Γενουηνσίους πόλεμον
των εν Κύπρω Στρατιωτών αποκαλεί τούτους ‘ανδρειωμένους Σταρτιώτας’. Εις τα Κυπριακά
άσματα άδονται έτι οι Στρατιώται ιππείς:
η Κύπρο εν’ εξακουστή που βγάλλει παλληκάρια,
βγάλλει στρατιώταις μ’ άππαρους, στρατιώταις με κοντάρια.»
[ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΕΝ ΤΗ ΔΥΣΕΙ]
Η τοξοθυρίδα ως στόχος των «ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» ήδη εφαρμόσθηκε από την Σχολή των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ» κατά
την επίσκεψή της από τον Ιδρυτή της Ομάδος με πρωτοβουλία του Υπευθύνου της
στην τελευταία ομαδική Προπόνηση Παραδοσιακής Τοξοβολίας, την 24η
Ιουνίου 2014, στον Άγιο Σωζόμενο, ένα εγκαταλελειμμένο μεσαιωνικό χωριό της
επαρχίας Λευκωσίας. Εκεί, σε ένα άνοιγμα τοίχου που προσομοίαζε με τοξοθυρίδα
έγιναν οι πρώτες τοξεύσεις των μαθητών μας.
Στον Άγιο Σωζόμενο, μετά από 6 αιώνες, οι
απόγονοι των Ελλήνων Στρατιωτών της Αναγεννήσεως αντελήφθησαν τις αντιστοιχίες
των τοξεύσεων των πολεμιστών Προγόνων τους τοξεύοντες σε άνοιγμα τοίχου,
παραπλήσιου με τοξοθυρίδα, εγκαταλελειμμένου κτίσματος του 15ου
αιώνος.
Οι τοξεύσεις των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ
ΚΥΠΡΟΥ» υπήρξαν αρκετά επιτυχείς, με πολύ λίγα βέλη να μη καταφέρνουν να
διαπεράσουν την οπή-στόχο κι έτσι, να έχει διαμορφωθεί μία «πρόγευση» τόσο της
δυσκολίας όσο και της απαιτούμενης τεχνικής για την μελλοντική επιτυχή προσβολή
του συγκεκριμένου στόχου.
Σ’ ετούτο, λοιπόν, τον Ελληνικό τόπο, τη
Κύπρο, έναν τόπο που ταλαιπωρήθηκε από αλλεπάλληλες κατακτήσεις κι αφομοίωσε
πολιτισμούς αιώνων, οι «ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ» δοκίμασαν τον στόχο της Ελληνικής
Παραδοσιακής Τοξοβολίας πολλούς αιώνες μετά τον παραμερισμό του τόξου από τα
πυροβόλα όπλα, τιμώντας τη Παράδοση των προγόνων τους Ελλήνων Στρατιωτών της
Αναγεννήσεως, στο εγκαταλελειμμένο μεσαιωνικό χωριό του Αγίου Σωζόμενου.
η Κύπρο εν’ εξακουστή που βγάλλει
παλληκάρια,
βγάλλει στρατιώταις μ’ άππαρους, στρατιώταις με κοντάρια