ΤΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ!
Julius Evola – H Διδασκαλία της Αφυπνίσεως (1943)
Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της σύγχρονης εποχής, o Julius Evola, θεωρείται ορθά, ο βασικότερος και κύριος εκφραστής της Εσωτερικής παράδοσης. Από τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό, τη Γιόγκα και τις Ανατολικές Φιλοσοφίες μέχρι την ερμητική παράδοση, την αλχημεία, τον πνευματισμό. Διαφορετικά μονοπάτια που οδηγούν στη φώτιση. Αρχαίες παραδόσεις που μαζί με την Ελληνική, τη Ρωμαϊκή και τη Βόρια Μυθολογία, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως ένα είδος προϊστορίας, φτάνουν μέχρι τις ιπποτικές και απόκρυφες αφηγήσεις του Μεσαίωνα. Μία αριστοκρατική πολιτιστική κληρονομιά ενάντια στον οικουμενισμό της παγκοσμιοποίησης της σύγχρονης εποχής, υπό το πρίσμα της Μεταφυσικής, όχι μόνο με την απλή ετυμολογική και φιλοσοφική έννοια του όρου ‘‘πέραν από το φυσικό’’, αλλά ως μία εμπειρία ‘‘υπερψυχολογική και υπερφυσιολογική’’.
Παραδοσιακές διδασκαλίες, στις οποίες ο αναγνώστης ο οποίος προσελκύεται από την αληθινή πνευματικότητα οφείλει να στραφεί, με σκοπό να καταλάβει τι πραγματικά μία ‘‘πνευματική επιστήμη’’ είναι. Οι διδασκαλίες αυτές θα τον διδάξουν τη διαύγεια της καθαρής γνώσης, η οποία διαχωρίζεται από κάθε μορφή παραισθησιακής ‘‘μαντικής διαίσθησης και διορατικότητας’’ και η οποία συνδέεται με μία πνευματική κυριαρχία καθώς και με τη θέληση να σπάσει όχι μόνο τον ανθρώπινο δεσμό, αλλά και το δεσμό ο οποίος διαμορφώνεται από κάθε άλλο ‘‘κόσμο’’. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει μόνο να πολεμήσει ενάντια στον υλισμό, αλλά επίσης να αμυνθεί και να υπερασπιστεί του εαυτού του από τις παγίδες και τα θέλγητρα ενός ψεύτικου υπερνατουραλισμού. Η αντίσταση του αυτή θα είναι άκαμπτη και αποτελεσματική, μονάχα εάν είναι ικανός να επιστρέψει στο αρχικό σημείο της προέλευσης και της καταγωγής του, αφομοιώνοντας τις αρχαίες παραδόσεις και στη συνέχεια, βασιζόμενος πάνω στην άσκηση, να φέρει εις πέρας την αποστολή της επανεδραίωσης της προσωπικής του εσωτερικής κατάστασης. Γιατί μέσω αυτής, οι παραδόσεις αυτές θα αποκαλύψουν σε αυτόν το προσωπικό τους βαθύτερο και αέναο, παντοτινό περιεχόμενο δείχνοντάς του, βήμα βήμα, το μονοπάτι.
Παραδοσιακές διδασκαλίες, στις οποίες ο αναγνώστης ο οποίος προσελκύεται από την αληθινή πνευματικότητα οφείλει να στραφεί, με σκοπό να καταλάβει τι πραγματικά μία ‘‘πνευματική επιστήμη’’ είναι. Οι διδασκαλίες αυτές θα τον διδάξουν τη διαύγεια της καθαρής γνώσης, η οποία διαχωρίζεται από κάθε μορφή παραισθησιακής ‘‘μαντικής διαίσθησης και διορατικότητας’’ και η οποία συνδέεται με μία πνευματική κυριαρχία καθώς και με τη θέληση να σπάσει όχι μόνο τον ανθρώπινο δεσμό, αλλά και το δεσμό ο οποίος διαμορφώνεται από κάθε άλλο ‘‘κόσμο’’. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει μόνο να πολεμήσει ενάντια στον υλισμό, αλλά επίσης να αμυνθεί και να υπερασπιστεί του εαυτού του από τις παγίδες και τα θέλγητρα ενός ψεύτικου υπερνατουραλισμού. Η αντίσταση του αυτή θα είναι άκαμπτη και αποτελεσματική, μονάχα εάν είναι ικανός να επιστρέψει στο αρχικό σημείο της προέλευσης και της καταγωγής του, αφομοιώνοντας τις αρχαίες παραδόσεις και στη συνέχεια, βασιζόμενος πάνω στην άσκηση, να φέρει εις πέρας την αποστολή της επανεδραίωσης της προσωπικής του εσωτερικής κατάστασης. Γιατί μέσω αυτής, οι παραδόσεις αυτές θα αποκαλύψουν σε αυτόν το προσωπικό τους βαθύτερο και αέναο, παντοτινό περιεχόμενο δείχνοντάς του, βήμα βήμα, το μονοπάτι.
Σε ένα βιβλίο ορόσημο, σε μία χρονική περίοδο όπου η Ευρώπη βομβαρδίζεται ανελέητα από τις συμμαχικές δυνάμεις, στη καρδία του 2ου Παγκόσμιου πολέμου ο Εvola βρίσκει το σθένος να εκδώσει τη Διδασκαλία της Αφυπνίσεως, ένα βιβλίο δοκίμιο στον ασκητικό Βουδισμό. Ένα βιβλίο που όπως ο ίδιος είχε δηλώσει τον είχε βοηθήσει να ξεπεράσει νωρίτερα την προσωπική του εσωτερική κρίση ακριβώς μετά το τέλος του 1ου Παγκοσμίου πολέμου, τον προηγούμενο ευρωπαϊκό εμφύλιο όπως ο ίδιος ήθελε να αποκαλεί. Από τον ένα πόλεμο στον άλλο, από τη μία κρίση στην επόμενη, εν το μέσω ερειπίων ο Julius Evola υποδεικνύει το μονοπάτι το οποίο ο ίδιος πριν μερικά χρόνια είχε περπατήσει. Ένας ενεργός κώδικας ηθικής και πνευματικής αριστοκρατίας. Ένας ηρωικός τρόπος ζωής που απέναντι στις παθητικές θεωρήσεις των σύγχρονων θρησκειών, εκθειάζει και αντιπαραθέτει την άσκηση, τη πειθαρχία και το μοναχισμό. Ένα δύσβατο μονοπάτι αόρατο για την μεγάλη μάζα, απευθυνόμενο σε μία ελίτ ασκητών πνευματικής ευγένειας.
Aναλογίες ανάμεσα στη Βουδιστική άσκηση και το πολεμικό πνεύμα ενός αριστοκράτη ευγενή, ανάμεσα στις ιδιότητες ενός ασκητή και τις αρετές ενός πολεμιστή ή ενός ήρωα επαναλαμβάνονται συχνά στα αρχαία κείμενα της βουδιστικής διδασκαλίας. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις, ‘‘αγωνιζόμενος ασκητής με πολεμικό στέρνο’’, ‘‘προέλευση με βήματα πολεμιστή’’, ‘‘ήρωας, νικητής της μάχης’’, ‘‘ανώτατος θρίαμβος της μάχης’’, ‘‘ευνοϊκές συνθήκες για τη μάχη’’, ιδιότητες ενός ‘‘πολεμιστή που καθίσταται βασιλιάς, αντάξιος βασιλιά, με χαρακτηριστικά βασιλιά’’ αλλά και γνωμικά τέτοια όπως: ‘‘το να πεθάνεις στη μάχη είναι προτιμότερο από το να ζεις νικημένος’’. Όσο για την ‘‘αριστοκρατικότητα,’’ είναι άρρηκτα δεμένη εδώ με τη φιλοδοξία προς την υπερανθρώπινα εμπνευσμένη ελευθερία. ‘‘Σαν ταύρος, έχω σπάσει κάθε δεσμό’’ – λέει ο Βούδας, ευγενής και πρίγκιπας στη καταγωγή. Ο ίδιος αναφώνησε, ‘‘δεν υπηρετώ κανέναν άνθρωπο, δεν έχω ανάγκη να υπηρετήσω κάποιον άνθρωπο’’. Είμαι ‘‘ασκητής, αγνός, ο γνώστης, ελεύθερος, ηγεμόνας, ο καθένας είναι άρχοντας του εαυτού του, δεν υπάρχει κανένας άλλος άρχοντας, και με το να κυριεύσεις τον εαυτό σουθα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις.”, θα έχεις ένα αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις’’. θα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις.”
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον αναγνώστη των βουδιστικών κειμένων η αναφορά στο παραδοσιακό Ινδουιστικό καστικό σύστημα μαζί με το γεγονός ότι αυτοί οι οποίοι μια μέρα θα μπορούσαν να γίνουν αφυπνισμένοι, ποτέ δεν γεννιόντουσαν ανάμεσα σε μία χωρική, αγροτική ή δουλική κάστα αλλά ανάμεσα σε μία πολεμική ή Βραχμανική κάστα, δηλαδή ανάμεσα στις δύο πιο καθαρές και ύψιστες από τις κάστες των Αρίων. Πράγματι, με τις συνθήκες που τότε επικρατούσαν, η πολεμική κάστα, αυτή των ksatriya, λεγόταν να είναι η πιο ευνοημένη. Oι ksatriya αποτελούν τη δεύτερη ιεραρχικά κάστα (varna ) του Ινδουιστικού ταξικού συστήματος η οποία συμβολίζεται με το κόκκινο χρώμα. Πάνω από τους ksatriya είναι οι ιερείς και δάσκαλοι, η λευκή κάστα, γνωστοί ως Brahmins (Βραχμάνοι), ενώ τις δύο κατώτερες τάξεις αποτελούν αφενός οι Vaiśyas (αγρότες, έμποροι, τεχνίτες) και αφετέρου οι Sudras (εργάτες και δούλοι). Οι δύο αυτές τελευταίες κάστες αναφέρονται και ως καφέ και μαύρη varna αντίστοιχα. Επίσης, συχνά συναντάμε στα πρώτα κείμενα ένα σημείο όπου η διάκριση μεταξύ brāhman - της ‘‘ιερατικής’’ κάστας – και ksatram ή rājam – της πολεμικής ή βασιλικής-ηγεμονικής κάστας δεν υπήρχε. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό το οποίο το συναντάμε στα πολύ αρχικά στάδια όλων των παραδοσιακών πολιτισμών, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού, του Ρωμαϊκού και του Γερμανικού. Τα δύο είδη άρχισαν μονάχα να διαφέρουν σε μεταγενέστερη περίοδο, με αυτό να είναι μία άλλη άποψη της διαδικασίας οπισθοδρόμησης.
Σε επιβεβαίωση αυτού, είναι το γεγονός ότι η εγκαθίδρυση και η διάδοση του Βουδισμού ποτέ δεν προκάλεσε, σε μεταγενέστερους αιώνες, διάλυση του συστήματος των κάστεων – ακόμα και σήμερα στην Κεϋλάνη (γνωστή ως Σρι Λάνκα μετά το 1972) αυτό το σύστημα συνεχίζει ανενόχλητο πλάι-πλάι με τον Βουδισμό˙ ενώ στην Ιαπωνία ο Βουδισμός ζει σε αρμονία με τις ιεραρχικές, παραδοσιακές, εθνικές και πολεμικές ιδέες. Μονάχα σε συγκεκριμένες Δυτικές παρανοήσεις ο Βουδισμός – θεωρούμενος σε μεταγενέστερες και διεφθαρμένες μορφές – παρουσιάστηκε ως μία διδασκαλία συμπαντικής ευσπλαχνίας ενθαρρύνοντας φιλανθρωπισμό και δημοκρατική ισότητα.
Η αποκλειστικότητα της κάστας, της φυλής και της παράδοσης σε ένα ιεραρχικό σύστημα έχει ως αποτέλεσμα την ατομική κατοχή κληρονομικής προδιάθεσης για την προσωπική του ανάπτυξη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό εξασφαλίζει ένα οργανικό, θεμελιώδη και αρμονικό χαρακτήρα στην ανάπτυξή του, καθώς εναντιώνεται στις περιπτώσεις τις οποίες μια απόπειρα γίνεται για να φτάσει στο ίδιο σημείο με ένα είδος βίας, με το να ξεκινάει από μία φυσικά δυσμενή βάση. Στο παραπάνω πλαίσιο θα αναπτυχθούν οι πέντε αρετές του πολεμιστή, που κάθε μαθητής χρειάζεται να έχει.
Η saddhābala, η δύναμη της πίστης και της αυτοπεποίθησης αποτελεί τη μία από της πέντε αρετές του πολεμιστή η οποία συνήθως αναφέρεται και ως πρώτη στην σχετική βουδιστική βιβλιογραφία.
Δίπλα από την ‘‘αυτοπεποίθηση’’, ο πολεμιστής οφείλει να είναι προικισμένος με εκείνη τη ‘‘γνώση’’ και τη ‘‘σοφία’’, τη prajñā η οποία εμπεριέχει τις έννοιες της ενστικτώδους διαίσθησης και της εσωτερικής κατανόησης. Συχνά ο όρος prajñā ερμηνεύεται και γίνεται αντιληπτός ως διορατικότητα.
Τρίτον, κάποιος πρέπει να είναι γνήσιος, αυθεντικός, όχι ψεύτικος κι αναληθής καθώς και να είναι ικανός να καταστήσει τον εαυτό του γνωστό σύμφωνα με την αλήθεια για ότι αποτελεί αυτός για τον Δάσκαλό του και τους ευφυείς συμμαθητές του. Να έχει αγνή καρδιά, ελεύθερο εύπλαστο μυαλό – να είναι συμβολικά σαν ένα τέλειο λευκό ύφασμα το οποίο μπορεί εύκολα να βαφτεί με το επιθυμητό χρώμα χωρίς να φαίνονται ψεγάδια ή ατέλειες.
Τέταρτη έρχεται η viriya-bala η ανώτερη, πανίσχυρη φυσική και πνευματική θετική ενέργεια, η οποία συμβολίζει τη δύναμη της θελήσεως. Ο όρος viriya που προέρχεται από τη λατινική ρίζα ανήρ, χαρακτηρίζεται βαθιά από το ηρωικό στοιχείο ενώ συγχρόνως αντιμάχεται κάθε ευχαρίστηση του πόθου.
H πέμπτη αρετή του πολεμιστή προσεγγίζεται ως εξής: ‘‘να είναι σταθερός, ακλόνητος, σθεναρός, ρωμαλέος, ορθά στημένος, ούτε θλιμμένος ούτε εκστατικός, εναρμονισμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίσει τη μάχη’’. Η παρουσία τύφλωσης, κώφωσης ή της όποιας ανίατης ασθένειας ήταν, κατά τον κανόνα, ένας λόγος απαγόρευσης εισόδου στο τάγμα. Το να είσαι γηραιός, ασθενής ή άπορος αποτελεί ‘‘δυσμενή συνθήκη για τη μάχη’’. ‘‘Μανίες που υπερνικούνται με την αποφυγή΄΄ είναι ο τίτλος που δίνεται σε αυτές τις δυσοίωνες καταστάσεις που προκύπτουν σε κάποιον ο οποίος δεν παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για να αποφύγει τις φυσικές αναταραχές και δυσχέρειες που προκαλούνται από το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον Εvola και ύστερα από μία εκτενή ιστορική αναδρομή στις σχολές και τα κινήματα που ακολούθησαν τη βουδιστική διδασκαλία, οι κανόνες και τα ηθικά διδάγματα της ανδροπρέπειας και της αρρενωπότητας, του θάρρους και της γενναιότητας, του ελέγχου του νου, των ενστίκτων και της δράσης, καθώς και η περιφρόνηση τόσο για μία ήπια ζωή, χαμηλών τόνων όσο και για μία κενή πολυτέλεια ή χλιδή, όλα αυτά είναι στοιχεία του Μπουσίντο (Bushido), της ηθικής πολεμικής αριστοκρατίας των Σαμουράι. Αυτά μπορούν να βρεθούν σήμερα στη Ζεν άσκηση, ετούτη την ιδιαίτερη εσωτερική μορφή της Βουδιστικής διδασκαλίας η οποία με τη σειρά της απεκόμισε από τη Βουδιστική Διδασκαλία της Αφυπνίσεως την εδραίωση, την ολοκλήρωση και την υπερβατική βάση τον στοιχείων αυτών. Αυτή η αγνή μορφή βουδισμού, αναφέρεται από τον Ιταλό φιλόσοφο ως ‘‘η θρησκεία των Σαμουράι’’. Η προσέγγιση της αποστασιοποιείται κάθε θεωρητικής γνώσης ενώ συχνή είναι η βιωματική συνειδητοποίηση μέσω διαλογισμού ή κάποιας τέχνης όπως η καλλιγραφία, η ανθοκομία, η τελετή του τσαγιού, η ξιφασκία, ή η τοξοβολία κατά την εξάσκηση της οποίας οι ασκητές φτάνουν σε υψηλά επίπεδα υπερφυσικών δυνάμεων (iddhi). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα έφιππων τοξοβόλων οι οποίοι με τα μάτια δεμένα και χωρίς να γνωρίζουν που είναι ο στόχος πετυχαίνουν αυτόν δίχως να στοχεύουν, απλά αφήνοντας τη χορδή, ‘‘. . . όπως ένα μήλο πέφτει μόνο του από το δέντρο όταν ωριμάσει’’, ‘‘. . . όπως το χιόνι πέφτει μόνο του από τα φύλλα όταν αυτά βαρύνουν αρκετά’’.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
Το παραπάνω κείμενο συνέγραψε για το Ιστολόγιό μας και τους Έλληνες Εφιπποτοξότες ο μελετητής και μεταφραστής στην Ελληνική του Έργου του Ιταλού φιλοσόφου Julius Evola, Kωνσταντίνος Ν. Μαλεβίτης, δεινός Ιππέας, Τοξότης και αθλητής δρόμων μακρών αποστάσεων, αλλά και βαθύς συναντιλήπτωρ των Εβολιανών αγωνιών περί Πολέμου και μάχεσθαι. Διατηρεί την Ιστοσελίδα της Ελληνικής Εβολιανής Κοινότητος και έχει, παραλλήλως, δημοσιεύσει ένα "Εννοιολογικό Λεξικό Βουδιστικών και Ανατολικών Παραδοσιακών Όρων" με το οποίο ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ανατολική Παράδοση.
Για τον μεγάλο φιλόσοφο και το Έργο του
αντλούμε από το Ιστολόγιο "ΠΑΝΤΑΧΟΥ"
ένα εξαιρετικό κείμενο το οποίο φωτίζει,
όχι απλώς ένα Πρόσωπο και μια ιστορική Περίοδο,
αλλά έναν τρόπο Σκέψεως
αντάξιο του Ήρωος Πολεμιστού
τον οποίο έχει ανάγκη ο Κόσμος μας,
ειδικώς τούτη την εποχή της παρακμής των Αξιών!
ένα εξαιρετικό κείμενο το οποίο φωτίζει,
όχι απλώς ένα Πρόσωπο και μια ιστορική Περίοδο,
αλλά έναν τρόπο Σκέψεως
αντάξιο του Ήρωος Πολεμιστού
τον οποίο έχει ανάγκη ο Κόσμος μας,
ειδικώς τούτη την εποχή της παρακμής των Αξιών!
«Πρέπει να ληφθεί υπόψη τούτος ο περιορισμός: Ότι πρόκειται να πώ, δεν αφορά στο συνηθισμένο άνθρωπο των ημερών μας! Αντίθετα έχω κατά νου τον άνθρωπο που ενώ έχει εμπλακεί με το σημερινό κόσμο, ακόμη και στα πιό προβληματικά και παροξυσμικά σημεία του, ενδόμυχα δεν ανήκει σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ούτε θα ενδώσει σ’ αυτόν. Ουσιαστικά αισθάνεται τον εαυτό του ν’ ανήκει σε μια διαφορετική φυλή απ’ αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων του»
«Ιππεύοντας την τίγρη» - 1961
Ο πολυμαθής Βαρώνος Ιούλιος Καίσαρας Ανδρέας Έβολα (Baron Giulio Cesare Andrea Evola), γεννήθηκε στη Ρώμη από μιά Σικελική οικογένεια ευγενών στις 19/5/1898 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 11/6/1974. Όπως θα παραδεχθεί ο ίδιος μέσα από τα κείμενά του, οι πολιτικές, κοσμοθεωρητικές και φιλοσοφικές του θέσεις διαμορφώνονται κυρίως υπό την επίδραση τεσσάρων πνευματικών δημιουργών: του Φρειδερίκου Νίτσε, προφήτη του υπερανθρώπου και της νέας αριστοκρατίας, του Όττο Βάϊνινγκερ εμπνευστή της ιδέας της ανδρείας υπό το πρίσμα της μεταφυσικής, του θεμελιωτή της «φιλοσοφίας της ιστορίας» Τζιαμπατίστα Βίκο, αλλά και του Κάρλο Μικελστέτερ του τραγικού τελειοθήρα αυτόχειρα, αναζητητή του Απολύτου και κήρυκα της συνειδητής αφοβίας.
Η αναζήτηση του Απολύτου τον οδηγεί στην ανάγκη να εξερευνήσει και ν’ ανακαλύψει μέσα στο Εγώ, την αληθή Φύση, την συνεκτική ύπατη Αρχή και τον καθολικό Νόμο. Την εποχή εκείνη δημοσιεύονται τα πρώιμα έργα του: «Δοκίμια περί του μαγικού ιδεαλισμού» και η «Θεωρία του απολύτου ατόμου». Τα κείμενά του αυτά έχουν ως εμφανή κοινή τους αφετηρία, τα διαχρονικά διδάγματα του Γερμανικού Ιδεαλισμού.
Ο Έβολα ξεκίνησε επίσης να μελετά συστηματικά μυστικισμό και μεταφυσική. Διαπίστωσε την ύπαρξη μιάς κοινής πραγματικότητας στις μυστικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης και στα 1927 ίδρυσε την δική του μαγική τάξη, την ομάδα της «Ρωμαϊκής Παγκοσμιότητας» [Grupo per la Universalita Romana – (Gr)UR].
Μετά την κατάληψη της εξουσίας το 1922, με την πάροδο των ετών το φασιστικό καθεστώς καθίσταται παντοδύναμο. Ο Έβολα αρνείται διακριτικά αλλά και επίμονα την ταυτότητα του κόμματος, όμως συνεχίζει να τάσσεται ανεπιφύλαχτα υπέρ της αναγκαιότητας της «Εθνικής Επανάστασης» του Οκτωβρίου. Συνεργάζεται με τον Ρομπέρτο Φαρινάτσι στο περιοδικό «Φασιστικό Καθεστώς» («Regime Fascista»), από το 1934 έως το 1943, αναπτύσσει πολύ στενές σχέσεις με τα μέλη του πρωσικού Herrenklub, δείχνει ενθουσιώδες ενδιαφέρον και παρακολουθεί από κοντά την ανάπτυξη των SS, που όπως έγινε γνωστό προορίζονται να δημιουργήσουν την πνευματική και βιολογική elite του Τρίτου Ράϊχ.
Στα 1934 κυκλοφορεί το σπουδαιότερο από τα έργα του, με τίτλο «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο».Μέσα από τις σελίδες του έργου παρουσιάζεται προφητικά η αναπόφευκτη επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ του «Παραδοσιακού» και του «Σύγχρονου» κόσμου. «Στο συμπαντικό χάος για μια φορά ακόμα αντιπαρατίθεται η κοσμική τάξη. Η κυριαρχία των μαζών και η ηγεμονία της οικονομίας συγκρούονται μ’ εκείνες τις φωτεινές και ηρωϊκές αξίες που είναι ακόμη σε θέση να εντοπίσουν, να κατανοήσουν και να καθοδηγήσουν την σκοτεινή ουσία του όχλου».
Το 1936 εκδίδεται το έργο του «Τρεις Απόψεις του Εβραϊκού Προβλήματος». Ακολουθεί το 1938 «Ο Μύθος του Αίματος», ενώ το 1941 εκδίδεται η «Σύνθεση του Δόγματος της Φυλής».
Αν και γεννημένος καθολικός, o Έβολα βρέθηκε σε μόνιμη και βαθειά διαφωνία με το φασιστικό καθεστώς γιά την πολιτειακή συμφωνία με το Βατικανό, αλλά ακόμη και σ’ ό,τι διαπίστωσε στην μαζική, προλεταριακή φύση του φασισμού, τον οποίο θεώρησε ως πλήρως δημοκρατικό σύστημα. Ναι μεν δομημένο σε μιαν αρτιότερη πολιτειακή μορφή απ’ ότι το «γερασμένο μασσωνοδημοκρατικό καθεστώς», αλλά στην πραγματικότητα ανάλογου δημοκρατικού χαρακτήρα. Η άποψη ζωής του Έβολα υπήρξε πάντα αριστοκρατική, μόνον δε εκλεκτικά και περιστασιακά συγκλίνουσα με ορισμένες πτυχές του φασισμού.
Επίσης ο μεγάλος διανοητής βρισκόταν σε ισχυρή διαφωνία με τον «συλλογικό φυλετισμό» της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, καθώς θεωρούσε αυτόν τον ατελή φυλετισμό, νηπιακό, ελειμματικό και απλοϊκό. Παρά την σχετική του επιφύλαξη ο Έβολα έλπιζε να βρεί «κοινό τόπο» με τα πιό ακραία παγανιστικά στοιχεία του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους και της εθνικοσοσιαλιστικής διανόησης και πραγματοποίησε μιαν ευρεία σειρά διαλέξεων στο γερμανικό Ράϊχ. Απώτερος στόχος του ήταν να καθιερώσει μια «διεθνή αδελφότητα ιπποτών, οι οποίοι θα αποκαθιστούσαν την Παράδοση και την Ιπποσύνη». Ο Έβολα απέκτησε μιαν αληθινή ελπίδα γιά το μέλλον, διαπιστώνοντας ότι τα SS μπορούσαν πράγματι ν’ αποτελέσουν μιά τέτοια νέα ευρωπαϊκή ιπποσύνη. Εντούτοις, ο σύμβουλος του Ράϊχσφύρερ των SS Χίμμλερ γιά τα «Εσωτερικά και Πνευματικά θέματα», ο μυστικιστής Ταξίαρχος των SS Καρλ Μαρία Βίλιγκουτ, για κάποιον αδήλωτο λόγο, τερμάτισε τις διαλέξεις του Έβολα στις σχολές αξιωματικών των SS. Μια αναφορά του Βίλιγκουτ προς το προσωπικό επιτελείο του Χίμμλερ το 1938 συνοψίζει περιληπτικά τις επιδιώξεις και τις ιδέες του Έβολα εκείνη την περίοδο : «Ο μοναδικός απώτατος και μυστικός σκοπός των θεωριών και προγραμμάτων του Έβολα είναι πιθανότατα μια εξέγερση της παλαιάς αριστοκρατίας ενάντια στο σύγχρονο κόσμο… Γενικά ο χαρακτήρας του σφραγίζεται από την παλαιά φεουδαρχική αριστοκρατία».
Αμέσως μετά την πτώση του φασισμού και την ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943), ο Έβολα καταφεύγει στην Γερμανία και συμμετέχει στις προσπάθειες για την δημιουργία μιας νέας φασιστικής κυβέρνησης στην ελεύθερη ακόμα Ιταλία του Βορρά. Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει να εργάζεται ως ερευνητής της δομής της μασσωνίας στην Εταιρεία Μελετών των SS «Κληρονομιά των Προγόνων», στην Βιέννη, όπου συνηθίζει να διεξάγει περιπάτους κατά την διάρκεια των συμμαχικών βομβαρδισμών γιά να «σταθμίσει το πεπρωμένο του», όπως έλεγε χαμογελώντας στους έκπληκτους Γερμανούς που τον παρακαλούσαν να καλυφθεί στο καταφύγιο. Έτσι θα καταλήξει βαριά τραυματισμένος εξ αιτίας ενός σοβιετικού βομβαρδισμού, όταν ένα θραύσμα οβίδας του συντρίβει τον νωτιαίο μυελό, αφήνοντάς τον έκτοτε παραπληγικό μέχρι το τέλος του.
Η επιστροφή του στην Ιταλία γίνεται δεκτή μέσα σε κλίμα απόλυτα εχθρικό. Η νεαρή μεταπολεμική ιταλική δημοκρατία των σπεκουλαδόρων και των μαφιόζων εύλογα φοβάται την δυναμική παρουσία του φιλοσόφου-δασκάλου. Στα 1951 το μεταπολεμικό κράτος τον σύρει σε δίκη από τον Ιούνιο έως το Νοέμβριο, κατηγορώντας τον ότι τα βιβλία του «εξυμνούν τον φασισμό και προτρέπουν τους νέους να επαναστατήσουν εναντίον της νέας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων, σχηματίζοντας μυστικές μάχιμες ομάδες», οπότε τον φυλακίζει τελικά γιά «έγκλημα γνώμης».
Μετά την αποφυλάκισή του υπήρξε διαφωτιστής και οικοδεσπότης μιάς ολόκληρης γενιάς ακτιβιστών που τον προσφωνούσαν τιμητικά «maestro» Ο Έβολα διακήρυξε την ανάγκη ενός «αναρχισμού της δεξιάς», γιά «να αποδιοργανωθεί, να διαρραγεί και να καταλυθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων» και ενέπνευσε την ηγεσία πολλών εθνικοεπαναστατικών ομάδων στην Ιταλία, καθώς και πολιτικών κομμάτων, όπως το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα και η αμερικανική Εθνική Συμμαχία.
Μελετήθηκε με λεπτομερή σπουδή από μιά νέα γενιά «εθνικοεπαναστατών» στην Ιταλία, οι οποίοι αναζητούσαν μιαν εναλλακτική λύση απέναντι στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και στον κομμουνισμό, μιά λύση που θα υπερέβαινε αυτήν που οι ίδιοι θεώρησαν ξεπερασμένη, δηλ.. τον φασισμό των πατεράδων και των παππούδων τους. Ανάλογη ήταν η απήχησή του στους ομοϊδεάτες τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτοί οι νεολαίοι των δεκαετιών ’60 – ’80 επεδίωκαν να καταστούν η επαναστατική πρωτοπορεία, οι «πολιτικοί στρατιώτες» όπως έγραψε ο Έβολα, που θα αναδυόντουσαν από το ιστορικό γίγνεσθαι γιά να εξεγερθούν ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, «δρώντας σ’ ένα εξυψωμένο πνευματικό επίπεδο».
Σύμφωνα με την στερνή του επιθυμία οι στάχτες της σορού του αποτέθηκαν σε μιά λαξεμένη τεφροδόχο, στα σπλάχνα του παγετώνα στο ορεινό συγκρότημα Μόντε Ρόζα των Ιταλικών Άλπεων.
Εως και σήμερα οι θεωρητικοί της «Νέας Δεξιάς» από την Γαλλία έως την Ρωσία, τον μελετούν, τον εγκωμιάζουν και τον υμνούν. Τα γραπτά του μετά το αιφνίδιο ξέσπασμα του ενδιαφέροντος γιά την εναλλακτική πνευματικότητα παρακίνησαν πολλούς να τα διαβάσουν, οι οποίοι αλλοιώτικα δεν θα σκεφτόντουσαν ή δεν θα τολμούσαν να διαβάσουν έργα με ιδέες που ενέχουν τέτοιες πολιτικές συνεκδοχές.
Ο αναλυτής των αντιδημοκρατικών – αντιμαρξιστικών ιδεών Φράνκο Φερραρέζι γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Οι απειλές κατά της δημοκρατίας – Η μεταπολεμική ριζοσπαστική δεξιά στην Ιταλία»: «Η σκέψη του Έβολα μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα ριζoσπαστικότερα και συνεπέστερα αντιεξισωτικά, αντιφιλελεύθερα, αντιδημοκρατικά και αντιλαϊκιστικά συστήματα στον 20ο αιώνα»
Γιά τον Έβολα τα θεμέλια της ζωής αποτελούν μιαν αντανάκλαση του μεταφυσικού, όπως ακριβώς εκφράζεται στο κρυπτικό ρητό του Ερμή του Τρισμέγιστου στην εισαγωγή του «Σμαράγδινου πίνακα»: «όπως επάνω, το ίδιο και κάτω».[1]
Ενστερνιζόμενος την κυκλική ανέλιξη της ιστορίας του Όσβαλντ Σπένγκλερ (του οποίου υπήρξε ο πρώτος και κύριος μεταφραστής στα ιταλικά), ο Έβολα μελέτησε τους κυκλικούς νόμους της Ιστορίας, τους οποίους ακολούθησε η τροχιά όλων των παραδοσιακών πολιτισμών, από την βεδική Ινδία και την Σκανδιναβία της Έντα, μέχρι την κλασική Ελλάδα.
Το ιδεώδες του Έβολα γιά τον Ευρωπαϊκό – «Δυτικό» πολιτισμό, μπορεί να ειδωθεί ως μιά επάνοδος, μια επιστροφή στην γιβελλινική περίοδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αντισυλλογικό δόγμα του, (που απορρίπτει με σφοδρότητα κάθε ενδεχόμενη «αγελαία» πτυχή του ανθρώπου), εφαρμοσμένο στην φυλετική θεωρία του, προξένησε τριβές όχι μόνο με τους εθνικοσοσιαλιστές διανοούμενους, αλλά επίσης και με ορισμένα στοιχεία του φασιστικού κόμματος, παρά το ότι ο Μουσσολίνι προτιμούσε σαφώς το φυλετικό δόγμα του Έβολα σε σχέση με την αντίστοιχη εκδοχή γερμανικής επιρροής.
Ο Έβολα συλλαμβάνει την έννοια της φυλής σε τρία επίπεδα: η σωματική φυλή, στο βιολογικό επίπεδο με τα ανατομικά και λειτουργικά του χαρακτηριστικά – η ψυχική φυλή, στο ψυχολογικό επίπεδο (χαρακτήρας) – η πνευματική φυλή, στο πνευματικό επίπεδο (θρησκευτική στάση: οι θρησκευτικές απόψεις και θέσεις, η ευρύτερη μεταφυσική αντιμετώπιση και θεώρηση των ανθρώπινων, πλανητικών και συμπαντικών δρωμένων και πραγμάτων, καθώς και η επαγόμενη από αυτές υφή των συνακόλουθων κανονιστικών ηθικών πλαισίων του συνολικού θρησκευτικού μορφώματος).
Ο Έβολα επιδίωξε να ξεκαθαρίσει οριστικά και με σαφήνεια την στάση του απέναντι στο φυλετικό ζήτημα σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό «Ιταλική ζωή» (Vita Italiana) το 1942, με τίτλο «Η παρανόηση του επιστημονικού φυλετισμού»: «Θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε πως γιά μάς πνεύμα δεν σημαίνει ούτε επιπόλαιη κι’ αστόχαστη φιλοσοφία ή θεοσοφία, ούτε μυστικιστική λατρευτική απόσυρση από τον κόσμο. Είναι αυτό το πνεύμα, το οποίο σε καλύτερες εποχές οι ευγενείς άνθρωποι απέδιδαν στην φυλή και το οποίο συνίσταται από ευθύτητα, εσωτερική ενότητα, χαρακτήρα, αξιοπρέπεια, ανδροπρέπεια και άμεση ευαισθησία γιά όλες εκείνες τις αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του ανθρώπινου μεγαλείου και οι οποίες επειδή υπερβαίνουν κατά πολύ την συμπτωματική πραγματικότητα, κυριαρχούν πάνω της. Επομένως την τρέχουσα έννοια της φυλής, που διαφέρει από την προαναφερόμενη όντας ένα κατασκεύασμα της «επιστήμης» κι ένα έκθεμα από το ανθρωπολογικό μουσείο, την αφήνουμε στην ψευτοδιανοούμενη αστική τάξη, που συνεχίζει να δείχνει ανεκτικότητα και να ενδίδει στα είδωλα του θετικισμού του 19ου αιώνα»
Η «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ» ΤΟΥ ΕΒΟΛΑ
Γιά τον Έβολα, όλοι οι παραδοσιακοί πολιτισμοί βασίζονται σε πνευματικές ενατενίσεις που δημιουργούν και μορφοποιούν υλικές και έμπρακτες φιλοδοξίες, βλέψεις και προσδοκίες. ‘Ενα τέτοιο ιστορικό χαρακτηριστικό στο οποίο αναγνωρίζουμε ένα σαφές ίχνος, ένα υπόλειμμα αυτής της κοσμοαντίληψης, αφορά στο «ελέω θεού δικαίωμα των βασιλέων», που δέχεται ως κυρίαρχη την πνευματική διάσταση της ζωής. Ως εκ τούτου οι κάστες μιας παραδοσιακής κοινωνίας είναι βασισμένες σε μια κοσμική θεία τάξη. Κάθε υπονόμευση αυτής της κοσμικής πνευματικής τάξης εισάγει μια νέα εποχή χάους, την Κάλι Γιούγκα (Kali Yuga) [2] της ινδικής μυθολογίας, την σκοτεινή – δαιμονική περίοδο του γίγνεσθαι, την οποία γνώριζαν και κατέγραψαν όλοι οι παραδοσιακοί πολιτισμοί.
Στήν ένθεη κοσμική τάξη, ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας «ως εκδήλωση του Θεού», είναι όχι μόνον ο πολιτικός κυβερνήτης, αλλά ακόμη πιο σημαντικά, είναι ο ιερατικός κυβερνήτης, ο οποίος έχει το ύψιστο ιερό καθήκον να ανταποκριθεί στις πνευματικές ανησυχίες των υπηκόων του, ώστε να μην επιστρέψουν «οι δυνάμεις του χάους». Επιπλέον, για την κάστα των πολεμιστών, το κύριο καθήκον ήταν όχι μόνο αυτό του στρατιώτη υπό την παρούσα έννοια, αλλά ενός πολεμιστή με κοσμική διάσταση, που είναι σε θέση να αποκαθιστά την κεντρική εστίαση στον κορμό ενός πολιτισμού και να τον περισώζει από της δυνάμεις της διάλυσης. Οι Ινδοί αναφέρονται χαρακτηριστικά στο στοιχείο αυτό ως κοσμικό καθήκον, ως «ντάρμα», καθήκον του κοσμικού νόμου γιά την κάστα των πολεμιστών (Ksatriyas), στο μνημειώδες «Τραγούδι του Ευλογημένου Κυρίου» (Bhagavad Gita), που αποτελεί μέρος του αθάνατου σανσκριτικού έπους Μαχαμπαράτα. Ανάλογο ιαπωνικό ιστορικό τους ισοδύναμο υπήρξαν οι σαμουράϊ, ακριβώς όπως αντίστοιχα ο ιαπωνικός πολιτισμός είχε ως άξονά του τον «θεϊκό αυτοκράτορα». Όλοι εκεινοι «οι πολιτισμοί που υπέκυψαν στις αντιπαραδοσιακές ή χαοτικές δυνάμεις αργά ή γρήγορα θα παρακμάσουν», όπως ο ιαπωνικός πολιτισμός, του οποίου ο αυτοκράτορας αποκήρυξε την θεία φύση του, την «θειότητά» του, κατ΄ εντολήν των Αμερικανών μετά την ήττα της Ιαπωνίας στον Β’ Μεγάλο Πόλεμο.
Η κυκλική άποψη του Έβολα γιά το ιστορικό γίγνεσθαι, την οποία αποκαλεί «μεταφυσική της ιστορίας», απορρίπτει την ιστορική προοπτική «κατ' ευθείαν» γραμμή, αυτή την «προοδευτική» σύλληψη της Ιστορίας που εννοεί την ιστορία ως συνεχή ανερχόμενη γραμμή, από το πρωτόγονο στο «σύγχρονο». Όπως ο Σπέγκλερ, έτσι και ο Έβολα διαπιστώνει πως οι πολιτισμοί διέρχονται από τους ίδιους κύκλους της γέννησης, της άνθησης και της αποσύνθεσης. Δεδομένου ότι θεωρεί τον πολιτισμό ως μια εκδήλωση του υπερφυσικού, εκφράζει ως θεμελιακή παραδοχή ότι κάθε πολιτισμός ιδρύθηκε στηριγμένος σε έναν γεννήτορα κεντρικό μύθο. Όσο περισσότερο ένας πολιτισμός απομακρύνεται από τον ιδρυτικό - θεμελιώδη μύθο του, άσχετα με το πόσο πολύ έχει προοδεύσει υλικά, διολισθαίνει περαιτέρω στο χάος, όπως ο τρέχων κύκλος του Ευρωπαϊκού – «Δυτικού» πολιτισμού μας.
Εντρυφώντας στην κυκλική αντίληψη της ιστορίας του Έβολα, είναι πολύ πιθανό ο μελετητής να θυμηθεί το ποίημα του μεγάλου Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέϊτς «Ο δεύτερος ερχομός». Μπορεί αβίαστα να ειπωθεί πως το ποίημα αυτό του αγγλόφωνου Ιρλανδού, εμπεριέχει την προσέγγιση του Έβολα γιά τους κύκλους της Ιστορίας: «Ματαγυρνώντας στη δίνη που διευρύνεται. Το γεράκι ν’ ακούσει δεν μπορεί τον γερακάρη, τα πράγματα διαλύονται, το κέντρο να βαστάξει δεν μπορεί. Σκέτη αναρχία είναι ξαμολυμένη πάνω στον κόσμο ...»
ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
Στην ιστορική μεταφυσική του Έβολα κάθε πολιτισμός έχει έναν άξονα, στον οποίο όλα εστιάζονται και γύρω από τον οποίο όλα περιστρέφονται, αυτός δε ο άξονας στους παραδοσιακούς πολιτισμούς είναι ο ιερέας-βασιλιάς, που ενσαρκώνει την θεϊκή τάξη, αποτελώντας την κορυφή στην πυραμιδωτή ιεραρχία της κάστας. Μπορούμε απλά να θεωρήσουμε τις παρούσες κοινωνικές «τάξεις» αυτού του ετοιμοθάνατου «Δυτικού» σύγχρονου πολιτισμικού κύκλου, ως τις πλέον εκφυλισμένες αντανακλάσεις των παλαιών καστών, βασισμένες εξ ολοκλήρου στα οικονομικά και στερημένες ολότελα από κάθε πνευματικό περιεχόμενο. Στην πυραμιδωτή ιεραρχία των παραδοσιακών πολιτισμών ο βασιλιάς χρησιμεύει ως μια «γέφυρα» ή όπως τον αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι ως «Μέγας Γεφυροποιός» (Pontifex Maximus), μεταξύ των ανθρώπων και της αιώνιας θείας τάξης. Όλα τα άλλα συστατικά και δρώμενα στον παραδοσιακό πολιτισμό προέρχονται από αυτήν την κοσμική αρχή: η κάστα, ο νόμος, ο πόλεμος, η θρησκεία και η πολιτειακή έκφανσή του, η αυτοκρατορία.
«…Η αυτοκρατορία, που σ’ αυτό το πλαίσιο κατανοείται ως μία απεικόνιση του ουράνιου βασιλείου, παραχωρείται και προκαθορίζεται από τον θεό. Στην αυτοκρατορία ο γήινος ηγεμόνας (ο βασιλεύς- αυτοκράτωρ) (ελληνικά στο κείμενο) είναι ο ίδιος μία απεικόνιση του άρχοντα του σύμπαντος. Ως άρχοντας, ο ίδιος ο ηγεμόνας είναι μόνος και χωρίς δεύτερο. Εξασκεί τον έλεγχο και στην εγκόσμια και στην πνευματική επικράτεια και το επίσημο δικαίωμα του είναι παγκόσμιο. Αυτό το δικαίωμα επεκτείνεται ακόμα και σε λαούς που έχουν μιάν αυτόνομη κυβέρνηση και οι οποίοι δεν υπάγονται άμεσα στην πραγματική αυτοκρατορική εξουσία (κάθε τέτοια εξουσία θεωρείται «βαρβαρική» και «όχι σύμφωνη με το δίκαιο» εφόσον έχει απλά ένα φυσιοκρατικό υπόβαθρο). Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας είναι οι Ρωμαίοι (ελληνικά στο κείμενο), όχι πλέον με μιαν ηθική και νομική έννοια, αλλά με την έννοια ενός ανώτερου τίτλου και χρίσματος, εφόσον ζουν στην ειρήνη την οποία εγγυάται ένας νόμος που αποτελεί απεικόνιση του θεϊκού νόμου.»
Γράφοντας την «Εξέγερση ενάντια στο σύγχρονο κόσμο», ο Έβολα εξηγεί: «Προκειμένου να γίνουν κατανοητά και το πνεύμα της παράδοσης, αλλά και η αντίθεσή του που είναι ο σύγχρονος πολιτισμός, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε με το θεμελιώδες δόγμα των δύο φύσεων. Σύμφωνα μ’ αυτό το δόγμα υπάρχει μια φυσική τάξη των πραγμάτων και μια μεταφυσική: υπάρχει μια θνητή και μιά αθάνατη φύση, υπάρχει η ανώτερη σφαίρα του “είναι” και η κατώτερη σφαίρα του “γίγνεσθαι”». Κατά γενικήν ομολογία, υπάρχει μια ορατή και απτή διάσταση, αλλά πριν και πέρα απ’ αυτήν, υπάρχει επιπλέον μια αόρατη και άϋλη διάσταση, η οποία είναι το στήριγμα, η πηγή και η αληθινή ζωή της προηγούμενης. «Οπουδήποτε στον κόσμο της παράδοσης, και στην «Ανατολή» και στην «Δύση», με τη μιά ή με την άλλη μορφή, αυτή η γνώση (όχι μόνο μια απλή «θεωρία») είναι πάντα παρούσες, ως ένας ακλόνητος άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκαν όλα».
Αυτός ο άξονας, η κεντρική εστία γύρω από την οποία περιστρέφεται ένας παραδοσιακός πολιτισμός συμβολίζεται στον «τροχό». Ο «παγκόσμιος βασιλιάς» της ινδικής κοσμολογίας αποκαλείται «κύριος» ή «στροφέας» του «τροχού». Οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτό το κεντρικό σύμβολο «τροχό της γένεσης» ή «τροχό της μοίρας», με το ακίνητο κέντρο του να συμβολίζει την πνευματική σταθερότητα. Ο Ινδός παγκόσμιος κύριος αποκαλείται επίσης «Κύριος του Νόμου» ή «Ο Κύριος του Τροχού του Νόμου». Στην ανατολή, το αξονικό σύμβολο αντιπροσωπεύεται από το εσωτεριστικό σύμβολο της «μάνταλα» (mandala) (σανσκριτικά: «περι-ουσία» ή «κτησι-ουσία» κι επίσης «αποπεράτωση»), ενός κλιμακωτά μορφοποιούμενου συγκεντρικού διαγράμματος, με πνευματική και τελετουργική σημασία στον Ινδουϊσμό και τον Βουδισμό. Μπορούμε επίσης να το παρατηρήσουμε συχνά μεταξύ των δυτικών πολιτισμών, στις ποικίλης μορφολογίας σβάστικες (γαμμάδια – τετρασκέλια - αγκυλωτούς σταυρούς) και στους ηλιακούς τροχούς.
ΤΟ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΓΙΟ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ»
Άλλα σύμβολα της πνευματικότητας του παραδοσιακού πολιτισμού περιλαμβάνουν το μύθο του «Άγιου Δισκοπότηρου» (Grail ή Graal) και το Όρος.
Ο Έβολα υπήρξε ένας έμπειρος και καταξιωμένος ορειβάτης.Το βιβλίο του «Διαλογισμοί πάνω στις κορυφές - Η ορειβασία ως μεταφορά για την Πνευματική Αναζήτηση», είναι μια σειρά άρθρων που συγχωνεύθηκαν με την άδεια του το 1973, από ποικίλα σχετικά έργα του που γράφτηκαν μεταξύ 1930 και 1942. Η στάση του απέναντι στα βουνά μπορεί να συνοψιστεί στο απόσπασμα που χρησιμοποιεί από τον Νίτσε: «Πολλά μέτρα επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας - αλλά πόσο περισσότερο επάνω από τους συνηθισμένους ανθρώπους». Ο Έβολα απέρριπτε την ρομαντική και λυρική τοποθέτηση της αστικής τάξης προς τα βουνά, τοποθετήσεις που υπερίσχυσαν στο 19ο αιώνα, καθώς επίσης και την μονοδιάστατη αντίληψη της ορειβασίας ως απλής αθλητικής δραστηριότητας, παράγμα το οποίο χαρακτήριζε «χαρακτηριστικά αμερικανικό». Θεωρούσε την ορειβασία ως μιάν αριστοκρατική αναζήτηση, κατάλληλη να οδηγήσει τον ορειβάτη - αναρριχητή πέρα από τις μάζες και την υλιστική κοινωνία, με μιά νιτσεϊκού τύπου αυτο - υπέρβαση.
Μία αναζήτηση που απαιτεί αυτοπειθαρχία και θέληση, οι οποίες προσεγγίζουν μια ψυχοσωματική και πνευματική κατάσταση ανάλογη με την επιδιωκόμενη από τους ανατολικούς και δυτικούς μυστικιστές. Το ίδιο το όρος είναι φυσικό σύμβολο του άξονα μεταξύ γήινου και θείου. Ο ‘Εβολα αναφέρει αυτήν την πνευματική άποψη περί του όρους, ως ενυπάρχουσα σε τόσο διαφορετικούς και απόμακρους πολιτισμούς όπως ο προκολομβιανός νοτιοαμερικανικός, ο γερμανικός, ο ρωμαϊκός, ο ινδικός, ο θιβετιανός, και αυτός της γοτθικής περιόδου με την παράδοση του Καρλομάγνου και του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα, που κοιμούνται μέσα στο όρος, έτοιμοι να εγερθούν και να αποκαταστήσουν την τάξη στα βασίλειά τους. Τα επιβλητικά βουνά υπήρξαν στους παραδοσιακούς πολιτισμούς το ενδιαίτημα των Θεών. Ο καθένας μας σκέφτεται αυτόματα τον Όλυμπο κι αμέσως αναδύεται ο όρος Ολύμπιος, που αποδίδεται στους Θεούς και στις ενέργειες των ηρώων που αγωνίζονται να ανέλθουν πάνω από τα γήινα όρια.
Το μυστήριο του Άγιου Δισκοπότηρου υπήρξε αρχικά αντικείμενο ενός αυτοτελούς παραρτήματος της «Εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο», στην έκδοση του 1934. Ο Έβολα αναζήτησε επίμονα τις προχριστιανικές - παγανιστικές καταβολές του θρύλου του Δισκοπότηρου, του οποίου την ταυτότητα αναγνώρισε και προσδιόρισε τελικά ως «βασιλικό αίμα» («Sang real»). Αυτός ο μύθος της Αναζήτησης του Δισκοπότηρου είναι επίσης αντιπροσωπευτικός του ηρωικού ανθρώπου, που με άκαμπτη κι ακάματη ορμή, αλλά και ακλόνητο θάρρος υπερβαίνει τα άχαρα, κοινότοπα και ανιαρά όρια, τις αντιξοότητες, τους περιορισμούς, τις δυσχέρειες και τα εμπόδια, γιατί μόνον ο άξιος ιππότης είναι σε θέσει να φθάσει στο Άγιο Δισκοπότηρο. Ο θρύλος αυτός επικεντρώνεται επίσης στο σύμβολο του νεκρού, τραυματία ή κοιμώμενου βασιλιά, του οποίου το βασίλειο κείτεται σε ερείπια εξ αιτίας της απώλειας της πίστης ή της απομάκρυνσης από την ιερή παράδοση. Ο ιππότης που επιτυγχάνει στην Αναζήτηση, υφιστάμενος προηγουμένως πολυάριθμες δοκιμασίες, αποκαθιστά την υγεία του βασιλιά (ή λαμβάνει ο ίδιος τον βασιλικό χιτώνα) και επανιδρύει το βασίλειο. Ο βρεττανικός θρύλος του βασιλιά Αρθούρου αποτελεί διεθνώς την πιό γνωστή παραλλαγή αυτού του μύθου. Ο άρχοντας κοιμάται μα θα επιστρέψει σωτήρας όταν η Αλβιών βρεθεί μπροστά στον χαμό. Παρόμοια ο Γιβελλίνος αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα σύμφωνα με τον θρύλο κοιμάται στα βάθη της οροσειράς Χαρτς και θα ξυπνήσει γιά να ηγηθεί της Γερμανίας στην πιό σκοτεινή ώρα της, όπως ο στερνός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» της λαϊκής παράδοσης θα ξαναζωντανέψει για να διώξει τους αλλόφυλους τυράννους.
Ο Έβολα θεωρεί την μεσαιωνική γιβελλινική πνευματική καλλιέργεια και τα πολιτιστικά της θέσμια, ως την κορυφαία απόληξη, ως το «απόγειο», του «Δυτικού» πολιτισμού. Στην μεσαιωνική περίοδο η γερμανική αυτοκρατορική γενεά των Χοενστάουφεν αντιπροσώπευε τους Γιβελλίνους σε αντίθεση με τον παπισμό. Το αποτέλεσμα στην Ιταλία, όπου η παπική μερίδα αντιπροσωπεύθηκε από πλούσιους γαιοκτήμονες κι εμπόρους, ήταν ένας σφοδρός κι ανηλεής αγώνας μεταξύ των δύο διεκδικητών της εξουσίας. Μετά την εξαφάνιση της γιβελλινικής γραμμής διαδοχής το 1268, ο «γιβελλινισμός» ως πολιτική θεώρηση κατέληξε να συμβολίζει την νοσταλγία γιά την επάνοδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είχε σχεδόν επιτύχει την ευρωπαϊκή ενότητα.
Ο μύθος του «Άγιου Δισκοπότηρου» κατά τον Έβολα έχει απόλυτα ενσωματωθεί στον πυρήνα της γιβελλινικής παράδοσης. Συνεχίζεται ως μιά προσπάθεια αποκατάστασης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι ιππότες του Γκράαλ σύμφωνα με τον Έβολα, συνέχισαν να υπάρχουν στο Τάγμα των Ναϊτών, το οποίο για τον λόγο αυτόν κατεστάλη με άφατη σκληρότητα από το Βατικανό. Επίσης και οι Ροδόσταυροι σκόπευαν στην αποκατάσταση της Παράδοσης στην Ευρώπη κι από αυτήν τους την κινητήρια ιδέα απορρέουν οι αναφορές στις διακηρύξεις τους, τόσο στους «Ιππότες του Χρυσού Λίθου», όσο και στον αναστημένο βασιλιά που φορά το ναϊτικό σταυρό. Γιά τον Έβολα ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου παραμένει ένας κεντρικός μύθος γιά την ευρωπαϊκή αναγέννηση κι ενότητα, ένα σύμβολο του πολεμιστή-ιερέα τον οποίον ο στοχαστής προτρέπει να διατηρήσει την πνευματική του αγνότητα μέσα στην σύγχρονη Σκοτεινή Εποχή.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ
Στον παραδοσιακό πολιτισμό η κοινωνική τάξη είχε πολυδύναμη διάσταση: Η αριστοκρατία δεν ήταν μόνο πολιτική αλλά επίσης πνευματική και εστία της παράδοσης, με τον θεϊκό άρχοντα να δρά ως συνδετικός δεσμός των δύο οδών μεταφυσικής προσέγγισης, αφενός της ηρωικής δράσης, αφετέρου της στοχαστικής περισυλλογής και του διαλογισμού. Η περισυλλογή εκδηλωνόταν στις τελετουργίες και ιεροπραξίες του παραδοσιακού πολιτισμού, ενώ η κοινωνική τάξη στηριζόταν στον παραδοσιακό νόμο και την κάστα, με πολιτειακή έκφρασή της τάξης την αυτοκρατορία.
Ο Έβολα λέει πως αυτά τα θεμέλια του παραδοσιακού πολιτισμού σαρώθηκαν από τον θρίαμβο του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού του παρόντος. Η εκκοσμίκευση της αριστοκρατίας στο «Δυτικό» πολιτισμό είχε αρχίσει ήδη από τη μέση φεουδαρχική περίοδο και οδήγησε κλιμακωτά στην γενικευμένη αποσύνθεση της αριστοκρατίας μέχρι την ώρα της Γαλλικής Επανάστασης. Την αριστοκρατία αντικατέστησε η αστική τάξη με τις χρηματοοικονομικές της αξίες. Ο Έβολα αναφέρει πως η παρακμή και η πτώση της παραδοσιακής αριστοκρατίας οδήγησε στην ανάδυση μιας αριστοκρατίας «της διανόησης αντί του πνεύματος». Συνεπώς, ο μέγιστος αρχικός σκοπός, η αντικειμενική επιδίωξη, η πρωταρχική χρησιμότητα των κυβερνητών να λειτουργούν πρώτιστα ως γέφυρα προς το θείο, είναι ήδη νεκρά στον «Δυτικό» πολιτισμό από αιώνες.
Ο Έβολα είναι αμετανόητα πατριαρχικός, διαπιστώνοντας στην λατρεία της θεάς ορισμένων πολιτισμών όχι τις πιό αρχέγονες μορφές λατρείας (όπως είναι τώρα του συρμού να διατείνονται οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές), αλλά ως μιάν ύστερη και φθαρμένη πνευματική ανάπτυξη, που προέκυψε από τους υποβαθμισμένους κύκλους της Ιστορίας. Δηλώνει πως οι παραδοσιακοί πολιτισμοί στην αρχέγονη, πρωτογενή και αυθεντική τους κατάσταση ήσαν ηλιακοί και προσανατολισμένοι στον ουρανό, παρά στραμμένοι στην λατρεία της θεάς και με χθόνια κατεύθυνση. Η ηθική των παραδοσιακών πολιτισμών είναι επομένως αρσενικής φύσης και περιλαμβάνει «την ανδρεία, την τιμή και τον χαρακτήρα, όπως αυτά εκδηλώνονται πανίσχυρα στην αποκορύφωση ενός πολιτισμού στην αριστοκρατική κάστα του».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΥΚΛΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΡΑΜΜΙΚΗ
Ο Έβολα απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε έννοια ιστορικής γραμμικότητας. Ούτε ο άνθρωπος ούτε η φύση προχωρούν με γραμμικό τρόπο. Η Ιστορία δεν συνεχίζει σε μιάν ευθεία γραμμή προόδου από το πρωτόγονο στο σύγχρονο, με δήθεν κορυφαίο σημείο της την σύγχρονή μας τεχνολογική φάση του «Δυτικού» πολιτισμού. Μάλλον, με την αλληλοδιαδοχή των κοσμικών εποχών ο άνθρωπος εξέπεσε από μια «προτέρα υψηλή κατάσταση». Ο Έβολα επικαλείται πως αυτή η ανορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση της Ιστορίας προέρχεται από πολυάριθμους πολιτισμούς, οι οποίοι δηλώνουν πως η πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου απείχε πολύ από το να είναι ζωώδης ή πιθηκοειδής, τουναντίον ήταν «παραπάνω από ανθρώπινη». Η τωρινή κατάσταση του ανθρώπου είναι συνεπώς «μία θλιβερή υποβάθμιση και συνάμα ένας φρικτός εξευτελισμός».
Αντίθετα προς τους συμβατικούς ιστορικούς, ο Έβολα θεωρεί πως η Αναγέννηση αποτελεί το σημείο έναρξης της παρακμής του «Δυτικού» πολιτισμού, το εναρκτήριο σημείο του θριάμβου του ορθολογισμού επί του πνεύματος, θριάμβου ο οποίος οδήγησε έως τις ημέρες μας στην κλιμακωτή άνοδο και κυριαρχία του υλισμού. Κατά την διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου, η παραδοσιακή σοφία μεταφέρθηκε και στηρίχθηκε από μυστικές εταιρείες όπως οι Ροδόσταυροι. Σ’ αντίθεση μ’ αυτές τις εταιρείες ήσαν εκείνες οι δυνάμεις που υποστήριζαν τα λογοκρατούμενα και ορθολογιστικά δόγματα μέσω των Ιλλουμινάτων και των Μασσώνων, οι οποίοι στάθηκαν εξαιρετικά ισχυροί και σημαίνοντες παράγοντες στην υπόθαλψη της γαλλικής, της αμερικανικής και άλλων περιφερειακών επαναστάσεων.
Με την άνοδο του υλισμού, αποϊεροποιήθηκε το οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένων και των καστών πάνω στις οποίες βασίσθηκε η παραδοσιακή κοινωνική τάξη. Υπήρξε μια «βαθμιαία μεταστροφή και μετατόπιση της ισχύος από τον πολεμιστή στον έμπορο και στις κεφαλαιοκρατικές ολιγαρχίες», που αντικατέστησαν τους θεϊκούς ιερείς-βασιλείς. Το αποτέλεσμα ήταν μιά αυξανόμενη αποανθρωποποίηση. Ο Έβολα αναφέρεται στην εξύμνηση του σύγχρονου ανθρώπου όπως παρουσιάστηκε επ΄ ονόματι της επιστήμης μέσα από τις σύγχρονες ιδεολογίες περί προόδου και εξέλιξης.. Αυτό σήμανε την εγκατάλειψη των «παραδοσιακών αληθειών» που εμφορούνταν από την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει «υπερβατική προέλευση».
Έτσι : «... η Δύση δεν πιστεύει πλέον στην αριστοκρατία της καταγωγής, αλλά στο διανόημα πως ο πολιτισμός εκπηγάζει από την βαρβαρότητα, η θρησκεία από την δεισιδαιμονία, ο άνθρωπος από το ζώο, η σκέψη από την ύλη και κάθε πνευματική μορφή προέρχεται από την εξιδανίκευση, τον εξευγενισμό ή την αντιμετάθεση της ίδιας ουσίας η οποία δημιουργεί το ένστικτο, την λιβιδώ – ηδυπάθεια, τα συμπλέγματα...»
Το αποτέλεσμα της διήθησης που προξένησε αυτή η εξελικτική γραμμικότητα σε κάθε διάσταση της διανοητικής αναζήτησης του ανθρώπου υπήρξε καταστροφικό, ανατρέποντας «κάθε αξία» και «αποϊεροποιώντας» την ανθρωπότητα. Ο Έβολα ανέπτυξε διεξοδικά μιαν αντιυλιστική μορφή φυλετισμού σ’ ένα φυλλάδιο με τίτλο «Η Φυλή ως Επαναστατική Ιδέα». Σ’ αυτό το έργο του αποκηρύσσει και αποκρούει την ιδέα πως ο άνθρωπος προήλθε από πιθηκόμορφα πλάσματα και εξελίχθηκε σε υψηλότερες μορφές, παράγοντας πολιτισμό. Σχετικά, δέχεται μάλλον ότι εφόσον πράγματι υπήρξαν τέτοια πιθηκοειδή πλάσματα, αυτά ανήκαν σε μιά κατώτερη ζωϊκή γραμμή που δεν συνεχίστηκε στον Homo sapiens.
«Η αληθινή και ουσιαστική προέλευση του ανθρώπου πρόκειται να βρεθεί αλλού, στις ανώτερες φυλές, οι οποίες ήδη κατά τις προϊστορικές εποχές κατείχαν έναν πολιτισμό περιορισμένης μεν υλικής ανάπτυξης, αλλά ιδιαίτερα αξιοσημείωτου, εξαιρετικά ανυψωμένου πνευματικού περιεχομένου, τέτοιου ώστε να υποδειχθούν συμβολικά στις ενθυμήσεις όλων των λαών τόσο πολύ έντονα, ως “θείες φυλές”, ως φυλές των “θεοειδών ανθρώπων”».
Η μορφή του φυλετισμού που διακηρύσσει ο Έβολα τοποθετείται «ενάντια στον μύθο της απρόσωπης προλεταριακής μάζας δίχως πατρίδα». Ο Έβολα θεωρεί την «πρακτική εφαρμογή της αναβίωσης του φυλετισμού και του εθνικισμού» ως «μία από τις πλέον ουσιώδεις προπαρασκευαστικές προϋποθέσεις γιά την αναδιοργάνωση εκείνων των δυνάμεων, οι οποίες μέσω της κρίσης του σύγχρονου κόσμου βυθίζονται στο τέλμα μιάς μηχανικής, συλλογικής και διεθνιστικής ανάξιας αποδιαφοροποίησης και αδιαφορίας. Αυτό το καθήκον (της εφαρμοσμένης αναβίωσης) είναι ζήτημα ζωής και θανάτου γιά το μέλλον του Ευρωπαϊκού πολιτισμού»
Αυτός ο φυλετισμός κατά τον Έβολα «...αρνείται να θεωρήσει τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο αποκομμένο ως ένα άτομο». Αντίθετα θεωρεί τον καθένα στον χώρο και στον χρόνο, ως μέλος μιας κοινότητας που εκφράζει την συνέχεια στο παρελθόν και στο μέλλον, «μιας καταγωγής, ενός αίματος, μιάς παράδοσης».
Ωστόσο, γιά τον Έβολα ο φυλετισμός επ’ ουδενί λόγω δεν σταματά «σε βιολογικό μόνον επίπεδο, διαφορετικά θα ήταν αντάξιος της κατηγορίας του Εβραίου Τρότσκυ πως είναι “ζωολογικός υλισμός”.»
Ο άνθρωπος διαφοροποιείται από το ζώο στην κατοχή όχι μόνον ενός εξελικτικά διαφοροποιημένου ιδιαίτερου σώματος αλλά και μιας ψυχής κι ενός πνεύματος. Επομένως, οι άνθρωποι είναι όχι μόνο διαφορετικοί στο σώμα, αλλά και στην ψυχή και στο πνεύμα. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι αυτό των Εβραίων, οι οποίοι αποκαλούνται από τον Έβολα «μια ψυχική φυλή» και οι οποίοι συχνά είχαν μιαν έντονη επίδραση αποσύνθεσης επάνω στην κοινωνία των Εθνών. Αυτή η «ψυχική φυλή» μπορεί επίσης να υπάρξει μέσα σε ένα άτομο του οποίου η σωματική φυλή είναι διαφορετική.
«ΑΠΟΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΗΣΗ» - ΑΠΟΚΤΗΝΩΣΗ
Γιά τον Έβολα οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν ακριβώς όπως και η ΕΣΣΔ τον υλιστικό θρίαμβο πάνω στο πνεύμα. Αυτή η αποκτήνωση έχει οδηγήσει σ’ έναν νέο ανθρώπινο τύπο. Οι οικονομικές τάξεις έχουν αντικαταστήσει τις κάστες, οι οποίες ήσαν αντανακλάσεις της θείας τάξης, της κοσμικής επιταγής. Ως εκ τούτου, στην δομή της ισχύος, ο έμπορος αντικατέστησε τον πολεμιστή, οι βασιλιάδες των χρημάτων αντικατέστησαν τους «βασιλιάδες του αίματος και του πνεύματος». Ο Έβολα περιγράφει αυτήν την κατάσταση στην «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο», δηλώνοντας: «Επιπλέον η σύγχρονη κοινωνία μοιάζει μ’ έναν οργανισμό που έχει μεταπέσει από έναν ανθρώπινο σε έναν υπανθρώπινο - κτηνώδη τύπο, στον οποίο κάθε δραστηριότητα και αντίδραση καθορίζονται από τις ανάγκες και τις επιταγές της καθαρά φυσικής ζωής.»
Η αποπνευματοποίηση αντανακλά επίσης και στην αρχιτεκτονική: μέσω κύκλων υποστροφής το κυρίαρχο κτήριο μετατοπίστηκε από τον ναό – τέμενος (θείος κυβερνήτης) στο οχυρό και στο φρούριο (κάστα των πολεμιστών), στην περιτοιχισμένη πόλη-κράτος (εποχή των εμπόρων), στο εργοστάσιο και τελικά «στα βαρετά, ανιαρά, μονότονα και πληκτικά κτήρια που αποτελούν τις κυψέλες του μαζανθρώπου». Παρόμοια και ανάλογα, η οικογένεια κατρακύλησε από μία εκδήλωση του ιερού σε μια νομικίστικη μονάδα, μια συμβατική κοινωνική ψηφίδα και θα αντικατασταθεί από το «κόμμα», την «κοινωνία των πολιτών», τους «ανθρώπους» και καταληκτικά από την «ανθρωπότητα» (διανοήματα δηλαδή που υπήρξαν το δηλωμένο ιδανικό των κομμουνιστών και είναι το αντίστοιχο ιδανικό των σύγχρονων απολίτικων είτε στρατευμένων οικουμενιστών της παγκοσμιοποίησης).
Αντίστοιχα και η περί πολέμου αντίληψη πέρασε από «ανάλογες φάσεις»: από τον «ιερό πόλεμο» στον πόλεμο που εξαπολύεται γιά την τιμή του άρχοντα (η κάστα των πολεμιστών) κι ύστερα στους πολέμους μεταξύ των εθνών γιά οικονομικά συμφέροντα (η κάστα των εμπόρων). Η αραβική πολιτιστική κληρονομιά και το πνεύμα της, είναι το στερνό κατάλοιπο ενός πολιτισμού που συνεχίζει στα χρόνια μας να διατηρεί και να υπερθεματίζει την έννοια και την αντίληψη του ιερού πολέμου (Τζιχάντ).
Στην αισθητική, η ιερή τέχνη έδωσε την θέση της στην επική τέχνη και στα ποιήματα της κάστας των πολεμιστών, αυτή εκτοπίσθηκε από την ψυχολογική τέχνη που παρήχθηκε για κατανάλωση της εμπορικής κάστας, και τελικά μετεξελίχθηκε στην κοινωνική τέχνη που παρήχθηκε για τις μάζες. Στην εποχή που η ΕΣΣΔ ήταν ένα θριαμβευτικό κυρίαρχο φάσμα πάνω σ’ ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ο Έβολα είδε την τελική φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όταν μετά από την καπιταλιστική περίοδο (της εμπορικής κάστας), είχε έλθει η ώρα της κάστας του δουλοπάροικων, που αντιπροσωπεύθηκε στο ιστορικό δρώμενο από τον κομμουνισμό.
Ωστόσο ο Έβολα αναγνωρίζει πως ακόμη και για τους μπολσεβίκους, η κινητήρια δύναμη, η ζωογόνα ορμή, η τελική ώθηση προήλθε από την Αμερική, ως κέντρου του τεχνικού και μηχανικού κόσμου. Ο Έβολα παραθέτει αρκετές σοβιετικές πολιτικές οδηγίες («ντιρεκτίβες») στις πρώτες μέρες του μπολσεβίκικου καθεστώτος, που αναφέρονται και προσβλέπουν στην Αμερική, καθώς αυτή είχε αρχίσει μιαν ιστορική διαδικασία μηχανοποίησης. Ο Έβολα δηλώνει ότι η Αμερική δεν αντιπροσωπεύει ένα «νέο» ή νεανικό έθνος, αλλά το τελικό προϊόν ενός κύκλου ευρωπαϊκής αποσύνθεσης, «την πιό σχολαστική και ακριβέστερη αντίφαση της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης». Το αμερικανικό ιδεώδες είναι άψυχο και μηχανικό. Ένα υπερτροφικό και άχαρο κοσμοϊστορικό «ζόμπι».
Γράφοντας γιά τον «αμερικανικό πολιτισμό» σ’ ένα δοκίμιο του 1945 με τον τίτλο αυτόν, ο Έβολα δηλώνει ότι αν και δημοφιλής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η έννοια ότι είναι «νέο έθνος» με «τα ελαττώματα της νιότης», στην πραγματικότητα είναι μάλλον «η τελική φάση της σύγχρονης Ευρώπης». Ο αμερικανικός πολιτισμός είναι ο αντιπρόσωπος «των πιό γερασμένων πτυχών του Δυτικού πολιτισμού».
Αναφερόμενος στις αρνητικές συνιστώσες του ιστορικού δρωμένου στις ΗΠΑ γράφει : «Ό,τι υπάρχει στην Ευρώπη σε αραιωμένες μορφές, ενισχύεται και συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ, όπου αποκαλύπτεται ως συμπτώματα αποσύνθεσης καθώς και πολιτιστικών και ανθρώπινων οπισθοδρομήσεων και υποστροφών». Η μεταφυσική της ιστορίας του Έβολα συμπεραίνει ότι «...η τελική κατάρρευση των ΗΠΑ δεν θα έχει καν τον χαρακτήρα μιας τραγωδίας».
Ο Έβολα εξέπεμψε προσκλητήριο για μια «νέα ενωτική Ευρωπαϊκή συνείδηση». Θεωρούσε αναπόφευκτο ότι «το πεπρωμένο θα διαγράψει την τροχιά του, ο ποταμός της ιστορίας κυλά κατά μήκος της κοίτης που χάραξε γιά τον εαυτό του.»
ΟΙ ΘΕΡΑΠΟΝΤΕΣ - ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΕΙΖΩΗΣ ΠΥΡΑΣ
«Οι δυνατότητες που είναι ακόμα διαθέσιμες στους έσχατους καιρούς, αφορούν μόνο σε μια μειονότητα…» Αυτή η μειονότητα υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο κι’ εκείνοι που την συνιστούν είναι κατά ένα μεγάλο μέρος άγνωστοι ο ένας στον άλλο, αλλά ενώνονται από έναν πνευματικό δεσμό και «διαμορφώνουν μιαν άθραυστη αλυσίδα από παραδοσιακά πνεύματα». Αποφεύγουν το επίκεντρο της σύγχρονης δημοτικότητας και του πολιτισμού. «Ζουν στα πνευματικά ύψη και δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο».
Αυτή η πνευματική μειονότητα δεν ενεργεί στον κόσμο, αλλά συμβολικά τείνει προς την «αιώνια φλόγα» της παράδοσης, η οποία εξασφαλίζει ότι η γη συνδέεται ακόμα με τον «υπερ-κόσμο». Ο Έβολα δηλώνει ξεκάθαρα ότι αυτό που μπορεί να πράξει αυτή η μειοψηφία είναι να στρατεύσει στο πλευρό της «εκείνους που είναι σαστισμένοι, αμήχανοι, παραζαλισμένοι από τον σύγχρονο κόσμο κι επιζητούν την απελευθέρωση, έστω κι αν δεν γνωρίζουν σε τίνος το όνομα». Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρχουν οι «φύλακες των ιδεών» που θα παρίστανται ως απολογητές των αξιών της παράδοσης και θα ανθίστανται σθεναρά στις αντιπαραδοσιακες δυνάμεις, ώστε «να συνεχίζουν ν’ αντέχουν ανάμεσα σ΄ έναν κόσμο ερειπίων».
Μιά άλλη ατραπός που υποδεικνύει ο Έβολα, η οποία φέρνει στη μνήμη το διά στόματος Ζαρατούστρα νιτσεϊκό απόφθεγμα «Σπρώξτε ότι πέφτει» [3], είναι να επιταχυνθεί η διαδικασία καταστροφής, ώστε ανάλογα να επιταχυνθεί κι ο ερχομός μιάς νέας φυσικής και κοσμικά εναρμονισμένης τάξης, που θα εξαφανίσει την σύγχρονη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη των δυνάμεων «της οικονομίας και της διάλυσης». Αυτή η επιλογή βέβαια θ’ απαιτούσε να έλθει κάποιος σε ρήξη με τις πιό καταστρεπτικές διαδικασίες της σύγχρονης εποχής, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να προστατεύει την ψυχή και το πνεύμα του, ώστε να τα χρησιμοποιήσει γιά την απελευθέρωση. Ο Έβολα το εξήγησε απλά και ξεκάθαρα, δηλώνοντας «αυτό θα ήταν γιά κάποιον ωσάν να αυτοδηλητηριαστεί με το δηλητήριο ως αντίδοτο ή ωσάν να ιππεύσει μια τίγρη», μιά φράση δανεισμένη από την Ινδοάρια παράδοση. «... Παρά το ότι η Κάλι Γιούγκα είναι μια εποχή μεγάλων περισπασμών, παραφορών και αλλοφροσυνών, εκείνοι που ζούν κατά την διάρκειά της και κατορθώνουν να παραμένουν ορθοί, μπορούν να επιτύχουν αποτελέσματα που δεν κατορθώθηκαν εύκολα από ανθρώπους οι οποίοι έζησαν σ’ άλλες εποχές».
"Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ" (1971)
Ήταν ήδη αναγνωρισμένο από τους αρχαίους χρόνους πως υπήρχε μία αναλογία, μιά άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στο ανθρώπινο όν και στον ευρύτερο και μεγαλύτερο ανθρώπινο οργανισμό που αποτελεί το Κράτος. Η Παραδοσιακή αντίληψη περί Κράτους, αντίληψη οργανική και αρθρωτή, αντανακλούσε πάντοτε την φυσική ιεραρχία των δυνατοτήτων οι οποίες προσιδιάζουν στο ανθρώπινο όν με την πλήρη έννοια του όρου, στο οποίο όν, το καθαρώς φυσικό και σωματικό μέρος του κυβερνάται από τις ζωτικές δυνάμεις που υπόκεινται και υπακούουν στην ζωή της ψυχής και στον χαρακτήρα, ενώ στην κορυφή όλων βρίσκεται η πνευματοδιανοητική του αρχή, αυτό που οι Αρχαίοι αποκαλούσαν «ο εσωτερικώς κυρίαρχος», το «ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΝ» των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων
[βλ., Επίκτητος, Θεόφραστος, Διογένης Λαέρτιος, Μάρκος Αυρήλιος. Μάλιστα ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης -Ε' αιώνας π.Χ.- ήταν ο πρώτος Έλληνας που υποστήριξε πως ο εγκέφαλος αποτελεί το όργανο όπου εδράζεται το «ηγεμονικόν», αποδίδοντάς του σαφώς και μια βιολογική-ανατομική αντιστοιχία : «Εν τω εγκεφάλω το ηγεμονικόν». Ειδικότερα γιά τους Στωικούς η ενιαία ψυχή έχει οκτώ διαφορετικά «διαμερίσματα» : το «Ηγεμονικόν», τις πέντε Αισθήσεις ή «Αισθητικά»,το «Σπερματικόν» και το «Φωνητικόν», με καθοδηγητικό κέντρο όλων των κινήσεών της κι’ απόλυτα κυρίαρχο στοιχείο της το «Ηγεμονικόν», το οποίο παρομοιάζεται με μιαν αράχνη που στέκει στο κέντρο του ιστού, δεχομένη αυτοστιγμεί όλα τα μηνύματα για ο,τιδήποτε την πλησιάζει. Εξοπλισμένη μ’ αυτά τα επιμέρους «διαμερίσματά» της, η ψυχή φθάνει στην πλήρη ανάπτυξή της όταν κατορθώνει να προσλαμβάνει τις λεγόμενες «κοινές έννοιες» (αυτό υπολογιζόταν από τους στωϊκούς στο 7ο έτος της ανθρώπινης ηλικίας) και καθίσταται η ίδια μία πλήρης λογική αλλά και γενετική Αρχή όταν φθάνει στην «ωριμότητά» της - από 14 ετών- καθώς το άτομο έχει πλέον διαμορφώσει εντός του όλες τις «κοινές έννοιες» ή τις «εμφύτους προλήψεις», δηλαδή εκείνες τις φυσικές γνώμες που συναπαρτίζουν μία κοινή για όλους τους ανθρώπους έννοια.
Εκείνο το στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που η Στωική φιλοσοφία χαρακτήρισε ως «Ηγεμονικόν», αφορά στο «φιλοσοφείν» ως στάση ζωής, ως αναζήτηση της α-λήθειας, ως τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας, δηλαδή αφορά εν τέλει στη θεμέλια γεννήτρια της συμπεριφοράς και της σκέψης. Αυτό το στοιχείο συνιστά την όποια ξέχωρη «φιλοσοφική στιγμή» στον τρόπο ζωής όλων των ανθρώπων, αλλά αντιστοιχεί επίσης στην διαρκή φιλοσοφική πραγμάτωση της ύπαρξης των «Αρχόντων», όπου το Ηγεμονικόν ανθοφορεί, θάλλει και ωθεί στην αληθινή δημιουργία. Γιά τούτο ο Μέγας Πλάτων θέτει ως πρόταγμα της ιδεώδους «Πολιτείας» του «είτε να βασιλεύουν οι φιλόσοφοι είτε να φιλοσοφούν οι βασιλεύοντες».
Εκείνο το στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που η Στωική φιλοσοφία χαρακτήρισε ως «Ηγεμονικόν», αφορά στο «φιλοσοφείν» ως στάση ζωής, ως αναζήτηση της α-λήθειας, ως τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας, δηλαδή αφορά εν τέλει στη θεμέλια γεννήτρια της συμπεριφοράς και της σκέψης. Αυτό το στοιχείο συνιστά την όποια ξέχωρη «φιλοσοφική στιγμή» στον τρόπο ζωής όλων των ανθρώπων, αλλά αντιστοιχεί επίσης στην διαρκή φιλοσοφική πραγμάτωση της ύπαρξης των «Αρχόντων», όπου το Ηγεμονικόν ανθοφορεί, θάλλει και ωθεί στην αληθινή δημιουργία. Γιά τούτο ο Μέγας Πλάτων θέτει ως πρόταγμα της ιδεώδους «Πολιτείας» του «είτε να βασιλεύουν οι φιλόσοφοι είτε να φιλοσοφούν οι βασιλεύοντες».
Hγεσία ανθρώπων επιτυγχάνεται μόνον όταν μέσα μας άρχει το Ηγεμονικόν μέρος της ψυχής. Αυτό το Ηγεμονικόν, ο νους, προσπορίζει την αρτιότητα, την ολοκλήρωση και την καλλιέργεια, δηλαδή ό,τι οι Έλληνες συμπύκνωσαν στην σπουδαία και κομβική λέξη Αρετή (που σημαίνει την σύναψη, συγκέντρωση, συναρμογή και εναρμόνιση των πολλών και αντιθέτων πραγμάτων και δρωμένων-«αραρίσκειν»). Κάθε άλλη νομή και χρήση της πολιτειακής ισχύος είναι Εξουσία και όχι Ηγεσία, η οποία Ηγεσία είναι και ο μέγιστος και μόνος τιμωρός των κάθε λογής εξουσιαστών, απείρως ισχυρότερος της αναρχίας. Αυτή η άδικη και «εκτός κοσμικής τάξης» εξουσία είναι που απαρνείται την λειτουργία του Ηγεμονικού σε συλλογικό επίπεδο και το εξατομικεύει (αποσιωπώντας γιά λόγους δόλιας αγελαίας μαζικότητας, ψευδοανθρωπιστικής αλληλεγγύης και υπάνθρωπης αντιαριστοκρατικής εμπάθειας στον έωλο θεωρητικό της λόγο ότι, η εμβίωση και πραγμάτωσή του Ηγεμονικού είναι σκληρό και θλιβερό προνόμιο των ολίγων, των εκλεκτών).
Σύμφωνα με τους Στωϊκούς, τα «Κακά», είναι εκείνα τα πράγματα, εκείνα τα δρώμενα, τα οποία οφείλει να αποφεύγει συστηµατικά ο φιλόσοφος στον δρόµο του μετασχηματισμού του προς «Σοφό». Οι Στωϊκοί διακρίνουν τρία είδη «Κακών»: τις «Κακίες», τις «Κακουργίες» και τα «Πάθη». Στις «Κακίες» κατατάσσουν τον Παραλογισµό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογη Εχθρότητα, την Ανανδρία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις Ανόητες κι Άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» κατά τους Στωϊκούς ορίζονται όλες οι «ορμές δίχως µέτρο, ανεξέλεγκτες ή «πλεονάζουσες», που θεωρούνται ασθένειες κι αναπηρία της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το «Ηγεµονικόν» της ψυχής και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη.
Ακόμη και σύμφωνα με την ορθόδοξη πνευματική παράδοση, ο Νούς είναι η κυρίαρχη δύναμη της εσωτερικής ζωής, «το ηγεμονικόν» της στοιχείο - βλ. Ευάγριος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Φίλων ο Αλεξανδρεύς, Γρηγόριος Νύσσης, Φώτιος.]
Σύμφωνα με τους Στωϊκούς, τα «Κακά», είναι εκείνα τα πράγματα, εκείνα τα δρώμενα, τα οποία οφείλει να αποφεύγει συστηµατικά ο φιλόσοφος στον δρόµο του μετασχηματισμού του προς «Σοφό». Οι Στωϊκοί διακρίνουν τρία είδη «Κακών»: τις «Κακίες», τις «Κακουργίες» και τα «Πάθη». Στις «Κακίες» κατατάσσουν τον Παραλογισµό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογη Εχθρότητα, την Ανανδρία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις Ανόητες κι Άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» κατά τους Στωϊκούς ορίζονται όλες οι «ορμές δίχως µέτρο, ανεξέλεγκτες ή «πλεονάζουσες», που θεωρούνται ασθένειες κι αναπηρία της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το «Ηγεµονικόν» της ψυχής και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη.
Ακόμη και σύμφωνα με την ορθόδοξη πνευματική παράδοση, ο Νούς είναι η κυρίαρχη δύναμη της εσωτερικής ζωής, «το ηγεμονικόν» της στοιχείο - βλ. Ευάγριος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Φίλων ο Αλεξανδρεύς, Γρηγόριος Νύσσης, Φώτιος.]
Σύμφωνα μ’ αυτές τις παραδοσιακές ιδέες είναι περισσότερο από προφανές ότι, η όποια μορφή δημοκρατίας εμφανίζεται ως ένα οπισθοδρομικό και αντιεξελικτικό φαινόμενο, ως ένα σύστημα στο οποίο κάθε φυσική σχέση ανατρέπεται, καθώς στο δημοκρατικό κράτος το «ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΝ» είναι ολότελα ανύπαρκτο. Επιπλέον η κατεύθυνση του Κράτους εκπηγάζει και προέρχεται εκ των κάτω στιβάδων της ένζωης ύπαρξης, με έναν αντιιστορικό και αντιφυσικό τρόπο.
Στην δημοκρατία ελλείπει κάθε πραγματικό «κέντρο» της ύπαρξης, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής. Υπάρχει μια ανακλητή ψευδοεξουσία και μάλιστα στην υπηρεσία αυτού ακριβώς του στοιχείου που βρίσκεται πιό χαμηλά, δηλαδή στην υπηρεσία της καθαρώς υλικής – «κοινωνικής», οικονομικής και ποσοτικής πλευράς ενός λαού.
Η δημοκρατία συνεπώς αντιστοιχεί, σύμφωνα με την ανωτέρω παραδοσιακή αναλογία, στην εξής κατάσταση στην περίπτωση ενός ατόμου: ένα πνεύμα και μία πνευματική αρχή που δεν θα είχαν άλλο λόγο ύπαρξης από το να εκπροσωπούν τις ανάγκες του σώματος, στο οποίο σώμα θα ήσαν εν κατακλείδι στην υπηρεσία του. Μ’ άλλα λόγια ένας νούς προορισμένος να υπάρχει αποκλειστικά και μόνο γιά να εξυπηρετεί τις φυτικές διαδικασίες των εντέρων.
Η έλευση της δημοκρατίας είναι κάτι πολύ βαθύτερο, πολύ σοβαρότερο και πολύ χειρότερο από αυτό που φαίνεται ότι είναι σήμερα μόνον από πολιτικής πλευράς. Είναι δηλαδή μ’ άλλα λόγια αυτή η ίδια η πλάνη και η παντελώς ηλίθια οίηση μιας κοινωνίας, που σκάβει τον ίδιο της τον τάφο. Μπορεί πραγματικά να υποστηριχθεί χωρίς καμία αμφιβολία ότι, η «δημοκρατική ατμόσφαιρα» είναι τέτοια, ώστε δεν μπορεί παρά να εξασκήσει μακροπρόθεσμα μία βέβαιη εκφυλιστική επίδραση στην ανθρώπινη προσωπικότητα και μάλιστα στις καθ’ εαυτό «υπαρξιακές», ουσιώδεις και θεμελιακές όψεις της προσωπικότητας, ακριβώς επειδή υπάρχουν, όπως προαναφέρθηκε, σαφείς και άρρηκτες αντιστοιχίες μεταξύ του ατόμου ως «μικρού οργανισμού» και του κράτους ως «μεγάλου οργανισμού».
Αυτή η διαχρονική ιδέα επιβεβαιώνεται με την εξέταση των διαφόρων όψεων της φυσικής κοινωνίας. Είναι γνωστό πως ο Πλάτων έλεγε ότι, είναι καλό τα άτομα που δεν διαθέτουν δικό τους «εσωτερικό άρχοντα» να βρίσκουν τουλάχιστον έναν άρχοντα έξω από αυτά. Σ’ ότι, λοιπόν, παρουσιάσθηκε μεταπολεμικά ως η «απελευθέρωση» εκείνου ή του άλλου λαού, [γεγονός μάλιστα που στην πραγματικότητα πολλές φορές επιβλήθηκε, ακόμη και με την καταφυγή στην ωμή βία (όπως π.χ. μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), για ν’ απολαύσουν οι λαοί τα δήθεν «αγαθά» της «δημοκρατικής περιόδου», η οποία εξαφάνισε κάθε αρχή κυριαρχίας, αυθεντικής εξουσίας και τάξης προερχομένης «εκ των άνω»], αντιστοιχεί σήμερα, σε ένα μεγάλο αριθμό αγελαίων ατόμων, φορέων μίας δήθεν «απελευθέρωσης», η οποία αποτελεί εξαφάνιση κάθε εσωτερικής «μορφής», κάθε χαρακτήρα, κάθε ευθύτητας, με μία λέξη, αποτελεί την παρακμή ή την απουσία στο άτομο, αυτής της κεντρικής, κατευθυντήριας, ζωογόνας και συνεκτικής δύναμης που οι Αρχαίοι αποκαλούν ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΝ.
Κι αυτό συμβαίνει, όχι μόνο στο ηθικό επίπεδο, αλλά επίσης στο πεδίο της πλέον καθημερινής συμπεριφοράς, στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας και της ίδιας της υπαρξιακής δομής. Το αποτέλεσμα είναι ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ασταθών και αμόρφων ατόμων, είναι η εισβολή αυτού του στοιχείου που θα μπορούσε να αποκληθεί Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Πρόκειται για μία φυλή που αξίζει να μελετηθεί και να ορισθεί ακριβέστερα απ’ ότι μπορούμε να πράξουμε στον περιορισμένο χώρο αυτού του κειμένου, χωρίς μάλιστα να διστάσουμε να προστρέξουμε και σε επιστημονικές, πειραματικές μεθόδους.
Ο τύπος ανθρώπων για τον οποίο μιλάμε δεν είναι μόνο κενός κάθε εσωτερικής πειθαρχίας, δεν έχει μόνο τον φόβο να τεθεί «ενώπιος εαυτώ», αλλά είναι επίσης ανίκανος να αναλάβει οποιαδήποτε σοβαρή δέσμευση, ανίκανος να ακολουθήσει έναν ακριβή προσανατολισμό, να επιδείξει χαρακτήρα. Μπορούμε να πούμε ότι εν μέρει δεν το θέλει και εν μέρει δεν το μπορεί.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι, αυτή η αστάθεια δεν είναι πάντοτε στην υπηρεσία του χωρίς αναστολές προσωπικού συμφέροντος, δεν είναι πάντοτε η αστάθεια εκείνου που λέει αστόχαστα και ξεδιάντροπα : «Δεν είμαστε σ’ εποχή όπου μπορεί κανείς να έχει την πολυτέλεια να διαθέτει χαρακτήρα». Σαφώς όχι! Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις, η συμπεριφορά αυτή δρα σε βάρος των ίδιων των εν λόγω προσώπων. Είναι άλλωστε ενδεικτικό πως αυτός ο αδύναμος τύπος ανθρώπου παρουσιάζεται το ίδιο και σε χώρες, όπου η Φυλή και η Παράδοση υπήρξαν ολότελα ευνοϊκές (πρέπει να έχουμε υπόψη μας ως τέτοια παραδείγματα πρωτίστως την Κεντρική Ευρώπη και τις Σκανδιναβικές χώρες, αλλά και εν τινι μέτρο την Αγγλία), καθώς και σε κοινωνικές τάξεις, όπως η αριστοκρατία και η τάξη των τεχνιτών, των οποίων οι εκπρόσωποι γνώριζαν να κρατούν, μέχρι μία πρόσφατη εποχή, μία κάποιαν εσωτερική μορφή.
Η παρακμή κάθε είδους «επαγγελματικής τιμής» – μιας τιμής που υπήρξε πράγματι πολύτιμη εκδήλωση στο πρακτικό πεδίο της ηθικής συνείδησης και ακόμη μιας ορισμένης ευγένειας – προέρχεται πράγματι από την ίδια διαδικασία αποσύνθεσης. Η χαρά του δράν και του παράγειν στον άνθρωπο σύμφωνα με την ιδιαίτερη γνώση και τέχνη του, δίνοντας το καλύτερο μέρος του εαυτού του με ενθουσιασμό και τιμιότητα, υποχωρεί πλέον μπροστά στο πιο άμεσο συμφέρον, που δεν σταματά ούτε μπροστά στην παραποίηση του έργου του, ούτε στην αλλοίωση του προϊόντος, ούτε μπροστά στην απάτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμεσα σε τόσα άλλα δείγματα της γενικευμένης παρακμής αποτελούν οι απάτες που σχετίζονται με τα τρόφιμα, πιο εκτεταμένες και πιο κυνικές από ποτέ, οι οποίες προέρχονται όχι απλά από εγκληματική ανευθυνότητα, αλλά από στυγνή διάθεση κερδοσκοπίας, από καταβαράθρωση κάθε εσωτερικού πεδίου, από έλλειψη κάθε αισθήματος τιμής, αυτής της τιμής, την οποία κατείχαν, σε άλλες εποχές, ακόμη και οι πιο ταπεινές επιχειρήσεις. (Σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο που εξελίσσεται ταυτόχρονα με την διαδικασία της βιομηχανοποίησης, βρισκόμαστε θεατές της σύγχρονης εξαθλιωτικής «προλεταριοποίησης» και κοινωνικής περιθωριοποίησης της «εργατικής τάξης», του εκφυλισμού αυτών των ανθρώπων που δεν είναι πλέον παρά απλοί «εργασιοπώλες» της εργατικής τους δύναμης, σύγχρονοι δούλοι στα αχόρταγα αφεντικά).
Είπαμε ότι αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο στο ηθικό πεδίο. Η αστάθεια, η αποφυγή, η ικανοποιημένη ανευθυνότητα, η αδιάφορη αδιορθωσιά εκδηλώνονται μέχρι τις πλέον ευτελείς καθημερινότητες. Υπόσχεται κάποιος κάτι – να γράψει, να τηλεφωνήσει, να ασχοληθεί μ’ αυτό ή μ’ εκείνο – και δεν το κάνει. Κανείς δεν είναι ακριβής στην ώρα του. Σε ορισμένες βαρύτερες περιπτώσεις, ούτε η ίδια η μνήμη του δεν σώζεται : Ξεχνά, είναι αφηρημένος, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Άλλωστε οι ειδικοί επιστήμονες έχουν διαπιστώσει με ακλόνητη βεβαιότητα μιαν εξασθένηση της μνήμης στις νεώτερες γενεές : ένα φαινόμενο που θέλησαν να ερμηνεύσουν με διάφορες περίεργες ή δευτερεύουσες αιτιάσεις, αλλά του οποίου η πραγματική αιτία είναι η τροποποίηση της γενικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η οποία φαίνεται να προκαλεί αληθινή μεταλλαγή της ψυχικής δομής.
Αν αναλογιστούμε τι έγραψε ο πολύς (Αυστροεβραίος) Όττο Βάϊνινγκερ με ιδιαίτερη επιμονή για τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ ηθικής, λογικής και μνήμης, για την υψηλότερη, όχι καθαρά ψυχολογική, σημασία της μνήμης (– στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του «Φύλλο και Χαρακτήρας» / εδάφιο «Μνήμη , Λογική και Ηθική»- : «η μνήμη βρίσκεται σε στενή σχέση με την ενότητα της προσωπικότητας, εξαιτίας της αντίστασης που προσφέρει στην διασπορά στον χρόνο, στην ροή της διάρκειας. Έχει επίσης ηθική και οντολογική αξία και δεν είναι ασήμαντο στοιχείο ότι μια ιδιαίτερη ενίσχυση της μνήμης αποτέλεσε μέρος των πρακτικών της υψηλής ασκητικής»), τότε καταλαβαίνουμε εύκολα τις βαθύτερες και τραγικές επιπλοκές του φαινομένου της εκλεκτικής και κλιμακούμενης αμνησίας στις νεώτερες γενεές.
Άλλο ένα επιπλέον διαλυτικό στοιχείο, το ψέμα, το αναίτιο ψέμα χωρίς κανένα σκοπό, αποτελεί φυσικά αδιάσπαστο μέρος του «στυλ του εφήμερου ανθρώπου». Εδώ βρισκόμαστε προ ενός στοιχείου ιδιαίτερα «θηλυκού» κι αν κανείς επισημάνει σ’ έναν εκπρόσωπο αυτής της φυλής των εφήμερων ανθρώπων, αυτή του την συμπεριφορά, εκείνος εκπλήσσεται ! Τόσο... φυσική του φαίνεται αυτή η θηλυκή συμπεριφορά του, ή ακόμη πιο συχνά αισθάνεται ότι του επιτίθεσαι και αντιδρά με σχεδόν υστερικό τρόπο. Γιατί δεν θέλουν να «ενοχλούνται» από τίποτα, επιζητούν μόνο να «περνάνε καλά». Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει τη νεύρωση αυτού του είδους στον κύκλο των κοινωνικών του σχέσεων, ακόμη κι αν επιδείξει ελάχιστη προσοχή, απλά παρατηρώντας γύρω του. Κι όποιος έχει την ανάλογη ηλικία, μπορεί να παρατηρήσει πόσο ορισμένα πρόσωπα, τα οποία είχε την ψευδαίσθηση να θεωρεί φίλους του, σήμερα κατέστησαν κλιμακωτά τελείως αγνώριστα.
Όσον αφορά στον κόσμο των πολιτικών, με τις κομπίνες και την διαφθορά του, στοιχεία βεβαίως που χαρακτήριζαν πάντοτε τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αλλά που είναι σήμερα ακόμη εμφανέστερα, δεν αξίζει καν τον κόπο να κάνουμε λόγο. Τόσο πολύ «η φυλή του εφήμερου ανθρώπου», ταυτόσημη πέραν κάθε πολιτικής ετικέτας και κόμματος, αναπαύεται στην άθλια μακαριότητά της. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι, συχνότατα δεν αποτελούν εξαίρεση ούτε εκείνοι που πρεσβεύουν «δεξιές» ιδέες, διότι γι’ αυτούς οι ιδέες αυτές καταλαμβάνουν μία παράμερη θέση, χωρίς άμεση σχέση και αναγκαστική συνέπεια στην υπαρξιακή τους πραγματικότητα. Σε τούτο το χαρακτηριστικό οι «δεξιοί εφήμεροι» είναι ταυτόσημοι με τους «αριστερούς εφήμερους», συμβατικούς και εικονικούς ψευδοαντιπάλους τους. Απλά, συγκριτικά με εκείνους εμφανίζουν σαφώς μιαν αφόρητη ηθική κενότητα, καθώς οι «αριστεροί εφήμεροι» δεν έχουν την αναιδή απρονοησία ούτε καν να υπαινίσσονται υποκριτικά κάποια παραδοσιακή διάσταση των απόψεών τους, τις οποίες τουλάχιστον έχουν εξ αρχής το ανυπόκριτο θράσος της αμορφωσιάς και την χυδαία αμεσότητα της μάζας, ώστε να τις αποσυνδέουν ολότελα από κάθε στοιχείο ιερότητας και παράδοσης, μεταφράζοντας έτσι την ανεπάρκειά τους σε ειλικρίνεια.
Αντίθετα, αξίζει πολύ περισσότερο να επισημάνουμε κάποια τρέχουσα στις ημέρες μας διαφορά, που εξαπλώνεται μεταξύ των νέων «χειραφετημένων» και «απελευθερωμένων» γενεών, ιδιαίτερα στο σεξουαλικό πεδίο, μια διαφορά η οποία προέρχεται λίγο πολύ από την φερόμενη ως «dolce vita». Δεν αντιστοιχεί σε τίποτε θετικά και δραστικά αντικομφορμιστικό / αντισυμβατικό, δεν πρόκειται για καμιά κατάφαση υψηλότερης ελευθερίας μιας ισχυρότερα εκφρασμένης προσωπικότητας. Πρόκειται μάλλον για μια συναινετική και αδιάφορη απόσυρση, για ένα ακόμη απλό «δε βαριέσαι», για μία παθητικότητα, μία κοινότυπη και ευτελή πτώση στάθμης. Αυτό το στοιχείο της ανέμελης μετάπτωσης του ανθρώπινου ερωτισμού σε μιαν άμορφη αφύσικη μηχανιστική πρακτική (που είναι ολότελα αταίριαστη ακόμα και με τον οιστρολικό ρυθμό των θηλαστικών), ανήκει σε μιά μεγάλη ομάδα από διάφορα αντιφυσικά πράγματα, τα οποία μπορούμε να βρούμε πανεύκολα, όταν εξετάσουμε συστηματικά το αληθινό παρασκήνιο ορισμένων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής μας, που κηρύσσουν την άκριτη σεξουαλική ελευθερία.
Η θέση, όπου έπρεπε να ευρίσκεται ενθρονισμένος ο «Εσωτερικός Άρχων», ώστε να αντιτάσσει τον καθαρό νόμο του είναι του, σε κάθε εξωτερικό νόμο, σε κάθε υποκρισία και κάθε ψέμα, [όπως στην νεότερη σκέψη έθιξαν στα έργα τους οι μεγάλοι στοχαστές: Γιόχαν Κάσπαρ Σμιτ (Μαξ Στίρνερ) - «Ο μοναδικός και το εγώ του» (που μάλιστα θεωρείται αυτάρεσκα από τους μικρόνοες συγχρόνους μας ψευτοεξεγερμένους «αναρχικούς», ως δήθεν κομβικός στοχαστής της αναιμικής θεωρητικής τους ψευδαίσθησης), Φρειδερίκος Νίτσε - «Ο αντίχριστος», «Πέραν του καλού και του κακού», «Χαρούμενη επιστήμη» και Ερίκος Ίψεν - «Αυτοκράτωρ και Γαλιλαίος», «Ενας εχθρός του λαού»], η θέση αυτή είναι στους «εφήμερους ανθρώπους» ολότελα κενή. Ζει ο καθένας τους κινούμενος από μια κεκτημένη ταχύτητα «από μέρα σε μέρα», με ηλίθιο τρόπο κι αυτό είναι όλο! Εξ ου και κατά τις σπάνιες στιγμές της συνειδητοποίησης, ξεχειλίζει η βαθειά αηδία και η αφόρητη πλήξη τους.
Απουσία φυσικής Ιεραρχίας και αληθινών Ηγετών στο εξωτερικό πεδίο, στο πεδίο του Κράτους, καθώς και απουσία εσωτερικής μορφής και δομής στα άτομα. Τα δύο αυτά πράγματα είναι απόλυτα και διαδραστικά αλληλέγγυα, το ένα συνεργεί με το άλλο πολλαπλασιαστικά, μέχρις σημείου να μας κάνουν να σκεπτόμαστε ότι πρόκειται μάλλον για δύο διαφορετικές όψεις ενός μοναδικού φαινομένου των «εξελιγμένων» και δημοκρατικών καιρών μας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. «Ότι είναι κατώτερο είναι όπως αυτό που είναι ανώτερο, κι αυτό που είναι ανώτερο είναι όπως αυτό που είναι κατώτερο, γιά να διαπράξει τα θαύματα του ενός πράγματος»(«Quod est inferius est sicut quod est superius, et quod est superius est sicut quod est inferius, ad perpetranda miracula rei unius). Αυτή η φράση προέρχεται από την αρχή του «Σμαράγδινου Πίνακα» και αγκαλιάζει ολόκληρο το σύστημα παραδοσιακής και σύγχρονης μαγείας. Σύμφωνα με την Παράδοση χαράχθηκε επάνω στον Πίνακα μ΄ αυτήν την κρυπτική κι’ αινιγματική διατύπωση από τον ίδιο τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Θεωρείται ότι η σημασία της κρατάει την κλείδα όλων των μυστηρίων. Επίσης εκτιμάται ότι όλα τα μαγικά συστήματα λειτουργούν μ’ αυτόν τον τύπο. «Αυτό που είναι πάνω είναι το ίδιο μ΄ αυτό που είναι κάτω»… Ο μακρόκοσμος είναι ο ίδιος με τον μικρόκοσμο. Το σύμπαν είναι το ίδιο με τον Θεό, ο Θεός είναι ο ίδιος με τον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι το ίδιο με το κύτταρο, το κύτταρο είναι το ίδιο με το άτομο, το άτομο είναι το ίδιο όπως… και ούτω καθεξής, επ' άπειρον. Αυτό το μήνυμα θεωρητικοποεί την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι το αντίστοιχο του Θεού στη γη («...κατ’ εικόνα και ομοίωση»), δεδομένου ότι ο Θεός είναι το ανθρώπινο αντίστοιχο στον ουρανό. Επομένως, αποτελεί μια δήλωση μιας αρχαίας πεποίθησης ότι, οι ανθρώπινες ενέργειες στη γη παραλληλίζουν τις ενέργειες του Θεού στον ουρανό («...ως εν ουρανώ και επί της γής»). Αυτή η σύλληψη έχει ως άξονα την πεποίθηση πως «όλα τα πράγματα γεννώνται από το αυτό Ένα με διασκευή.»
[2].Μια συνομιλία του σοφού μάντη – σαμάνου (rishi) Μαρκαντέγια στην Μαχαμπαράτα προσδιορίζει μερικές από τις ιδιότητες της Κάλι Γιούγκα : Σε σχέση με τους κυβερνήτες - οι κυβερνήτες θα γίνουν παράλογοι και θα επιβάλουν φόρους άδικα. Δεν θα βλέπουν πλέον ως καθήκον τους να προωθούν την πνευματικότητα, ή να προστατεύουν τους υπηκόους τους, θα καταστούν απειλή γιά τον κόσμο. Οι άνθρωποι θ΄ αρχίσουν να μεταναστεύουν, αναζητώντας χώρες όπου το στάρι και το κριθάρι αποτελούν τη βασική πηγή τροφής. Στις ανθρώπινες σχέσεις - η πλεονεξία, η φιλαργυρία, ο θυμός κι’ η οργή θα ‘ναι συνηθισμένα. Οι άνθρωποι θα επιδείξουν ανοιχτά έχθρα ο ένας προς τον άλλον. Θα εμφανιστεί άγνοια του καθήκοντος του δικαίου (dharma). Οι άνθρωποι θα ‘χουν σκέψεις αναίτιας δολοφονίας και δεν θα βλέπουν τίποτα σφαλερό σ΄αυτή τους τη νοοτροπία. Η ακολασία θ’ αντιμετωπισθεί ως κοινωνικά αποδεκτή κι’ η σεξουαλική επαφή θα θεωρείται ως η κεντρική απαίτηση της ζωής, μ’ αποτέλεσμα ακόμη και 13-16 χρονών κορίτσια να εγκυμονούν. Η αμαρτία θ΄ αυξηθεί εκθετικά, ενώ η αρετή θα εξασθενίσει και θα πάψει ν’ ακμάζει. Οι άνθρωποι θα παίρνουν όρκους μονάχα για να τους σπάσουν κατόπιν πολύ σύντομα. Θα εθιστούν σε τοξικά ποτά και φάρμακα. Οι άνθρωποι θα βρίσκουν τις εργασίες τους αγχωτικές και θ’ αποτραβιώνται γιά να ξεφύγουν από την εργασία. Οι σκιαλύτες δάσκαλοι (Gurus) δεν θα ‘ναι πια σεβαστοί κι’ οι μαθητές τους θα προσπαθούν να τους θίξουν. Οι διδασκαλίες τους θα υβρισθούν κι’ οι οπαδοί της σεξουαλικής επιθυμίας και ικανοποίησης θ’ αποσπάσουν τον έλεγχο του νου απ’ όλα τ’ ανθρώπινα όντα.Οι Βραχμάνοι δεν θάναι σοφοί και τιμημένοι, οι πολεμιστές (Kshatriyas) δεν θάναι γενναίοι, οι κτηνοτρόφοι κι’ έμποροι (Vaishyas) δεν θάναι ακριβοδίκαιοι στις συναλλαγές και οι εργατοτεχνίτες κι’ αγρότες (Shudras) δεν θάναι τίμιοι κι απαλλαγμένοι έπαρσης στα καθήκοντά τους, αλλά και προς τις άλλες κάστες.
[3]. «Ω αδελφοί μου, είμαι λοιπόν σκληρός ; Αλλά λέω : αυτό που πέφτει, πρέπει κάποιος ακόμη πιότερο να σπρώχνει ! Το κάθε τι σήμερα πέφτει κι’ αποσυντίθεται . ποιος θάθελε να το σταματήσει ! Αλλά εγώ, εγώ θέλω ακόμη πιότερο να το σπρώξω. Ξέρετε την ηδονική απόλαυση που κυλά τις πέτρες στ’ απόκρημνα βάθη; Αυτοί οι άνθρωποι του σήμερα – κοιτάξτε λοιπόν πώς κυλούν στα βάθη μου ! Είμαι ένα προοίμιο καλύτερων οργανοπαικτών ω αδελφοί μου ! Ένα παράδειγμα ! Πράξτε σύμφωνα με το παράδειγμά μου ! Κι΄αυτόν που δεν διδάσκετε να πετάξει, διδάξτε τον γιά μενα, να πέσει γρηγορότερα !» («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»- LVI. 20).