ΑΓΩΝ - ΝΙΚΗ
Η λέξη Αγών παράγεται από το ρήμα ά γ ω, σημαντικό κατευθύνσεως, καθοδηγήσεως,
(εκ-)παιδεύσεως. Και, όπως διευκρινίζει ο Παναγιώτης Ι. Θεοδωρόπουλος, όταν ως
υποκείμενον του «άγειν» νοείται ο Θεός ή οι Θεοί «λαμβάνεται υπό την έννοιαν
ότι οι Θεοί δίδουσιν εις το πνεύμα ή εις την ενέργειαν των ανθρώπων ωρισμένην
τινά διεύθυνσιν, επομένως σημαίνει κατευθύνω, οδηγώ, παιδεύω ανθρώπους.» Όλα
τούτα, συνεπώς, συνδέουν άμεσα τον Αγώνα με τους Θεούς προσδίδοντας του και την
επιπρόσθετη σημασία της τελετουργίας.
Και, βεβαίως, οι Έλληνες δεν παρέλειψαν να
θεοποιήσουν αυτόν καθαυτόν τον Αγώνα' έτσι, ο “Θεός Αγών'' εμφανίζεται το 500 -
480 στο τετράδραχμο της νήσου Πεπαρήθου με την μορφή φτερωτού γενειοφόρου
δρομέως ο οποίος, με δύο στεφάνους στα χέρια, τρέχει να στεφανώσει τους
αγωνιζόμενους. Αλλά και ο Παυσανίας μνημονεύει την ύπαρξη αγάλματος του Θεού
Αγώνος στην Ολυμπία, ως ανάθημα του Σμικύθου, έργο του Αργείου Διονυσίου, τούτο
δε, φανερώνει την θρησκευτική τιμή που απέδιδαν στο αγωνίζεσθαι οι Έλληνες.
Δεν είναι τυχαίος ο βαθύτερος θρησκευτικός
χαρακτήρας των Αγώνων τόσο κατά την Γεωμετρική όσο και κατά την Αρχαϊκή
περίοδο. Με άξονα αναφοράς την απόδοση τιμών σε Θεούς, Ημιθέους και Ήρωες, οι
Αγώνες εμφανίζουν ως πρώτους καθιδρυτές τους τους Θεούς και εντοπίζεται η
τέλεση τους όχι σε κοινούς κατωκημένους τόπους αλλά σε Ιερά με κορυφαίο εκείνο
της Ολυμπίας.
Άρρηκτα συνδεδεμένοι, οι Αγώνες με την
θρησκευτική λατρεία, άνοιγαν, έκλειναν και πολλές φορές ενεσωμάτωναν, πομπές,
θυσίες και προσφορές προς τις τιμώμενες ιερές Μορφές τις οποίες σταθερά
ενατένιζε η αρχαία Πίστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελετουργική πομπή και
θυσία προς τον Θεάρχη Δία κατά την τέταρτη ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων η οποία
ήταν και η ιερότερη.
Και, ενώ κατ' αρχήν, η συγκέντρωση πλήθους
προς τέλεση θρησκευτικής εορτής ήταν και η αφορμή για την διεξαγωγή Αγώνων,
κατόπιν, οι Αγώνες μετεβλήθησαν σε κυρίαρχο πυρήνα των εορτών αυτών, πολλές
φορές δε, υπήρξαν υλοποιήσεις ταμάτων προς Θεούς ή Ήρωες ή και πράξεις
ευγνωμοσύνης για την εύνοια τους. Ο Αλέξανδρος θυσιάζει στους Θεούς και
οργανώνει Αγώνες για την διάσωση του Στόλου του ενώ, προ του απόπλου του, ο
Ναύαρχος Νέαρχος θυσιάζει προς τον Δία και, επίσης, τελεί Αγώνες. Παραλλήλως, ο
Πύρρος υπόσχεται στον Ηρακλή να τελέσει Θυσία και Αγώνες μετά την άλωση του
Έρυκος.
Απότιση φόρου τιμής προς μνήμες Μορφών
στις οποίες η αρχαία Πίστη προσέδιδε Θέωση υπήρξαν οι τέσσερις μεγάλοι
πανελλήνιοι Αγώνες: στην Ολυμπία ο Οινόμαος,στην Ισθμια ο
Μελικέρτης-Παλαίμων,στην Νεμέα ο Οφέλτης-Αρχέμορος και στους Δελφούς ο Απόλλων
Πυθιονίκης.
Έτσι, δια των Αγώνων οι Θεοί-Αξίες των
Ελλήνων ή γ α γ ο ν τον Άνθρωπο προς την τελείωση ενός υγιούς πνεύματος
εγκαταβιούντος σε ένα υγιές σώμα.
Η αρχαία Θρησκεία, σοφή ως φυσική επιλογή
της φυλής, δεν υπήρξε ένα στείρο θεοκρατικό δόγμα αλλά μία εναργέστατη πρακτική
προσεγγίσεως κι επιτεύξεως της αρμονίας μέσα στην Φύση. Κάπως έτσι ο Ελληνας
ενεδυνάμωνε και ανελίσσετο μέσα στους αιώνες, μέχρις ότου οι φυλετικοί
αντίπαλοι του,ανήσυχοι από την διαρκή πρόοδο του, απεφάσισαν να τον
εκμηδενίσουν απαμβλύνοντας την θρησκευτική θεώρηση του και σερβίροντας του
"αλλότριο θεό" που θα τον οδηγήσει, τελικώς, στην έκπτωση.
Τότε, το 394 μ.χ.χ. ο Θεοδόσιος καταργεί και
τους Ολυμπιακούς Αγώνες δολοφονώντας τον Ολυμπισμό και το πνεύμα του... Ήταν η
απαρχή της πλέον ανάξιας είδωλο-λατρείας!
Ωστόσο, κάθε Αγώνας έχει ένα πέρας το
οποίο βαθμολογεί την αποτελεσματικότη¬τα της προσπαθείας και αυτό το πέρας ο
Όμηρος το ορίζει, δια στόματος του Αχιλλέως, με μία φράση ενδεικτική της
ψυχικής αλκής και της σωματικής ευρωστίας των Ελλήνων: “Aιέν αριστεύειν και
υπείροχον έμμεναι άλλων”. Έτσι, ο Αγών αποβαίνει έλεγχος υπεροχής και μόνον.
Αγωνιζόμενος ο Έλληνας δεν αποβλέπει παρά
μόνον στην νίκη, στην κατίσχυση επί παντός αντιπάλου, στην υπεροχή, γι΄αυτό ο
Έλληνας θεοποιεί τούτο το ζητούμενο ιδανικό, του βάζει φτερά και λατρεύει
την “Θεά” Νίκη (του)!
Η Νίκη, κατά τον Ησίοδο, υπήρξε κόρη του
Πάλλαντος και της Στυγός, αδελφή του Ζήλου, του Κράτους και της Βίας. Ως
θυγατέρα ενός των Τιτάνων (Πάλλαντος) και μιας των βασιλισσών του υποχθονίου
Άδου (Στυγός, γνωστής και για την δριμύτητα των υδάτων της) η Νίκη συνδέεται
και δικαίως με την δύναμη, την σφοδρότητα, την εμμονή και την ένταση, κυρίαρχα
στοιχεία της βίας, του κράτους και του ζήλου με τα οποία αδελφοποιείται.
Έτσι, νικώντας ο Έλληνας, διατηρεί την
υπεροχή του της οποίας, το πνευματικό "πρόσωπο", διασφαλίζει την
αρμονία του Κόσμου. Και, βεβαίως, ο Έλληνας υπήρξε φιλόνικος και όχι “φιλόνεικος”
και, ασφαλώς, για τον Έλληνα ο Αγώνας απέβλεπε σε θετικό αποτέλεσμα και όχι
απλώς στην περιστασιακή διαδικασία μιας όποιας έριδος.
Η Τέχνη παρέστησε την Νίκη, κατ' αρχήν,
νεαρά, ως άλκιμη κατά την ψυχή, φτε-ρωτή ως απογειούσα δια της προσφερόμενης
χαράς στον νικώντα και με τον στέφανο ανά χείρας ή επί της κεφαλής, ως γέρας
απονέμουσα. Για την Ελληνική ψυχή, η Νίκη -και μόνον- είναι ό,τι προς τα άνω
άγει, ό,τι τελικώς επιβραβεύει!
Όμως, η ρωμαϊκή
κατάκτηση άρχισε φαλκιδεύουσα την υψιπέτεια της Ελληνικής αγωνιστικότητος, όταν
οι μονομάχοι και θηριομάχοι υπεκατέστησαν τους γυμνίτες, ενώ το Στάδιον
παρεμερίσθη προς χάρη του Ιπποδρόμου.
Τέλος, την
χαριστική βολή εναντίον αυτής της ευγενούς Ελληνικής αγωνιστικότητος κατέφερε ο
χριστιανισμός με την φιλοσοφικώς αντιφατική όσο και παρά φύση
"ασκητική" του κατά την οποία, ναι μεν το σώμα θεωρείται ως ο
"οικητήριος" της ψυχής χώρος αλλά, ο “χώρος'' αυτός τίθεται σε πλήρη
περιφρόνηση...