ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΒΕΛΩΝ
Αρχαιότατο πολεμικό "όραμα" ο ειδικός Πόλεμος των εμπρηστικών και χημικών ουσιών δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την Τοξική Τέχνη, την και ως "Τοξοβολία" γνωστή.
Ήδη γνωστός από την αρχαιότητα ο ιδιαίτερος αυτός "Πόλεμος" με τα φλογοβόλα αλλά και τα χημικά του μέσα σηματοδοτείται από την αναφορά του Θουκυδίδη στην περιγραφή της, κατά των Πλαταιών, επιθέσεως των Πελοποννησίων (Βιβλ. ΙΙ § 75 και Βιβλ. ΙΙ § 77).
Στην νεώτερη Ελλάδα η οποία υπήρξε δημιούργημα σκληρών προσωπικών αγώνων του Βασιλέως Όθωνος Α', ο Βαυαρός Αρχιφαρμακοποιός των Ανακτόρων και "αρχιτέκτων" της τότε δημόσιας υγείας μιας "νεότευκτης χώρας" Ξαβιέρος Λάνδερερ, μας αφήνει ένα σπουδαίο κείμενο για τα δηλητηριώδη βέλη όταν το Τόξο συνέχιζε να θεωρείται ενργό όπλο ακόμη και σε ελληνικές περιοχές όπως η Κρήτη και η Θράκη παρά την, από χρόνια, καθιέρωση των πυροβόλων όπλων.
Το κείμενο του Ξαβερίου Λάνδερερ βρίσκεται δημοσιευμένο στις σελίδες της Στρατιωτικής Εφημερίδος "ΟΝΗΣΑΝΔΡΟΣ" [φυλλ. 65ο, 1ης Μαίου 1867] και έχει ως εξής:
Ανεκτίμητο το περιεχόμενο της Βιβλιοθήκης της "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΦΙΠΠΟΤΟΞΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ" απ΄όπου προέρχεται και το σχετικό τομίδιο του "ΟΝΗΣΑΝΔΡΟΥ" τον οποίο "κάποιοι" επιμένουν να επικαλούνται αν και αγνοούν ακόμη και την ορθή γραφή του!
Περί του Ξαβερίου Λάνδερερ μας πληροφορεί ο πρώην Πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Χημικών Δρ. Ιωάννης Δ. Κανδήλης, με δημοσίευμά του στη "Βιομηχανική Επιθεώρηση" [τ. Αυγούστου 1981]:
Ο Ξαβέριος Λάνδερερ γεννήθηκε σε προάστιο του Μονάχου της Βαυαρίας το 1809, σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο εκεί Πανεπιστήμιο και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Στην Ελλάδα τον έστειλε νεότατο, το 1833, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος για να υπηρετήσει τον γιο του Βασιλέα Όθωνα Α’, ως Αρχιφαρμακοποιός του.
Στρατιωτικός φαρμακοποιός αρχικά, διορίσθηκε, μόλις ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών από τον Βασιλέα Όθωνα Α΄, έκτακτος καθηγητής του για τα μαθήματα της Γενικής Χημείας και της Πειραματικής Φυσικής (14 Απριλίου 1837) και σε λίγο τακτικός καθηγητής της ίδιας έδρας (11 Ιανουαρίου 1838).
Μετά τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, απολύθηκε ως αλλοδαπός, σε εφαρμογή του σχετικού γενικού μέτρου, για να ξαναδιορισθεί σε λίγο (12 Σεπτεμβρίου 1844), ως τακτικός καθηγητής της Φαρμακευτικής Χημείας, της Συνταγολογίας και της Βοτανικής, και να συνεχίσει διδάσκοντας, έκτοτε, με εξαιρετικό ζήλο, επί ολόκληρη 25ετία. Στις 17 Ιανουαρίου 1869 λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να παραιτηθεί, αλλά στις 26 Ιουνίου 1875 διορίσθηκε εκ νέου ως επίτιμος πια καθηγητής.
Επιστήμων εμβριθής και πολυπράγμων, ερευνητής ακούραστος, διδάσκαλος ευφραδής και απολαυστικός, πρόσφερε και σαν πνευματικός άνθρωπος και σαν κοινωνικός παράγων πολύτιμες υπηρεσίες στον τόπο μας, τον πρωτόγονο ακόμη τότε και καθυστερημένο. Τον αγάπησε, του αφοσιώθηκε και έγινες ένας αληθινός Έλληνας. Κοντά στις άλλες πολύτιμες υπηρεσίες του για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του κράτους της εποχής εκείνης, στις οποίες ανταποκρίθηκε, του ανήκει η τιμή να είναι ο πρώτος που δίδαξε επί πανεπιστημιακού επιπέδου, τη χημεία στην Ελλάδα. Χημικός, φαρμακοποιός και ιατρός συγχρόνως, προσέτρεχε και βοηθούσε πρόθυμα και ακούραστα όπου ζητούσαν τη συνδρομή του.
Διετέλεσε μέλος του Ιατροσυνεδρίου για πολλά χρόνια, άμισθος καθηγητής της Χημικής Τεχνολογίας στο σχολείο των Τεχνών (1833 - 1868), συνεργάσθηκε στην ίδρυση του Οφθαλμιατρείου και το βοήθησε στη λειτουργία του, οργάνωσε τις ολυμπιακές εκθέσεις και δούλεψε αποτελεσματικά και για πολλούς ακόμη ελληνικούς και ξένους επιστημονικούς οργανισμούς και ιδρύματα. Παντού και πάντοτε έτοιμος για όλα. Ιδιαίτερα μνημονεύεται η με αυτοθυσία προσωπική του συμβολή στην καταστολή της πανώλους, που κτύπησε τον Πόρο το 1837.
Τα μαθήματά του, πριν κτισθεί το Πανεπιστημίο, γίνονταν στο Βασιλικό Φαρμακείο, (στο κτίριο που μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε ως υπουργείο Στρατιωτικών) και τα παρακολουθούσαν, εκτός από τους φοιτητές, και πολλοί ιδιώτες ακροατές Κινούσαν ζωηρό το ενδιαφέρον για τη γλαφυρότητά τους και την εντυπωσιακή διατύπωση, αλλά και για τη θεαματικότητα των πειραμάτων χημείας και φυσικής που εκτελούσε. Στο στρατιωτικό φαρμακείο στεγαζόταν επίσης και το προσωπικό του μικρό χημικό εργαστήριο, που είχε δημιουργήσει με δικές του δαπάνες. Ο Λάνδερερ έφθανε στην αίθουσα του μαθήματος με παραγεμισμένες τις τσέπες της φαρδειάς ρεδιγκότας του από χημικά σκεύη και ουσίες, για τα πειράματα που σε λίγο θα παρουσίαζε. Τα σπασμένα ελληνικά του δεν χαλούσαν την πηγαία ευφράδεια και μάλιστα με τους ιδιωματισμούς τους, προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερο το ενδιαφέρον.
Αργότερα, όταν χτίσθηκε το Πανεπιστήμιο, το υποτυπώδες χημείο του, που εν τω μεταξύ ενισχυόταν και από το κράτος, με ετήσια επιχορήγηση 600 δραχμών, μεταφέρθηκε σε δωμάτιο της βορεινής πλευράς του, ενώ τα μαθήματα διδάσκονταν στην αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής.
Η αγάπη του για την επιστήμη του και το ακούραστο ενδιαφέρον του για τη νέα του πατρίδα, εκδηλωνόταν και με το ερευνητικό του έργο για τον φυσικό της πλούτο, το οποίο υπήρξε αξιόλογο, μάλιστα όταν κριθή υπό τις δύσκολες συνθήκες και τα πενιχρά μέσα της εποχής. Ασχολήθηκε κυρίως με τα ιαματικά μας νερά και δημοσίευσε σχετικές μελέτες που περιγράφουν τη σύστασί τους, την ωφελιμότητά τους και τη θεραπευτική τους εφαρμογή. Έγραψε για τα νερά της Μήλου, της Κύθνου, της Υπάτης, της Αιδηψού, των Θερμοπυλών και των Μεθάνων. Και άλλα θέματα ερεύνησε και πολλά γι' αυτά δημοσίευσε, σε ελληνικά και σε ξένα ειδικά περιοδικά. Ακούραστος επίσης συλλέκτης, απέκτησε πλούσια βιβλιοθήκη και κατάρτισε συλλογές φαρμακογνωστικές και ορυκτολογικές.
Πολυγραφότατος, εξέδωσε πολλά διδακτικά βιβλία που υπήρξαν πολύτιμα στην εποχή τους για τους φοιτητές του και τον άλλο κόσμο και είναι από τα πρώτα του χημικού κλάδου. Η δουλειά του αυτή ήταν δύσκολη και κουραστική για εκείνον, αφού οι γνώσεις του της ελληνικής υστερούσαν. Και όμως κατόρθωνε να ξεπερνά το εμπόδιο αυτό με επιτυχία. Στα συγγράμματά του περιλαμβάνονται: Αναλυτική Χημεία (1842), Χημεία (ανόργανος 1840, οργανική 1842) [Γενική Χημεία: Ανόργανος, Οργανική Αναλυτική Χημεία (1861)], Οδηγίαι προς παρασκευήν Χημικών και Φαρμακευτικών σκευασμάτων (1857), Εγχειρίδιον Ζωολογίας (1844), Εγχειρίδιον Συνταγολογίας (1845), Εγχειρίδιον Τοξικολογίας (1843) κ.ά.
Τη φημισμένη αναλυτική του δεξιοτεχνία, που γινόταν με τα ολίγα και πτωχά μέσα του εργαστηρίου του, τη συμπλήρωνε, χρησιμοποιώντας και τη γλώσσα του. Δοκίμαζε κάθε τι που ανέλυε, ακόμη κι εκείνα που ήσαν ή φαίνονταν αηδή και αποκρουστικά. Απαράδεκτο αυτό για τον πολύ κόσμο, υπήρξε αφορμή να τον χαρακτηρίζουν μερικοί ως «ρυπαρό».
Αγαθός τον χαρακτήρα, αεικίνητος, πρόθυμος και καταδεκτικός προς όλους, πνευματώδης και ετοιμόλογος, γνωρίσθηκε πολύ και αγαπήθηκε από όλους τους Αθηναίους. Πολλά διηγούνται για την ιδιωτική του ζωή και πολλά αναφέρονται επεισόδια και συναρπαστικά «ανέκδοτα», άλλα ιστορικώς εξακριβωμένα, και μερικά, που ίσως τα έπλασε η φαντασία του κόσμου και αποδίδονται σε εκείνον, λόγω του θρύλου που περιβάλλει το άτομό του.
Ο Ξαβέριος Λάνδερερ, που έφθασε στον τόπο μας νεότατος, μόλις 24 χρονών, που πολύ εργάσθηκε γι' αυτόν και πέρασε ολόκληρη τη ζωή του στην αγαπημένη του Αθήνα και που τόσο αγαπήθηκε και θαυμάστηκε από όλους τους Έλληνες, πέθανε στις 7 Ιουλίου του 1885.